ΤΕΛΩΝΑΙ
Δέν ὑπῆρχαν μόνον, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», Φαρισαῖοι καί Τελῶνες. Ὑπάρχουν σέ κάθε Ἐποχή, πρυτάνεις τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας, δοῦλοι τῶν βρωμερῶν παθῶν, βυθισμένοι στό Βοῦρκο τῆς πλεονεξίας ἥτις ἐστιν Εἰδωλολατρεία. Πολλοί εἶναι, σέ κάθε Ἐποχή, αὐτοί, οἱ Φαρισαῖοι, πού ἀφανίζουν, πού κρύβουν τό ἀληθινό, τό βρωμερό τους πρόσωπο καί ἐμφανίζονται μέ ἕνα ψεύτικο, πλαστό ἑαυτό. Χωρίζονται ἀπό τούς ἄλλους, θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἀνώτερο, καί ὅλους τούς ἄλλους παρακατιανούς. Φοροῦν τό Προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου, καί μέ κάθε σατανικό, δόλιο τρόπο, προσπαθοῦν νά ἐκμεταλεύωνται τούς συνανθρώπους τους. Συγχρόνως ὅμως, δέν λείπουν καί οἱ Τελῶνες, οἱ καιροσκόποι, ἐκμεταλευτές, πλεονέκτες, εἰδωλολάτρες καί ἁμαρτωλοί, πού πλουτοῦν σέ βάρος τῶν συνανθρώπων τους, ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν βυθοῦ». Φαρισαῖοι καί Τελῶνες, ἀνίατες πληγές, εἶναι πραγματικά «γεννήματα ἐχιδνῶν», πού στό διάβα τους σωρεύουν συμφορές.
Ὁ Γλυκύς Ἰησοῦς, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται.
Συγκαταβαίνει. «Πᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς
τούς αἰῶνας» ἔρχεται ἀθόρυβα κοντά μας καί μᾶς καλεῖ νά μετα-νοήσουμε. Μᾶς
καλεῖ νά ἀφήσουμε τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισίαν καί κάθε μορφή Εἰδωλολατρείας.
Μᾶς καλεῖ νά πετάξουμε τά προσωπεῖα καί νά φανερώσουμε τό ἀληθινό μας Πρόσωπο, ὅσο
βρώμικο κι’ ἄν εἶναι, καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἘΚΕΙΝΟΣ μᾶς δέχεται ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε,
ὅπου κι’ ἄν βρισκώμαστε, ὅ, τι κι’ ἄν κάνουμε. Καί ΤΟΝΙΖΕΙ ὅτι δέν ἦλθε νά καλέσῃ δικαίους, ἀλλά
ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν. Θέλει τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Στήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου ὁ Κύριος ΕΛΕΓΧΕΙ, τό Φαρισαϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, βδελύσσεται τήν Ἔπαρσι, τόν Ἐγωϊσμό, τή ρίζα πάντων τῶν κακῶν, συχαίνεται τήν ὑπερηφάνεια καί μᾶς προτρέπει νά μιμηθοῦμε τήν εἰλεικρινῆ μετάνοια τοῦ Τελώνου(Λουκ. ιη΄9-14).
Περιγράφει λακωνικά τή ζωή καί τή
συμπεριφορά τοῦ Φαρισαίου, πού τολμᾶ, ὁ ἀναίσχυντος, νά παρουσιαστῇ ἀκόμη καί
μπροστά στό Θεό, μέ πλαστό, ψεύτικο πρόσωπο καί μέ τόση ἔπαρσι. Τολμᾶ νά
ξεχωρίζῃ τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους, τούς
ὁποίους περιφρονεῖ ὡς παρακατιανούς, νά καυχιέται γιά τήν ἀνύπαρκτη ἁγιότητά
Του. Ἔχει ταυτιστεῖ μέ τό ψεύτικο, τό πλαστό τοῦ πρόσωπο, καί χωρίς καθόλου ἴχνος
ντροπῆς, καυχιέται γιά τόν ἑαυτό του καί κατηγορεῖ τούς ἄλλους. Προσπαθεῖ νά
ξεγελάσῃ καί τόν ἴδιο τό Θεό, ὡς γνήσιος Ψεύστης καί Ὑποκριτής Φαρισαῖος. Ἀκόμη καί στήν προσευχή του παρεκτρέπεται καί, ἀστόχαστα, λέγει:
«Θεέ μου, σ’ Εὐχαριστῶ, πού, ἐγώ δέν εἶμαι, σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί καί μάλιστα σάν ἐκεῖνον ἐκεῖ δά κάτω τόν Τελώνην. Ἐγώ εἶμαι ἅγιος. Νηστεύω δυό φορές τήν Ἑβδομάδα καί προσφέρω στό Ναό τό δέκατο ἀπό ὅσα ἀποκτῶ». Δέν ντρέπεται, καί στήν προσευχή του, νά καυχησιολογῇ καί νά ξεχωρίζῃ τόν ἑαυτό ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ Προσευχή του εἶναι «Ὕβρις».
