ΠΟΥ ΕΘΗΚΑΣ ΑΥΤΟΝ, ΚΑΓΩ ΑΥΤΟΝ ΑΡΩ»
(Ἰωάν. κ΄ 15).
Μέγα καί ἀνερμήνευτον τό Μυστήριον τῆς
Οἰκονομίας Σου, Κύριε! Δόξα Σοι! Προσπαθοῦμε νά προσεγγίσωμε, τήν ἀνέκφραστον,
Λόγε, συγκατάβασίν Σου, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν. Δέν
τό χωράει ὀ νοῦς μας!...
Πῶς, Σύ, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» (Ἰωάν. α΄3), «τό Φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω. α΄9) πῶς συγκαταβαίνεις, ἀφήνεις τό Θεϊκό Σου Θρόνο, «μορφήν δούλου λαμβάνεις» καί ἔρχεσαι κοντά μας, ἐνῶ δέν τό ἀξίζομε; Πῶς καταδέχεσαι καί συναναστρέφεσαι ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχρείους δούλους σου; Πῶς δέν ἐντρέπεσαι νά μᾶς ἀποκαλῇς ἀδελφούς Σου, ἐνῷ, ὡς Καρδιογνώστης γνωρίζεις ὅτι παρόλες τίς φανερές καί ἀφανεῖς πρός ἡμᾶς εὐεργεσίες Σου, ἐμεῖς θά Σέ Σταυρώσουμε;...
Καί ὅμως, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ἔρχεσαι ταπεινά καί ἀθόρυβα
κοντά μας, «ὡς αὔρα λεπτή», «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Μᾶς
πλησιάζεις καί σπογγίζεις τά δάκρυά μας, ἁπαλύνεις τόν Πόνο μας, θεραπεύεις τά
τραύματά μας καί μᾶς ζωοποιεῖς, μέ τό θεραπευτικό Σου λόγο. Μᾶς καλεῖς κοντά
Σου ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς, Ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε,
ὅπου καί ἄν βρισκώμαστε. «Κηρύσσεις τό εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύεις
πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ΄ 23). Μιλᾶς στήν καρδιά μας.
Καί μᾶς βεβαιώνεις ὅτι, ὅσοι Σέ δεχόμαστε καί πιστεύουμε στό Ὄνομά
Σου, μᾶς δίνεις τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»(Ἰωάν. α΄12).
Εἷναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ ἁπλοϊκοί καί ταπεινοί, «οἱ καλοί καί ἀγαθοί», πιστεύουν καί Σέ λατρεύουν, Κύριε. Οἱ πιό πολλοί ὅμως, ἀπό μᾶς, καί μάλιστα οἱ περισσότερο εὐεργετηθέντες, οἱ ἀχάριστοι, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριτές, τά «γεννήματα ἐχιδνῶν» ὅλων τῶν Ἐποχῶν, Σέ ΣΤΑΥΡΩΝΟΥΜΕ, Κύριε. Σέ ὑποβάλλουμε σέ φρικτά Πάθη. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἀρνοῦνται Ἐσένα τόν ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν Σωτῆρα, τόν Θεραπευτήν καί Ἐλευθερωτήν, τόν ΛΥΤΡΩΤΗΝ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί καυχῶνται ὅτι δέν ἔχουν ἄλλο Βασιλιᾶ παρά τόν Καίσαρα, καί Ἐσένα τόν πραγματικό Βασιλιᾶ, Σέ ὁδηγοῦν στό ΓΟΛΓΟΘΑ.
Ὅμως κάθε κραυγή καί κάθε χλευασμός τους, εἶναι δίστομο
μαχαίρι πού διέρχεται τήν Ψυχή τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Παναγίας Σου μητρός,
καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, δίστομο μαχαίρι στήν ψυχή τοῦ ἠγαπημένου Μαθητοῦ
καί ὅλων τῶν πιστῶν Σου Μαθητῶν, ὅλων τῶν αἰώνων. Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ,
γνωρίζεις ὅτι, παρακολουθῶντας τά Πάθη Σου αἱμορραγεῖ ἡ ψυχή μας, ματώνει ἡ
καρδιά μας... Δέν ξέρουμε ποιό εἶναι τό μέγεθος τῆς εὐθύνης μας καί πῶς
νά ἐκφράσουμε τήν ντροπή μας, γιά τήν κατάντια μας καί γιά τό Μέγεθος τῆς ἀχαριστίας
μας. Καί ζητοῦμε ΕΛΕΟΣ!...
Κύριε, γαλήνεψε τή ταραγμένη μας ψυχή. Σέ ἐγκαταλείπουμε καί κρυβόμαστε διά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων, πολλές φορές κι’ ἐμεῖς
οἱ καταδικοί Σου...
Εἶναι καιρός νά συνέλθουμε καί νά ἀκολουθήσουμε τίς Μυροφόρες γυναῖκες, στήν Πορεία τους, πρός τό Μνημεῖον. Νά μιμηθοῦμε τήν Πίστι τῶν Μυροφόρων καί τήν ἀγάπη τους, τή λατρεία τους, τήν ἀφοσίωσί τους Σέ Σένα τό Λυτρωτή, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά χαροῦμε καί τήν Ἀνάστασίν Σου. Ἄν παρακολουθήσωμε τίς ἁγνές καί καθαρές ψυχές τῶν μυροφόρων, θά διαπιστώσουμε πραγματικά τί σημαίνει Πίστις καί ἀφοσίωσις Σέ Σένα, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ! Εἷναι τόση ἡ ἀγάπη τους, πού ἔξω βάλλει τόν φόβον. Ἠγόρασαν ἀρώματα καί, μέ θάρρος, πορεύονται, ἀτρόμητες, πρός τό Μνημεῖον «ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι, τό σῶμα Σου, Ἰησοῦ μου». Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό Μνημεῖον, πληροφοροῦνται πρῶτες ὑπό τῶν Ἀγγέλων τήν Ἀνάστασιν Σου, Κύριε, καί γίνονται Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων καί Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν.
Αὐτό τόν ὀδυρμό, αὐτή τή συντριβή, αὐτόν τό ἀβάστακτο πόνο, πού γεννᾶ ὁ ἀποχωρισμός ἀπό τόν ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΝ, ποιός μπορεῖ νά τόν περιγράψη; Αὐτή ἡ παράκλησις ἐκφράζει τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς πού λατρεύει τόν Κύριο καί πού ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν μπορεῖ νά περιγράψῃ: «Ἄν σέ ἐνοχλοῦσε καί τόν ἐπῆρες ἀπό ἐδῶ, πές μου, σέ ἱκετεύω, πές μου, ποῦ τόν ἔβαλες καί ἐγώ θά Τόν σηκώσω, ἐγώ θά Τόν πάρω. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μου, χωρίς αὐτόν εἶμαι νεκρή. Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή καί τό Φῶς, Αὐτός εἶναι τό Πᾶν γιά μένα! Ἐκτός ἀπό Αὐτόν δέν ἔχω ἄλλον κανένα...»
Αὐτή τήν ἀφοσίωσι καί λατρεία, ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ζητεῖ τήν ψυχή μας. Γιά τή σωτηρία τῆς Ψυχῆς μας Σταυρώθηκε καί Ἀναστήθηκε καί ἡρπάγη πρός τόν Θεόν καί πρός τόν Θρόνον Αὐτοῦ, μέ σκοπόν νά ἀναστήσῃ καί ὅλους ἐμᾶς καί νά μᾶς ἀποκαταστήσῃ μαζί Του στήν αἰώνια Βασιλεία Του. Ὁ Θεός δέχθηκε τήν ἀφοσίωσι τῆς Μαγδαληνῆς καί τή βράβευσε καί Ἀναστάς ἐφάνη πρῶτα σ’ αὐτήν καί τῆς λέγει: «ΜΑΡΙΑ!»
Ὁ Νοῦς ἀργεῖ. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἄφωνος μπροστά σ’ αὐτήν τήν προσφώνησι τοῦ Ἀναστημένου Θεανθρώπου. Δέν ὑπάρχουν λόγια. Περιέχει ὁλόκληρο τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Λύτρωσι καί σωτηρία μας. Ἀλλά καί ἡ στροφή πρός τόν Κύριο καί ἡ ἀπόκρισις τῆς Μαγδαληνῆς: «ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ» ὀρίζει τήν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ λατρεία τοῦ Θεοῦ». Ἡ προσφώνησις τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἀπόκρισις τῆς Μαρίας συνθέτουν αἰώνια συναυλία ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ τῆς Ἀναστάσεως Του Χριστοῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἐκφράζουν τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ἄνθρωπο καί τή λατρεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τό Θεό. Βραβεύοντας τήν ἁγνότητα τῶν συναισθημάτων τῆς Μαρίας, φανερώθηκε πρῶτα σ’ αὐτήν καί τήν ἀνέδειξε Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως: Πήγαινε εἰς τούς ἀδελφούς μου καί πές τους: «ἀνεβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί πατέρα ἡμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ἡμῶν». Καί ἡ Μαρία ἐπῆγε καί ἀνήγγειλε εἰς τούς Μαθητάς ὅτι εἶδε τόν Κύριον καί ταῦτα εἶπεν αὐτῇ» (Λουκ. κ΄ 10-18).
Ἡ Φανέρωσίς Τοῦ Ἀναστάντος εἰς τήν
Μαγδαληνή, εἶναι ἠ λαχτάρα κάθε καθαρῆς, πιστῆς καί ἀφοσιωμένης ψυχῆς στόν
Κύριον. Αὐτή ἡ Φανέρωσις πρέπει νά εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ζωής μας.