«ΟΥ ΒΙΑΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΙΝΑ
ΔΙΑ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ.
Ὁ
Πανάγαθος Θεός, διαπιστώνει ὅτι ξεφύγαμε ἀπό τό δρόμο τῆς ζωῆς
καί ὁλοταχῶς βαίνουμε πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Διαπιστώνει
ὅτι ὁλοένα καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος Ὕδατος, ἀποκρυνόμαστε ἀπό
κοντά Του, καί ὅτι ἔχουμε φθάσει στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι καί ὑποφέρουμε «ἐν γῇ ἐρήμῳ
καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ»(Ψαλμ.62,1). Διαπιστώνει
τήν ἀγωνία μας, τήν πεῖνα καί τή δίψα τῆς
ψυχῆς, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία νά ξεφύγουμε ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε
ἐμπαγῆ (Ψαλμ. 68,3) καί
ὅτι
«εἶναι
πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί
τό
ψωμί πού τρῶμε εἶναι ἄρτος Ὀδύνης».
Καί
ἐπειδή, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται, καί «πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ.
β΄4), μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του. Καί ἐνῶ, ὡς
Παντοδύναμος, δύναται καί πάντας ἠναγκασμένως πορεύεσθαι, οὐ βιάζεται δέ
τινα διά τό αὐτεξούσιον». Θέλει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς κανέναν
ἀπολύτως ἐξαναγκασμό, μέ τή δική μας θέλησι, νά ἐπιστρέψουμε κοντά
Του. Ἡ Πρόσκλησις εἶναι γενική. Ὁ Καθένας, ἄν θέλῃ, μπορεῖ νά ἐπιστρέψῃ
στήν Πατρική Ἑστία καί νά γευθῇ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Κάθε συνετός ἄνθρωπος,
διερωτᾶται· Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνουμε δεκτοί καί νά σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ
τόσο ἁμαρτωλοί; Ἀνεξιχνίαστες οἱ Βουλές τοῦ Θεοῦ.
Μέγα
τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Σου Θεέ μου! Ἄφατη εἶναι ἠ μακροθυμία Σου! Ἄπειρη ἡ
Εὐσπλαγχνία Σου, Κύριε, Δόξα Σοι! Παρήγορη εἶναι ἡ πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Ποιός
μπορεῖ νά μή θαυμάσῃ τό ἄπειρον Ἔλεος καί νά μή συγκινηθῇ μέ τήν Πρόσκλησι τῆς
ἄφατης μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ;
Ὁ
Πανάγαθος προγνωρίζει τήν Πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία, πού μᾶς ταλανίζει καί ὅμως
ἐπιμένει καί μᾶς προσκαλεῖ: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί
πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καί
ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός
μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ.
ια΄ 28-30). Καί ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης μᾶς βεβαιώνει
καί λέγει: «Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς Ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν· καί
αἱ Ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»(Α΄Ἰωάν.ε΄3).
Συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ. «Πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ὁ Ἱησοῦς «ὡς αὔρα λεπτή», ταπεινά καί ἀθόρυβα, μᾶς πλησιάζει καί μᾶς καλεῖ κοντά Του, ὁ Λυτρωτής. Εἶναι ὁ Μόνος, πού θέλει, ὡς Πανάγαθος καί μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Καί μᾶς καλεῖ νά λυτρωθοῦμε, μέ τή θέλησί μας, ἀπό τόν κακό μας ἑαυτό, ἀπό τον κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» καί ἀπό τόν Διάβολο.
Ἔρχεται
κοντά μας καί δέν ἐντρέπεται νά μᾶς ἀποκαλεῖ ἀδελφούς Του. Καί μᾶς βεβαιώνει
γιά τήν ἀδιάλειπτη, παντοδύναμον Προστασίαν Του. «Κρούει τήν Θύραν» καί
μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς πτώσεως καί τῆς ἀπομακρύνσεώς
μας ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἀπό τήν Πατρικήν Ἑστίαν, «κρούει τήν
Θύραν»: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν Θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς
φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν Θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ
καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).
Δέν
ἐξαναγκάζει, Προσκαλεῖ: «Δεῦτε πρός πάντες...», ἀλλά «Ἐάν τις ἀκούσῃ...»,«Ἐάν τις διψᾷ...»,
«Ὅστις θέλει...». Καλεῖται κάθε ἄνθρωπος νά θέσῃ σέ λειτουργία τά
θεῖα δῶρα τόν «νοῦν» καί τήν «ἐλευθερίαν». Καλεῖται νά διακρίνῃ
τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί νά διαλέξῃ, ὥστε νά εἶναι καί ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς
του. Ὁ Ἐξαναγκασμός δέν ἔχει καμμιά ἀξία. Στόν ἄνθρωπον καταλογίζεται τό κάθε τί πού
πράττει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς ἐξαναγκασμό. Ὁ Πανάγαθος Θεός θέλει τή
σωτηρία ὅλων μας, ἀλλά πρέπει κι’ ἐμεῖς νά θέλουμε. Γι’ αὐτό καί μᾶς ἐρωτᾶ, ἄν
θέλουμε τή σωτηρία μας, ἄν θέλουμε τήν ὑγεία μας: ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ;
Ὡς στοργικός ὅμως Πατέρας δέν παύει νά ΘΕΛΗι τή σωτηρία μας. Δέν παύει νά μᾶς καλεῖ καί νά μᾶς ὁρίζῃ καί τό Πῶς θά ἐπιυτύχουμε τήν ἐπιστροφή μας κοντά Του, ἀλλά καί Πῶς θά κατορθώσουμε νά μείνουμε ἑνωμένοι μαζί Του καί Πῶς θά ἀκολουθοῦμε τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ. Καί λέγει: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄34. Ματθ.ιστ΄24. Λουκ. θ΄23).
Κύριε καί Θεέ μου, ἄκουσε τή δέησί μου.
Ἄνοιξε
τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ, Κύριε,
γιά νά ξεπλύνῃς τίς ντροπές.
Καθάρισε
τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μας.
Σύ,
πού μᾶς ἔλουσες καί μᾶς ἐκαθάρισες
μέ
τό πανάγιον αἷμα Σου ἀπό τίς ἁμαρτίες
μας,
ὡς πῦρ καταναλίσκον, κάψε τά ἄχυρα
τῶν
ἔργων μας, φώτισε τά σκοτάδια μας.
Θεέ
μου, μή βραδύνῃς ! Ἔρχου ταχύ.
Στερέωσέ ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου
τή
σαλεμένη μας καρδιά καί ἀξίωσέ μας
νά
Σέ ἀκολουθοῦμε πιστά. Ἀξίωσέ μας ,
Κύριε
νά Σέ λατρεύουμε «ἐν Πνεύματι καί
ἀληθείᾳ»
καί ἀσιγήτως , νά Σέ ὑμνοῦμε καί
νά
Σέ δοξολογοῦμε, ἐν ἑνί στόματι καί
μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, σύν τῷ Πατρί
καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς
τούς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου