Η
ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Η ΑΓΑΠΗ.
«Πάτερ
ἅγιε... δέν σέ παρακαλῶ νά πάρῃς τούς
μαθητάς μου ἀπό τόν κόσμον μαζί μου τώρα, ἀλλά νά τούς προφυλάξῃς, ἀπό τό
πονηρόν, πού κυριαρχεῖ στόν κόσμον...Καί δέν σέ παρακαλῶ μόνον γι’ αὐτούς, ἀλλά
καί δι’ ἐκείνους πού θά πιστέψουν σέ Μένα, μέ τό λόγο τους, μέ τό κήρυγμά τους καί
μέ τή ζωή τους, γιά νά εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι εἰς ἕνα, σάν μιά ψυχή, ὅπως Σύ, πατέρα,
εἶσαι ἑνωμένος μέ Μένα καί ἐγώ μέ Σένα. Βοήθησέ τους νά εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους
καί μαζί μας: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα
καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν...ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν»(παρβλ.
Ἰωάν. ιζ΄ 15-23).
Παρακαλεῖ
τόν Πατέρα, λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος Του, νά μᾶς προφυλάξῃ ἀπό τό πονηρό, πού
κυριαρχεῖ στόν κόσμο. Νά μᾶς ἐνισχύσῃ στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τοῦ Πονηροῦ, ὥστε
μέ τή χάρι Του καί τή δύναμί Του νά νικήσουμε τόν κακό μας ἑαυτό, τόν κόσμο καί
τό διάβολο, πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο. Νά μᾶς βοηθήσῃ ὁ οὐράνιος Πατέρας, νά
σκοτώσουμε τόν Ὄφι πού φωλιάζει μέσα μας, νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή μας τό φρόνημα τῆς Σαρκός,
τήν ἐγωπάθεια, τόν ὑπερβολικό Ἐγωϊσμό, τό Φαρισαϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν
Ὑποκρισία, πού γεννοῦν στήν ψυχή μας ὅλες τίς Κακίες καί ὅλα τά βρωμερά μας πάθη.
Νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά ΚΑΚΑ, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας.
Ἔρχεται
κοντά μας ὁ Χριστός, «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», «ὡς αὔρα λεπτή»,
ταπεινά, ἀθόρυβα καί μέ τό προσωπικό Του Παράδειγμα καί μέ τό ζωοποιό Του λόγο,
χαράζει σέ ὅλους μας τήν Ὁδό τῆς ὄντως ζωῆς. Γίνεται αὐτός ἡ Ὁδός τῆς ζωῆς καί
μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε τή δική Του ἀλήθεια. Καί ἀλήθεια εἶναι ὁ
δικός Του λόγος. Μᾶς βοηθεῖ νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν ἐγωπάθεια
καί ὄλα τά βλαστήματα τῆς ἐγωλατρίας καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «οἱ δοκοῦντες
ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν»
(Μάρκ.
ι΄42). Δηλαδή, αὐτοί πού θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν
ἐθνῶν, καταδυναστεύουν τά ἔθνη, τυραννοῦν τούς λαούς, σάν νά ἦσαν κτήματά τους καί
ἐκεῖνοι, πού ἔχουν μεγάλα ἀξιώματα, κακομεταχειρίζονται τούς ἀνθρώπους καί τούς
ἐξουσιάζουν, σάν νά ἦσαν δοῦλοι τους. Αὐτό τό πονηρόν πνεῦμα κυριαρχεῖ στόν
κόσμο. Ἐκ τῶν πραγμάτων γίνεται φανερόν ὅτι
« κάθε τί, πού ὑπάρχει στόν, μακράν τοῦ Θεοῦ, κόσμον,
ἤτοι ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία
τῆς διεφθαρμένης φύσεως καί σαρκός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὑπερβολικός ἐγωϊσμός, καί ἠ
ἀλαζονεία τοῦ βίου, ἡ ἀλαζονική ἐπίδειξις, στήν ὀποίαν σπρώχνουν τά πλούτη, ὅλα
αὐτά δέν εἶναι ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, ἀλλά εἶναι ἀπό τόν μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμον.
Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος χάνεται καθώς καί ὅλα τά κοσμικά. Ἐκεῖνος ὅμως
πού ἐκτελεῖ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει αἰωνίως καί δέν παρέρχεται» (Α΄Ἰωάν.
β΄16-17).
Τό
«ΕΓΩ», ἡ προσωικότης τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐπίγνωσις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἀγάπη
πρός τόν ἑαυτόν μας, εἶναι ἔμφυτα στόν ἄνθρωπον. Ἡ ὑπερβολική, ὅμως, ἡ παθολογική ἀγάπη
πρός τόν ἑαυτόν μας, ἡ φιλαυτία καί ἡ περιφρόνησις ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι
τό πονηρόν. Καί ὁ Κύριος στήν προσευχή Του παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά μᾶς
προφυλάξῃ ἀπό αὐτό τό πονηρόν, πού σωρεύει στή ζωή μας συμφορές. Ὅταν κυριεύσῃ
τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐγωπάθεια, ὅπως ἔχουμε πῆ, τότε ἐπιτρέπουμε νά εἰσέλθῃ
στήν ψυχή καί τή ζωή μας ὁ Διάβολος, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ἀστόχαστος, ὁ ὑπερβολικός Ἐγωϊσμός.
ὁ Φαρισαϊσμός, ἡ ψευτιά, ἠ ὑποκρισία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἔπαρσις. ἡ ὑπεροψία, ὁ κομπασμός, ἡ ὑπερηφάνεια καί ὅλα τά βλαστήματα τῆς Ἐγωπαθείας. Καί τότε βασανίζουμε
καί τυραννοῦμε τούς συνανθρώπους μας, τούς κατεξουσιάζουμε,
σάν νά ἦσαν δοῦλοι μας. Ἐπαναλαμβάνω, αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, πού
«ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. ε΄ 19). Ὁ
Κύριος, ὡς πάνσοφος Θεός γνωρίζει ὅτι οἱ
ἔριδες, οἱ διαιρέσεις, τά Σχίσματα, ἡ διάλυσις τῆς Οἰκογενείας, ἡ δυσαρμονία, ἡ
διασάλευσις τῆς Τάξεως καί τῆς Ἰσοροπίας τοῦ Σύμπαντος ὀφείλονται στήν Ἐγωπάθεια
καί τά βλαστήματά της. Καί ἔρχεται νά μᾶς λυτρώσῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό
αὐτό τό πονηρόν Πνεῦμα καί νά μᾶς ἐμπνεύσῃ, μέ τό δικό Του ΠΝΕΥΜΑ, μέ τό Πνεῦμα
τῆς αὐταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας καί νά μᾶς διδάξῃ, μέ τό ζωοποιό Του λόγο
καί μέ τή Σταυρική Του Θυσία, τήν πτωχεία τοῦ Πνεύματος, τήν ἄκρα Ταπείνωσι καί
τήν τέλεια, τήν ἁγνή τή θυσιαστική, τήν ἀνυπόκριτη Ἀγάπη.
Ὁ
Κύριος γνωρίζει τό ὀλισθηρόν, τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μακροθυμεῖ.
Ἐμεῖς δέν προσέχουμε. Μᾶς μιλάει γιά τά φρικτά Του Πάθη καί τή Σταυρική Του
Θυσία καί οἱ πρωτοκορυφαῖοι τῶν Μαθητῶν σκέπτονται καί ζητοῦν τά πρωτεῖα
ἐξουσίας, τίς πρωτοκαθεδρίες καί οἱ ἄλλοι
μαθηταί ἀγανακτοῦν. Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς (πρβλ.
Μάρκ. ι΄ 32-42). Εἴμαστε γιά κλάματα!...
Γι’
αὐτόν ἀκριβῶς τό Λόγο ὁ Κύριος μᾶς πλησιάζει μέ συγκατάβασι καί μᾶς νουθετεῖ
καί ζητεῖ νά ξεριζώσουμε ἀπό μέσα μας
τό Διάβολο, πού μᾶς κυριεύει καί μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας.
Καί μᾶς τονίζει ὅτι «Οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὅς ἄν θέλῃ
γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται
ὑμῶν διάκονος, καί ὅς ἄν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος ἔσται πάντων δοῦλος· καί
γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι,
καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ.
ι΄43-45). Καί στό Μυστικό Δεῖπνον σηκώθηκε ἀπό τό τραπέζι,
ζώσθηκε μιά ποδιά, ἔβαλε νερό σέ μιά λεκάνη καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν Μαθητῶν
Του καί τά βρωμερά πόδια τοῦ Ἰούδα. Καί ἀφοῦ τούς ἔπλυνε τά πόδια κάθησε
πάλι στό τραπέζι καί τούς εἶπε:
«Γνωρίζετε τί σᾶς ἔκανα τώρα; Ἀντιλαμβάνεσθε
τί θέλω νά σᾶς διδάξω μέ αὐτή την πρᾶξι; Σεῖς μέ φωνάζετε· ὁ Διδάσκαλος καί ὁ
Κύριος. Καί καλά κάνετε, διότι εἶμαι ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος. Ἐάν, λοιπόν, ἐγώ,
πού εἶμαι ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, ἔπλυνα τά πόδια σας, ὀφείλετε πολύ
περισσότερον καί σεῖς νά πλύνετε μεταξύ σας
ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά πόδια, ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλά ἀπό ταπεινοφροσύνη καί τέλεια ἀγάπη.
Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε...
Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε, ἐάν ποιῆτε αὐτά (Ἰωάν. ιγ΄ 1-20).
Μόνον
μέ τήν μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος, μέ τή
βάσι τῶν ἀρετῶν τήν ταπείνωσιν καί μέ τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν τήν Ἀγάπην,
θά διατηρήσουμε τήν ἕνωσί μας μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας καί θά βασιλεύσῃ ὁ Χριστός στόν κόσμο. Καί εἶναι ἀνάγκην τῶν
καιρῶν, πρίν νά εἶναι
ἀργά, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης
Του καί μέ πίστιν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην, και μέ ἄκραν ταπείνωσιν νά
κάνουμε «πρᾶξι» τήν Ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, νά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν
καρδιά μας τήν Ἐγωπάθεια καί τά βλαστήματά της καί νά μείνουμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν
Θεόν.
Παράδειγμα
πρός ἀποφυγήν ἡ ἔπαρσις τοῦ Πάπα, ὡς θεσμοῦ. Ὁ Πάπας δέν διδάσκεται ἀπό τήν ἄκρα
ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τήν ἐσταυρωμένην Ἀγάπην Του. Ἑμμένει δοῦλος τῆς Ἐγωπαθείας.
Ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς(Vicarius Christi in terra),ὅτι ἔχει ὁλόκληρη τήν ἐξουσίαν(plenitudο potestatis), ὅτι εἶναι πάνω καί πέραν ἀπό
τό Δίκαιον( ego
sum
extra
jus, super jus). Καί μάλιστα κυριευόμενος ἀπό
τή σατανική ἔπαρσι, τό 1871 , ὡς ἀλάθητος, καταργεῖ τή Σύνοδο καί ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος Δέλιγγερ καταφέρεται
κατά τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα καί τονίζει ὅτι τό ἀλάθητον δέν τό λέει ἡ παράδοσις,
ὁ Πάπας ἀπήντησε ἰταλιστί· «ἡ παράδοσις εἶμαι ΕΓΩ»(La tradition sono io). Ὁ Πάπας, δυστυχῶς ἀποδεικνύεται
μέ τό πρωτεῖον ἐξουσίας καί τούς ἰσχυρισμούς τῆς Ἐγωπαθείας του, ὡς θεσμός, ὡς
παπισμός,ὅτι ἀντιστρατεύεται στό Χριστό καί στό λόγο Του(πρβλ.
Μάρκ ι΄ 42-45 κ.λ.π.), καί ἔτσι, στήν πρᾶξι ἀποδυκνύεται
τύπος, ἀκριβές ἀντίγραφον τοῦ Ἀντιχρίστου τῶν Ἐσχάτων.
Δυστυχῶς
ὁ ἄκρατος Ἐγωϊσμός φωλιάζει μέσα μας καί δίνουμε μάχες συνεχῶς, γιά τίς
πρωτοκαθεδρίες.
Ὁ
Θεός νά μᾶς φυλάξῃ ἀπό τόν Πονηρόν καί ἀπό ὅλα τά βλαστήματα τῆς Ἐγωπαθείας,
καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά βιώσουμε τήν ἄκραν ταπείνωσι καί τή γνήσια ἀγάπη, καί νά μείνουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη. «Ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ
ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»(Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Εἴθε νά
μᾶς ἀξιώσῃ νά μένουμε ἑνωμένοι εἰς ἕν καί νά Τόν δοξάζουμε ἀδιαλείπτως. Ἀμήν.