Ὁ Τελώνης, ἀντίθετα μέ τό Φαρισαῖο, εἰσέρχεται
ταπεινά καί στέκεται παράμερα, σάν παραπεταμένο σκουπίδι σέ μιά γωνιά τοῦ Ναοῦ. Ἔχει βαθειά συναίσθησι
τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στόν Πανάγιο Θεό. Δέν κρύβει τό ἀληθινό του
πρόσωπο. Ἐμφανίζεται ὅπως πραγματικά εἶναι. Καί εἶναι εἰλικρινά μετανοιωμένος
καί συντετριμμένος. Δέν τολμᾷ νά σηκώσῃ τό βλέμμα του πρός τόν Θεό. Τύπτει τό
στῆθος του καί ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Μέ δάκρυα καί στεναγμούς, ἐπαναλαμβάνει καί λέγει: «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός! Θεέ
μου σγχώρεσέ με». «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ὁ Κύριος τονίζει ὅτι δέν δικαιώθηκε ὁ δόλιος, ὁ Ψεύτης καί Ὑποκριτής Φαρισαῖος. Δικαιώθηκε ὁ εἰλικρινά μετανοιωμένος Τελώνης καί κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος. Διότι, ἐκεῖνος, πού δέν ἔχει συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός Του μπροστά στό Θεό, ἐκεῖνος πού δέν μετανοεῖ καί τολμᾷ νά ὑψώνῃ τόν ἑαυτόν του καί νά περιφρονῇ τούς συνανθρώπους του, θά ταπεινωθῇ ἀπό τόν Θεόν καί θά κατακριθῇ. Ἐκεῖνος δέ, ἔχει συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καί ταπεινώνει τόν ἑαυτόν του, θά ὑψωθῇ καί θά τιμηθῇ ἀπό τόν Θεόν. «Ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται».
Τί κερδίζουν οἱ Ἐγωϊστές, οἱ ὑπερόπτες,
οἱ Ψεῦστες, οἱ Ὑποκριτές σ’ αὐτήν ἐδῶ
τήν ἄθλια παροικία; Τά χείλη τους χύνουν δηλητήριο. Σκάβουν τό λάκκο τῶν συνανθρώπων τους καί πέφτουν οἱ ἴδιοι μέσα.
Μπόρεσε κανείς ἀπό αὐτούς, τούς ἐκμεταλευτές, νά πρσθέσῃ ἕνα δευτερόλεπτο ἐπί πλέον ζωῆς στόν ἑαυτό του; Ἤ μπόρεσε νά ἀποφύγῃ τίς μολύνσεις καί τό θανατικό; Δέν μποροῦν οἱ Ἐγωϊστές, οἱ πλεονέκτες, οἱ ψεῦστες καί ὐποκριτές, νά ἐννοήσουν τό ΑΥΤΟΝΟΗΤΟΝ; Δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων καί νά μετανοήσουν, πρίν νά εἶναι ἀργά; Εἶναι τόσο σύντομη ἡ ζωή μας... Δέν εἶναι κρῖμα νά χάνουμε τίς στιγμές τῆς ζωῆς γιά τό ΤΙΠΟΤΕ; Δῶσε μας, Κύριε, τό χάρισμα τῆς μετανοίας!...
Κύριέ μου Ἰησοῦ δέξου τή μετάνοιά μας καί ἐλέησέ μας, πρίν εἰς
τέλος χαθοῦμε. «Ὁ Θεός ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς
ἁμαρτωλοῖς καί ἐλέησον ἠμᾶς».
«Βαρειά εἶναι τά μάτια μου, βαρειά ‘ναι κι’ ἡ ψυχή μου ἀπό τίς ἀνομίες μου. Δέν τολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου, νά ἀτενίσω καί νά δῶ τόν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ. Πολύ δέ περισσότερο δέν τολμῶ νά στρέψω τό βλέμμα μου πρός Ἐσένα Ὕψιστε Θεέ. Λυπήσου με, ΣΩΤΗΡΑ μου! Δέξου με, Κύριε μετανοιωμένο καί συντετριμμένο, σάν τόν Τελώνη, καί ἐλέησέ με».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου