«ΕΤΙ ἝΝ ΣΟΙ ΛΕΙΠΕΙ (Λουκ. ιη΄ 22).
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε
πώλησόν σου τά ὐπάρχοντα, πάντα ὅσα ἔχεις, και δός πτωχοῖς, και ἕξεις θησαυρόν ἐν
οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄21. Μάρκ. ι΄21.Λουκ.ιη΄22).
Ἕνας πλούσιος Ἑβραῖος νεανίσκος, πιστός καί εὐσεβής
πλησιάζει τόν Κύριο, ὄχι, γιά νά Τόν πειράξῃ, ὅπως ὁ νομικός, ἀλλά, μέ διακαῆ πόθο, μέ λαχτάρα,
νά μάθῃ ἀπό τόν Μεγάλο Διδάσκαλο καί νά σωθῇ(Ματθ. ιθ΄16-26. Μάρκ. ι΄17-31. Λουκ.
18-27). Θέλει νά βρῇ τόν δρόμον του, τόν δρόμον πρός τήν αἰώνιον ζωήν. Πλησιάζει, μέ
σεβασμό τόν Κύριον καί Τόν ἐρωτᾷ: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα
ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» Διδάσκαλέ μου ἀγαθέ, τί πρέπει νά κάμω, για να
κληρονομήσω τήν αἰώνιον ζωήν;
Ὁ Κύριος, ὡς Καρδιογνώστης γνωρίζει τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς ὅλων μας καί τά κρύφια τῆς καρδίας τοῦ νεανίσκου. Καί πρῶτα ἀπό ὅλα ἐξηγεῖ εἰς τόν νεανίσκον καί τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι Σέ Μένα, μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶμαι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, γιατί μέ ἀποκαλεῖς «Ἀγαθόν»; Μάθε, λοιπόν, πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι, «Οὐδείς Ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός». Μέ τήν διαβεβαίωσιν αὐτήν, ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος μᾶς διδάσκει, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καί οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Ματθ. ζ΄29), μᾶς φέρει σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί μᾶς τονίζει ὅτι «Οὐδείς καθαρός ἀπό ῥύπου, ἔστω καί ἄν εἶναι μιά μέρα ἡ ζωή αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς»(Ἰώβ 14,4-5). Κανείς, ἀπολύτως κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τόν ἑαυτόν του καθαρός καί πραγματικά ἀγαθός, παρά μονάχα Ἕνας, ὁ Θεός. Καί λέγει ὁ Κύριος εἰς τόν Νεανίσκον: «Ἐάν, λοιπόν, Παιδί μου, θέλῃς πραγματικά νά εἰσέλθῃς εἰς την Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί νά κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν, τήρησε τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Μάθε δε ὅτι οἱ Ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι: τό Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου, μή ἐπιθυμίσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστίν(Λουκ.ιη΄20) καί ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ιθ΄19). Σημειωτέον δέ ὅτι ἡ τήρησις τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης εἶναι ἀπόδειξις τῆς τελείας ἀγάπης μας εἰς τόν Θεόν καί τόν πλησίον. Ὅταν ὁ νεανίσκος ἄκουσε τήν ὑπόδειξι τοῦ Κυρίου εἶπε: «Κύριε ὅλα αὐτά τά ἐτήρησα ἀπό τήν τρυφερή μου ἀκόμη ἡλικία· Τί ἔτι ὑστερῶ; (Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;). Νόμιζε ὁ Νέος ὅτι τηροῦσε τίς Ἐντολές σωστά, ἀλλά δέν εἶχε, πραφανῶς, διδαχθῆ Ποιά εἶναι καί Πῶς ἐφαρμόζεται ἡ προς τον πλησίον ἀγάπη. Γι’ αὐτό τόλμησε και εἶπε ὅτι «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;»( Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;).
Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος ἄκουσε τήν ἀπόκρισι τοῦ Νέου, τόν κοίταξε, μέ πολύ ἐνδιαφέρον, «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν», τόν συμπάθησε καί, με τρυφερότητα και ἀγάπη τοῦ εἶπε: «Ἔτι ἕν σοι λείπει· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τον σταυρόν σου» (Ματθ.ιθ΄21.Μάρκ.ι΄21. Λουκ. ιη΄22). Ὁ Νέος εἶναι εὐσεβής, δίκαιος, τηρεῖ τά τυπικά. Δεν κλέβει, δέν ἀδικεῖ κλπ., ἀλλά εἶναι προσκωλημένος, καθηλωμένος στή γῆ καί τά γήϊνα. Εἶναι «δέσμιος τῆς γῆς». Δίνει τήν ψυχή του στόν ὑλικό πλοῦτο. Νομίζει ὅτι θά ζήσῃ αἰώνια στη γῆ. Θεωρεῖ τά ὑλικά ἀγαθά, τόν πλοῦτο δικό του. «Ἦν γάρ πλούσιος σφόδρα». «Ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά». Ὁ Χριστός, γνωρίζει τή λαχτάρα τοῦ Νέου, για τη ζωή καί τοῦ λέγει: «Ὕπαγε πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί Διάδος πτωχοῖς. Ἐλευθέρωσε την ψυχή σου ἀπό τά δεσμά τῆς Ὕλης. Πολλαπλασίασε τά τάλαντα, πού σοῦ ἔδωσα, καί μοίρασέ τα σ’ αὐτούς, πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Αὐτή εἶναι ἡ σημασία τοῦ «πώλησον» καί «διάδος πτωχοῖς». Δεν σημαίνει νά ξεφύγῃς ἀπό τό ΧΡΕΟΣ σου νά ἐργασθῃς, ἀλλά, μέ τή δική σου θέλησι, νά ἐργασθῇς καί νά πολλαπλασιάσῃς τά τάλαντα καί νά μοιράσῃς τά κέρδη, σ’ αὐτούς, πού ἔχουν ἀνάγκη καί πού δέν ἔχουν τό δικό σου χάρισμα. Ἐσένα ἔκρινα ἱκανόν νά διαχειρισθῇς τά ἀγαθά καί νά τά δώσῃς στούς πτωχούς καί ὄχι νά τά κατακρατήσῃς,γιά τόν Ἑαυτούλη σου. Δέν εἶναι δικά σου.
Ἀκόμη και αὐτή ἡ ψυχή σου, δεν εἶναι
δική σου. Ἐγώ σοῦ τή χάρισα, λέγει ὁ Κύριος. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, Παιδί
μου, θέλω, να καταλάβῃς, ὄχι μόνον ἐσύ, ἀλλά,
μαζί μέ σένα, ΟΛΟΙ οἱ ἄνθρωποι, νά κατανοήσουν «το βραχύ τῆς ζωῆς» καί
τή «ματαιότητα» τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Και πραγματικά. ΟΛΟΙ εἴμαστε Διαχειριστές, Οἰκονόμοι
τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ και ὀφείλουμε ὡς Καλοί Οἰκονόμοι να πολλαπλασιάζουμε τά
τάλαντα καί προσφέρουμε τά ἀγαθά (ὑλικά καί πνευματικά) σέ κείνους, πού τά ἔχουν
ἀνάγκη. Όλα τά ἀγαθά, τήν Τέχνη καί τήν Ἐπιστήμη καί τά προϊόντα τῆς γῆς νά τά
προσφέρουμε, μέ ἁπλοχεριά, στούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι νά
θησαυρίζουμε Θησαυρούς ἐν Οὐρανῷ. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος πρός τήν αἰώνιον ζωήν. Ἡ
ἙΛΕΗΜΟΣΥΝΗ, ἡ «Πρᾶξις» τῆς τέλειας Ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον, εἶναι,
ὅπως ἔχουμε πῆ, ὁ
Βασικός Ὅρος ἐπιστροφῆς τοῦ πεπτωκότος εἰς τήν «Πατρικήν Ἐστίαν». Μόνον διά τῆς
ἁγνῆς Ἀγάπης, στήν πρᾶξι θά μπορέσουμε νά εἰσέλθουμε εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τά ἀγαθά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μᾶς ἐμπιστεύεται και μᾶς διορίζει Οἰκονόμους, Διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν, καί μᾶς καλεῖ, ὅπως ἔχουμε πῆ, νά εἴμαστε Καλοί Οἰκονόμοι. Μᾶς καλεῖ να μοιράζουμε, δίκαια, τόν πλοῦτο, «εἰς τούς πτωχούς, εἰς τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ». Θέλει ὁ Κύριος νά καταλάβῃ, ὄχι μόνον ὁ Νεανίσκος, ἀλλά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅτι, ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἄθλια παροικία, εἴμαστε «πάροικοι καί παρεπίδημοι», προσωρινοί, διαβάτες. Νά καταλάβουμε ὅτι γυμνοί ἐρχόμαστε στή γῆ καί γυμνοί ξαναγυρίζουμε σ’ αὐτήν. Φεύγοντας δέν παίρνουμε τίποτε μαζί μας. Ὁ Χριστός γυρεύει νά καίγονται γι’ Αὐτόν καρδιές, ὄχι κεριά και λιβάνια. Θέλει να ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια Του, νά χορταίνουμε τόν πεινασμένο, νά κρυφοντύνουμε τόν γυμνόν, νά ἐπισκεπτώμεθα τόν ἄρρωστο καί νά στηρίζουμε κάθε ἐμπερίστατο ἀδελφό, νά ἀνακουφίζουμε τόν πόνο, νά σπογγίζουμε τά δάκρυα, νά θεραπεύουμε «πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ». Αὐτή εἶναι καί ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ· «πώλησον και διάδος πτωχοῖς». Δέν σημαίνει νά τά πουλήσουμε ὅλα, νά τά ξεφορτωθοῦμε, καί νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά ,για να βροῦμε την ἡσυχία μας.
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ νά κοπιάζουμε ἐργαζόμενοι και πολλαπλασιάζοντες τά τάλαντα, εἴτε εἶναι κτήματα πολλά, ὁ πλοῦτος μας, εἴτε χρήματα ἤ τέχνη ἤ ἐπιστήμη. Ἔχουμε ΧΡΕΟΣ να χρησιμοποιοῦμε τόν πλοῦτο μας πρός τό συμφέρον ὅλων, καί ὄχι νά χρησιμοποιοῦμε, ἐγωϊστικά, τον πλοῦτο, πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, γιά τήν Καλοπέρασί μας. Ὡς Καλοί Οἰκονόμοι ὀφείλουμε νά διαχειριζώμαστε δίκαια, τά ἀγαθά, γιά τήν ἀνακούφισι καί τή θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Νέος ἄκουσε τήν Ὁδηγία τοῦ
Χριστοῦ, « ἀπῆλθε λυπούμενος». Ἡ καρδιά του ἦταν κολλημένη στά κτήματα, στα
πλούτη, στη γῆ και τά γήϊνα, τά ὁποῖα κακῶς θεωροῦσε δικά του. Ὁ Νεανίσκος δέν μπορεῖ νά ἀποχωρισθῇ τή χλιδή
καί τόν πλοῦτο καί φεύγει λυπημένος.
Ὅταν ὁ Κύριος τόν εἶδε νά σκύβῃ τό κεφάλι καί νά φεύγῃ λυπημένος εἶπε: «Πόσο δύσκολο εἶναι νά ἀποχωρισθοῦν
τά πλούτη και να εἰσέλθουν στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτοί, πού ἔχουν χρήματα και
κτήματα πολλά! Εἷναι εὐκολότερο μιά καμήλα νά περάσῃ ἀπό τη μικρή τρύπα, πού ἀνοίγει
ἡ βελόνα, παρά νά εἰσέλθῃ ἕνας πλούσιος
εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ.ιθ΄23-24).
Τότε οἱ ἀκροατές τοῦ Χριστοῦ εἶπαν· Καί ἀφοῦ εἶναι παραπολύ δύσκολο νά σωθοῦν οἱ πλούσιοι, τότε ποιός
μπορεῖ να σωθῇ; Τότε ὁ Κύριος ἀπήντησε
και εἶπεν ὅτι «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστίν»( Ματθ. ιθ΄26, Μάρκ. ι΄27.Λουκ. ιη΄27).
Αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε
ἀστόχαστοι. Δέν προσέχουμε. Χάνουμε τήν ἐπαφή μας, μέ τήν πραγματικότητα. Καί ὡς
Παράφρονες, βυθιζόμαστε «εἰς ἰλύν βυθοῦ». Ἀγαπᾶμε τή ζωή. Θέλουμε νά ζήσουμε αἰώνια.
Δέν ξεχωρίζουμε ὅμως την ἀνθρωπίνην, ἀπό την θείαν διάστασιν. Δεν ξεχωρίζουμε
τό ὑλικόν, ἀπό τό Πνευματικόν Σύμπαν. Ἀφήνουμε καί φωλιάζει στην ψυχή μας ὁ ἀρχαῖος Ὄφις, μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας, ὁ Ἑωσφορισμός,
ὁ Ἐγωϊσμός καί ἀφήνουμε τό Θεό, καί λατρεύουμε τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα
καί τόν Ἑαυτούλη μας. Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ἔχουμε ἀνάγκην ὁ Ἕνας
τον Ἄλλον καί ὅτι δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τούς ἄλλους. Ὁ Πάνσοφος
Δημιουργός εἶπεν ὅτι «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον», καί ἔπλασε τον ἄνθρωπον
«κατ’εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ». Δημιούργησε τήν Κοινωνίαν τῶν προσώπων,
τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων. Ἐμεῖς ὅμως δέν κατανοήσαμε καί δέν κατανοοῦμεν τήν
τιμήν τοῦ· «κατ’εἰκόνα», καί, ὅπως λέει ὁ Προφήτης, γίναμε χειρότεροι καί ἀπό τά ἄλογα κτήνη και ζοῦμε σάν κτήνη καί πεθαίνουμε
σάν κτήνη. Μεταβάλλουμε τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, δηλαδή, τόν
Παράδεισο, σέ «Χοιροστάσι». Τά ἄλογα
ζῶα ἔχουν τό καθένα, ἕνα ἄγριο πάθος, ὁ ἄνθρωπος ὅμως συγκεντρώνει στόν ἑαυτόν
του ὅλα μαζί τά ἄγρια πάθη. Ὁ ἕνας προσπαθεῖ νά κατασπαράξῃ τόν ἄλλον. Στρέφει ὁ
Μανασσής και τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τον ἀδελφόν του. Ἡ Κοινωνία τῶν
Προσώπων κατήντησε κοινωνία τῶν προσωπείων. Ἐπικρατεῖ ἡ Ψευτιά και ἡ Ὑποκρισία,
πού σωρεύουν συμφορές. Οἱ δυνατοί ἐξουσιάζουν, ἐκμεταλεύονται και
κατασπαράσσουν τούς ἀδυνάτους ἀδελφούς τοῦ
Χριστοῦ. Πολλές φορές ἀναρωτιέμαι· Αὐτοί
πού κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους πάθη και καταβασανίζουν τούς συναθρώπους
τους, δέν καταλαβαίνουν «τό βραχύ τῆς καί τή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων»;
Δέν συνειδητοποιοῦν ὅτι τά πλούτη καί ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι σκιᾶς ἀσθενέστερα
και ὀνείρων ἀπατηλότερα;
Ταλαίπωροι θνητοί ἄνθρωποι, υἱοί
Παραφροσύνης, αὐτή τή νύχτα ἔρχονται και ζητοῦν, ἀπαιτοῦν τήν ψυχή σας οἱ
Δαίμονες, πού ὑπηρετεῖτε. Τί κερδίζετε με ὅλα τά ἀστόχαστα καμώματά σας;
Μήπως ἔφθασε ὁ καιρός να περισυλλεγοῦμε,
να ἔλθουμε στόν ἑαυτό μας, νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά ἐπιστρέψουμε εἰς την Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, εἰς τόν Ἕναν και Μόνον Ἀληθινόν Θεόν;
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, νομίζω, νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι διά τῆς Παρακοῆς τῆς Ἐντολῆς τῆς Ἀγάπης, φθάσαμε εἰς την
ἐσχάτην αὐτήν ἀθλιότητα «εἰς ᾎδου
βυθόν».
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ να ἀνοίξουμε την καρδιά μας στο Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωήν, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε, διά τῆς Ὑπακοῆς τῆς Ἐντολῆς τῆς Ἀγάπης, πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον νά εἰσέλθουμε εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ και να κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον Ζωήν και ἐκεῖ, εἰς την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, νά ὑμνοῦμεν, ἀσιγήτως, τον Κύριον τῆς Δόξης, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου