ΔΟΞΑ Τῌ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ ΔΟΞΑ
ΣΟΙ.
Ἀόρατε καί ἀκατάληπτε Κύριε, πῶς ἄφησες
τό Θεϊκό Σου Θρόνο καί φανερώθηκες ὡς ἄνθρωπος στή γῆ; Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου.
Ἄν μέ ρωτοῦσες, θά σου ἔλεγα, μή ἀφήνῃς τή δόξα Σου, δέν ἀξίζουμε τή
συγκατάβασί Σου.
Ἄν ἔλθῃς κοντά μας, θαὔρης ὁλόκλειστες τίς θύρες τῆς ψυχῆς μας. Καί χθές καί σήμερα οἱ ἴδιοι ἀμετανόητοι. Χάσαμε τήν τιμή τοῦ «κατ’εἰκόνα». Συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας, λατρεύοντες τά εἴδωλα, «ἀργύριον καί χρυσίον», χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας, ἀμαυρώσαμε μέσα μας τήν εἰκόνα Σου, ὁμοιωθήκαμε τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί συνεχίζουμε, χωρίς ντροπή, νά ζοῦμε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη, συμπεριφερόμαστε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη. Στρέφει ὀ ἕνας καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφόν του καί κάνει θρίαμβο πάνω στά αἴματα τῶν ἀθώων θυμάτων του. Κύριέ μου, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, Σύ εἶσαι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο. Ἔρχεσαι κοντά μας, γιά νά φωτίσῃς τά σκοτάδια μας καί μᾶς καλεῖς νά βγάλουμε τή σκιά μας στό Φῶς καί νά ἀγαπήσουμε τό φῶς. Ἀλλά ἐμεῖς, ὅπως τότε καί σήμερα μισοῦμε τό Φῶς καί δέν ἐρχόμαστε πρός τό Φῶς, γιατί εἶναι πονηρά, φαῦλα τά ἔργα μας καί, μέ λυσσώδη μανία, ἐμμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου κι’ ἐμεῖς, μετά τῶν ἀρχιερέων καί Γραμματέων καί δολίων Φαρισαίων καί μαζί μέ τόν Ἰούδα ζητοῦμε εὐκαιρίαν καί πάλιν νά Σέ Σταυρώσουμε. Μά τί λέω; Καθημερινά σέ Σταυρώνουμε στό πρόσωπο τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Σου. Καί Σύ συνεχίζεις νά δέχεσαι ἐμπτυσμούς, καί κολαφισμούς καί ραπίσματα, καί Σταυρόν καί θάνατον, γιά νά μᾶς φέρῃς σέ συναίσθησι, νά ἔλθουμε στόν ἑαυτόν μας, οἱ Παράφρονες, καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀγάπη Σου, καί νά ἀλλάξουμε ζωή.
Ὡς καρδιογνώστης γνωρίζεις, πώς δέν ἀξίζουμε, Κύριε, τό Ἔλεός Σου, γι’αὐτό τολμῶ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, Ἀγαπημένε μου Κύριε, μήν ἔρχεσαι κοντά μας, δέν τό ἀξίζουμε, καί πάλιν θά Σέ Σταυρώσουμε. Εἴμαστε πτωχοί, γυμνοί, ἐλεεινοί, τυφλοί, κωφοί, ἄθλιοι, πωρωμένοι. Πετρώσανε οἱ καρδιές μας. Ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς μας προαιρέσεως, «ἐπαχύνθη ἡ καρδιά μας, σκοτίστηκε ὁ νοῦς μας, δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης Σου, Χριστέ, φύγε ἀπό κοντά μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο Βασιλιά παρά τόν Καίσαρα, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, τήν Καλοπέρασί μας. Τί θέλεις ἀπό μᾶς; Εἴμαστε Σαδομαζοχιστές. Δέν θέλουμε νά ἀκούσουμε τό λόγο Σου. Δέν ἀλλάζουμε ζωή. Μᾶς ἀρέσει νά ζοῦμε στό σκοτάδι». Παρόλα αὐτά, Σύ , Κύριε, μακρόθυμε καί πολυέλεε, συνεχίζεις νά κρούῃς τή Θύρα καί νά μᾶς καλεῖς κοντά Σου, γλυκειά μου Ἄνοιξις, ὤ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Πῶς νά ὑμνήσω τή θεϊκή Σου συγκατάβασι; Σταματάει ὁ νοῦς μου. Δέν βρίσκω λόγια νά περιγράψω τήν τρυφερότητα, μέ τήν ὁποίαν περιβάλλεις ὅλους ἐμᾶς τούς ἐλεεινούς. Πῶς νά περιγράψω τά ἀπερίγραπτα; Πῶς νά ἐκφράσω τά ἀνέκφραστα; Πῶς νά ὑμνήσω τά μεγαλεῖα Σου, Ὕψιστε Θεέ; Τρέμω, μέ τή σκέψι, ὅτι στήν προσπάθειά μου νά Σέ ὑμνήσω, μήπως προσβάλλω τή μεγαλειότητά σου, Κύριε. Γιατί «ποιός εἶναι ἱκανός λαλῆσαι τάς δυναστείας Σου; Ἀκουστάς ποιῆσαι πάσας τάς αἰνέσεις Σου ἤ διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά Σου ἐν παντί καιρῷ;» Συγχώρησέ με, Θεέ μου. Καί νά σιωπήσω πάλι δέν μπορῶ. Ἄν ὑπάρχω Σέ Σένα τό χρωστῶ, Σύ μέ ἀξίωσες, ἐμέ τόν ἐλεεινόν καί ἀνάξιον δοῦλον Σου, νά ὑπηρετῶ ἑξῆντα δύο ὁλόκληρα χρόνια στό Θυσιαστήριόν Σου, πῶς νά σιωπήσω; Δέν μπορῶ...Στεναχωριέμαι γιά τά λάθη μου... Στεναχωριέμαι, πού δέν βρίσκω λόγια ἐπάξια νά Σέ ὑμνήσω, Ἀνεξίκακε καί Μακρόθυμε Κύριέ μου Ἰησοῦ...
Στεναχωριέμαι ὅταν βλέπω τήν τυφλότητα καί τήν πώρωσι καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων μου, πού τόσο πολύ ἀπομακρύνονται ἀπό κοντά Σου καί στενάζουν καί ὑποφέρουν σ’ αὐτήν τήν ἄθλια παροικία καί ἀπό κακή τους θέλησι, ἐμμένουν «τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ». Θλίβομαι μέ τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων, πού δέν εὐχαριστοῦν τόν Θεόν, γιά τίς πρός ὅλους ἐμᾶς ἄπειρες, φανερές καί ἀφανεῖς, εὐεργεσίες Του!... Πόσο μεγάλο εἶναι τό μερίδιο τῆς εὐθύνης μου, γιά τήν κατάντια τῶν συνανθρώπων μου; Ἀναρωτιέμαι τί μπορῶ νά κάνω; Νομίζω πώς φταίω ἐγώ, γιά τήν ἀθλιότητά μας... Κύριε καί Θεέ μου, συγχώρεσέ με καί διόρθωσε τά λάθη μου, Σέ παρακαλῶ. Ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου καί ἐλέησέ μας. Κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἴλύν βυθοῦ» στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μόνον Σύ, Κύριε μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις, ὡς Πανάγαθος, νά μᾶς λυτρώσῃς ἀπό τά δεινά, πού σωρεύει στή ψυχή καί τή ζωή μας ἡ ἀμετανοησία. Συγχώρεσέ με, δέν ξέρω τί Σου ζητῶ. Πότε σοῦ ζητῶ νά μήν ἔλθῃς κοντά μας, γιατί δέν μπορῶ, δέν ἀντέχω, νά βλέπω τούς ἀνθρώπους νά Σέ βλασφημοῦν καί νά σέ πολεμοῦν καί νά μήν ἀναγνωρίζουν τήν ἄφατη πρός ἡμᾶς συγκατάβασί Σου.
Πότε πάλιν Σέ παρακαλῶ νά ἔλθῃς γρήγορα κοντά μας, γιατί χανόμαστε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια μου. Χωρίς ἐσένα εἴμαστε χαμένοι. Δέν ὑπάρχουμε χωρίς τή δική Σου εὐλογημένη Παρουσία! Ὅλα καί ὅλοι μᾶς ἐξαπατοῦν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν. Μόνον Σύ, καί ὅταν σέ διώχνουμε, μᾶς κυνηγᾶς μέ τό Ἔλεός Σου καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπεις ποτέ. Θαυμάζω τήν ἄφατη συγκατάβασί Σου, Κύριε. Λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Ἔρχου ταχύ! Μή βραδύνῃς! Σύ, «ὁ περιπατῶν ἐπί πτερύγων ἀνέμων, ὁ ποιῶν τούς Ἀγγέλους Σου πνεύματα καί τούς λειτουργούς πῦρ φλέγον... Ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καί καπνίζονται (ψαλμ.103,3-4,32), ἔλα γρήγορα κοντά καί «ὡς πῦρ καταναλίσκον» κάψε. Κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν σαλεμένη μας καρδιά, θέρμανε τήν ψυχή μας καί ἀξίωσέ μας νά Σέ λατρεύουμε, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς καρδιᾶς μας. Βοήθησέ μας νά καταλάβουμε ὅτι μέ τή Θεϊκή Σου συγκατάβασι καί τή Σταυρική σου Θυσία, Σύ πρῶτος μᾶς ἀγάπησες καί μᾶς ἔλουσες καί μᾶς ἐκαθάρισες μέ τό πανάγιο αἷμα Σου, ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς ἔκαμες Βασιλιᾶδες καί Ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα μας. Καί ἀξίωσέ μας, νά Σέ δοξάζουμε, διότι Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Σέ ἱκετεύω , Κύριε ἀξίωσέ μας ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί ἀκαταπαύστως νά σέ δοξολογοῦμε καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου