Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

ΒΑΡΥΣΗΜΑΝΤΟΝ,ΣΩΣΤΙΚΟΝ,ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΕΡΩΤΗΜΑ







«ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ;»

(Ἰωάν. ε΄ 1-16).



Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος κόσμου, τό ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, τό Ὑπερκόσμιον Προσωπικόν Ὄν, ὁ Ἕνας καί Μόνος Ἀληθινός Θεός, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή, ὁ ὄντως ἀεί Ὤν, ἔπλασε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τόν ἔπλασε «δυνάμει» Θεόν καί τόν καλεῖ νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ» Θεός. Τόν Τίμησε μέ «νοῦν» καί «ἐλευθερίαν» καί, ὡς Ἄπειρη ἀγάπη, τοῦ χαράσσει τήν Ὁδόν ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί τοῦ συνιστᾶ νά κάμῃ καλήν χρῆσιν τοῦ νοός καί τῆς ἐλευθερίας του, ὥστε, μέ τή θέλησί του, νά πραγματοποιήσῃ τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς του, δηλαδή  ἀπό «δυνάμει θεός», νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ θεός» καί νά ἔχῃ τή χαρά τῆς συνδημιουργίας. Τόν τίμησε δέ καί μέ τό Φῶς, τό ὁποῖον ἔθεσεν ἐπί τῆς Ὁδοῦ, τήν Ἐντολήν, ὡς «ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον», ὥστε νά βλέπῃ, νά μή σκονδάπτῃ καί, ἀπροσκόπτως, νά γίνῃ κατά χάριν θεός.  Ὁ ἄνθρωπος ἔχει «τό δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν» καί «τό δυνατόν τοῦ μή ἀποθανεῖν».

Παραθέτει ἐνώπιόν του τήν Ζωήν καί τόν Θάνατον. Εἶναι ἐλεύθερος νά διαλέξῃ τήν ζωήν ἤ τόν Θάνατον καί εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του.

Τόν τίμησε τόσον, ὥστε, μέ τήν ὑπακοήν εἰς τήν Ἐντολήν, νά μεταβάλῃ τήν ὕλη σέ πνεῦμα καί νά γίνεται, μέ τή  Χάρι τοῦ Θεοῦ, καί μέ τή Θέλησί του, θεός.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν κατενόησε τήν τιμήν, μέ τήν ὁποίαν τόν τίμησεν ὁ Θεός. Καί τότε εἰς τόν Παράδεισον καί τώρα, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία. Δεν ἀκολουθεῖ  τήν Ὁδόν τῆς ζωῆς, τήν ὁδόν τῆς ὑπακοῆς. Ἐκτρέπεται, ἐκτροχιάζεται, ἁμαρτάνει. Παραβαίνει τήν Ἐντολήν τῆς ζωῆς. Ξεντύνεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύνεται τήν φθοράν. Δέν κατενόησε τό κατ’εἰκόνα καί ἔπεσε ἀπό τό ὕψος τῆς τιμῆς, πολύ χαμηλά καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά ἀνόητα κτήνη, πού δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν καί ὁμοιώθηκε μέ αὐτά, ζῶντας ὡς κτῆνος καί ἀποθνήσκοντας ὡς κτῆνος.




Ὁ Προφήτης Δαυῒδ λέγει: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13,21). Ἔτσι, ἀντί νά ὁδεύει, μέ τή Θέλησί του, ἐπί τῆς Ὁδοῦ τῆς ζωῆς,  ἀπό τό «κατ’εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἀκολουθεῖ τό δικό του δρόμο καί ὁδεύει πρός τήν ἀποκτήνωσιν, ὁδεύει πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.

Ἐπειδή ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, ὡς φιλόστοργος

Πατέρας, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4), μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί, ἀπό ἄπειρη, γιά τά πλάσματά Του Ἀγάπη, ὁ Υἱός καί Λόγος Αὐτοῦ, ὁ τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, ἐνσαρκώνεται ἡ Ἀγάπη, γίνεται, γιά χάρι μας, ὁδός ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», γίνεται ὑπήκοος εἰς τόν οὐράνιον Πατέρα, «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ», Τύπος καί ὑπογραμμός ἐν πᾶσιν, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον»(Φιλιπ. β΄ 5-11. Ἰωάν. γ΄16).


Ὁ Πανάγαθος, μᾶς δίδει εὐκαιρίαν, νά πιστέψουμε στό Χριστό καί, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά μιμηθοῦμε τόν Χριστόν. «Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον, καί νά ἐνδυθοῦμε τόν Νέον, τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. δ΄ 22-24) καί νά γίνουμε  θεοί κατά χάριν.



Ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς καί μᾶς ὁδηγεῖ, μέ τό ζωοποιό λόγο Του, πού εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς μας, ἴαμα, θεραπεία. Ἐνῷ, ὡς Παντοδύναμος, μπορεῖ νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά Τόν ἀκολουθήσουμε, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό Αὐτεξούσιον». Καί ἐπειδή ὡς Πανάγαθος θέλει τή σωτηρία μας, μᾶς καλεῖ κοντά Του. Μᾶς καλεῖ ὅμως νά Τόν ἀκολουθήσουμε, μέ τή θέλησί μας, χωρίς κανέναν ἀπολύτως ἐξαναγκασμό, «Ὅστις θέλει...»(Μάρκ. η΄ 34).
Μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά βροῦμε ἀνάπαυσιν κοντά Του καί θά μάθουμε ὅτι εἶναι πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί ὅτι ἡ ἕνωσις μαζί Του εἶναι χαρά καί ὑγεία ψυχική καί σωματική. Οἱ Ἐντολές Του εἶναι Ὁδηγίες ὑγείας, εἶναι Κανόνες Ὑγιεινῆς, καί ἡ τήρησις τῶν ὁποίων μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ἀρρώστιες καί διαφυλάσσει τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία. «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (παρβλ. Ματθ. ια΄28-30). Καί ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης τονίζει ἐπίσης ὅτι

«Αὕτη  ἐστίν ἡ ἀγάπη  τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν· καί αἱ Ἐντολαί αὐτοῦ  βαρεῖαι  οὐκ εἰσίν» (Α΄Ἰωάν. ε΄3). Δηλαδή, εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη, εἰς τό νά τηρῶμεν τάς ἐντολάς Του. Τή δική μας σωτηρία, τή δική μας ψυχική καί σωματική ὑγεία ζητεῖ, ὡς στοργικός Πατέρας ὁ Θεός, γι’ αὐτό καί οἱ Ἐντολές δέν εἶναι πιεστικές καί δυσβάστακτες. Μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ τήρησις  τῶν Ἐντολῶν ἀποβλέπει στή διαφύλαξι τῆς δικῆς μας ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγείας, στή σωτηρία μας.


Γιά νά  εἴμαστε, λοιπόν, ὑγιεῖς χρειάζεται ἐκτός ἀπό τή δεδομένη Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική μας Θέλησις.

Χωρίς τή θέλησί μας, δέν ἐπενεργεῖ ἡ Χάρις. «Οὑ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον». Εἷναι ἀνάγκη νά τηρήσουμε τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, τούς Κανόνες Ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγείας. Ἡ παράβασις τῶν Ἐντολῶν σημαίνει πολλῶν εἰδῶν Ψυχικῆς καί σωματικῆς παραλυσίας, Ὀδύνη, πόνο, Θάνατο. Γιά νά ἀποφύγουμε τήν κάθε εἴδους παραλυσίαν, ὀφείλουμε νά τηροῦμε τάς Ἐντολάς, τούς Κανόνες Ὑγιεινῆς καί συνεπῶς ὀφείλουμε νά μή ἁμαρτάνουμε.  Ὁ παραβάτης τῶν Ἐντολῶν ἁμαρτάνει. Διότι «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἀνομίαν ποιεῖ, καί ἡ ἁμαρτία ἐστίν ἡ ἀνομία» (Α΄Ἰωάν. γ΄4), μέ τρομερές συνέπειες. Ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23). Ὁ παραβάτης τῶν Κανόνων Ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγείας, ἀντιστρατεύεται στό Νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού διαφυλάσσει τήν ὑγεία μας, τή σωτηρία μας.

Εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας , μέ τή θέλησί μας, νά ὑποτάξουμε τό δικό μας θέλημα, στό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό Κακόν καί τήν Ἁμαρτία, πού σωρεύουν στήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν κάθε εἴδους ἀρρώστια. Πρέπει νά θελήσουμε νά γίνουμε ὑγιεῖς. Πρέπει νά θελήσουμε νά ἐπανακτήσουμε τήν ὑγεία μας. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Κύριος, πρίν θεραπεύσῃ τόν Παράλυτον τῆς Κολυμβήθρας, τόν ρώτησε: ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ; Θέλεις νά ξεριζώσεις μέσα ἀπό τήν ψυχή σου τήν αἰτία, πού σέ περιέφερε στήν παραλυσία;


Εἰς τό ἐρώτημα αὐτό διαβλέπουμε τόν ἀπόλυτον σεβασμόν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν μεγάλην εὐθύνην του, γιά τήν ἀντιμετώπισι ὅλων τῶν

προβλημάτων τῆς ζωῆς. Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποφύγῃ κάθε εἴδους προβληματική συμπεριφορά. Ἡ ἀθέτησις τῶν Ἐντολῶν δέν εἶναι θεωρία, εἶναι πρᾶξις, εἶναι τρόπος ζωῆς, μέ συνέπεια τήν παραλυσίαν καί τόν Θάνατον. Ὁμοίως καί ἡ ὑπακοή, ἡ τήρησις τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τρόπος ζωῆς, μέ συνέπεια τή χαρά, τήν ὑγεία καί τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, γιά τήν παροῦσαν καί τήν μέλλουσαν ζωήν. Ἠ ἐν Χριστῷ ζωή προϋποθέτει ΘΕΛΗΣΙ. Προϋποθέτει συνειδητή ὑποταγή τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος στό Παναγιον Θεῖον Θέλημα.

Ὁ Καρδιογνώστης γνώριζε ὅτι ὁ Παράλυτος τῆς Βηθεσδᾶ, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, παρέλυσε. Ἐγνώριζε καί τήν εἰλικρινῆ του μετάνοια, διότι χωρίς γογγισμό, μέ Πίστι στό Θεό καί ὑπομονή περιμένει ἐκεῖ κατάκοιτος, τριάντα ὀκτώ ἔτη  ( 38), στή στοά τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά, πού σημαίνει «οἶκος Ἐλέους, οἶκος Εὐσπλαγχνίας». Ἐλπίζει στή σωτηρία του. Ὁ Κύριος τόν θεραπεύει καί μέ τό ἐρώτημά του τόν καλεῖ νά ἀλλάξῃ τρόπον ζωῆς, νά θεραπεύσῃ τήν προβληματική του συμπεριφορά, νά θελήσῃ νά ἐπανακτήσῃ καί νά διαφυλλάττῃ,τήν ὑγεία του. Νά θελήσῃ νά τηρῇ ἐπακριβῶς τάς Ἐντολάς τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τούς Κανόνες Ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγιεινῆς. Νά θελήσῃ νά μή γυρίσῃ πίσω ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα (Β΄Πέτρ.β΄22).

Ὁ Κύριος, ὡς καρδιογνώστης,  τόν θεραπεύει καί  φεύγει, γίνεται ἄφαντος. Ἀργότερα τόν βρίσκει στόν Ναό καί τοῦ ἀποκαλύπτεται. Καί βραβεύει τήν εἰλικρινῆ του μετάνοια καί τοῦ συνιστᾶ νά τηρεῖ τάς Ἐντολάς, τούς Κανόνας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέ τή θέλησί του, γιά νά μή τοῦ συμβῇ τίποτε χειρότερο ἀπό τήν ἀσθένειαν, πού εἶχε: «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί  τι γένηται» (Ἰωάν. ε΄ 14).

Εἴθε ὁ σωτήριος αὐτός λόγος τοῦ Χριστοῦ νά  φέρει ὅλους μας σέ συναίσθησι καί νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί μας. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά συνειδητοποιήσουμε δέ ὅτι ἡ Χάρις δέν ἐπεμβαίνει στή ζωή μας, χωρίς τή θέλησί μας. Ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία μας. Ἀλλά χρειάζεται νά θέλουμε κι’ ἐμεῖς τή σωτηρία μας.


«Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»(Ἑβρ.ιγ΄8) μᾶς ἐρωτᾶ: ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ; Καί κρούει τήν θύραν καί ζητεῖ τή θέλησί μας, ζητεῖ τήν ἄδεια μας. Ζητεῖ μέ τή θέλησί μας, νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Ζητεῖ νά Τόν δεχθοῦμε  στήν ψυχή μας, νά γίνῃ ἡ ψυχή μας κατοικητήριον καί Θρόνος Θεοῦ. Εἴμαστε ἕτοιμοι; Ἀπό τή θέλησί μας ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Καί εἶναι καιρός νά ποῦμε τό Μεγάλο ΝΑΙ στό Θεό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι ζωῆς» καί νά Τόν δοξάζουμε, γιά τήν ἄφατη Θεϊκή Του συγκατάβασι. Σ'Αὐτόν ὀφείλουμε τή ζωή μας καί Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου