Καιρός να ξεχωρίσουμε
Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή,
ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν
ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ
Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν
οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 37-39).
Οἱ κραυγές τοῦ Κυρίου μας Ἱησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζουν τήν πεῖνα καί τή
δίψα, τή λαχτάρα τῆς ἁγίας Του ψυχῆς, γιά τή σωτηρία μας. Σαρκώθηκε ἡ ἄπειρη Ἀγάπη,
ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ τέλειος Θεός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο»,
«ἐκένωσεν ἑαυτόν», «ἔλαβε δούλου μορφήν», «ἐγένετο ὑπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ», «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα φθαρεῖσαν
τοῖς πάθεσιν» καί «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μη ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει
ζωήν αἰώνιον».
«Ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ», ὁ ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, για τά πλάσματά Του, ἔρχεται κοντά μας, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» καί «ἵσταται ἐπί τήν Θύραν ἑνός ἑκάστου ἡμῶν καί κρούει καί διακαῶς κράζει: «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Ὡς Παντοδύναμος, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει, ἀλλά ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μέ λαχτάρα μᾶς κράζει καί μᾶς καλεῖ κοντά Του ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς. Καί μᾶς βεβαιώνει:
«Ἐγώ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν»(Ἀποκ.
κα΄ 6).
«Καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ.
κβ΄17).
«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου
καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ και αὐτός
μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).
Αὐτό εἶναι τό μέγα τῆς Οἰκονομίας Μυστήριον τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας. Ξένον και παράδοξον, ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν μυστήριον, τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται, διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός και εἰς τούς αἰῶνας» ( Ἑβρ.ιγ΄8) ἔρχεται καί κρούει τήν Θύραν καί κράζει καί λέγει: Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω», καί «ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν».
Ἀπό τήν στιγμήν τῆς πτώσεως τοῦ πρωτοπλάστου ἕστηκεν ἐπί τήν θύραν κρούων. Μᾶς κυνηγάει ὁ Σωτήρ, μέ τό ἔλεός Του, γιά νά μᾶς σώσῃ. Κράζει καί βοᾶ και μᾶς καλεῖ κοντά Του: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω».
Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ὁ Προφήτης Ἡσαῒας βλέπει «ἐν πνεύματι», τόν Ἰησοῦν, πού μᾶς κράζει κοντά Του, καί βροντοφωνάζει σέ ὅλους μας καί λέγει: «Οἰ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ»(Ἡσ. 55,1) «καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου»(Ἡσ.12,3). Πηγή τῆς σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστός.
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι κωφεύουμε, δέν ἀκοῦμε τή φωνή τοῦ
Σωτῆρος, καί ὄχι μόνον δέν μετανοῦμε, ἀλλά συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας
καί ὁλοένα ἀπομακρνόμαστε ἀπό την Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί
Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί ἀπό τόν ἀπεσταλμένον Του στόν κόσμον, ἀπό τόν Κύριόν
μας Ἰησοῦν Χριστόν. Συνεχίζουμε νά προσκυνοῦμε τά Εἴδωλα. Συνεχίζουμε
νά λατρεύουμε τό Βόρβορο, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Συνεχίζουμε
τούς φόνους, καί τίς κλοπές καί γενικά τήν ἐγκληματική μας συμπεριφορά
καί χωρίς διάκρισι, χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, χωρίς νόημα, χωρίς
περιεχόμενο, χωρίς σκοπό, ὁδεύουμε ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας περιγράφει τήν
πικρία τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης, πού λέγει: «Δύο και πονηρά ἐποίησεν ὁ λαός μου· Ἐμέ
ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί ὤρυξαν
ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους,
οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν (λάκκους, στέρνες τρύπιες, πηγάδια, πού δέν
μποροῦν καθόλου νά συγκρατήσουν νερό»(Ἱερεμ. β΄ 13).
Καί, πραγματικά, αὐτή εἶναι πικρή ἀλήθεια. Δυστυχῶς, χωρίς
περίσκεψι, χωρίς διάκρισι, χωρίς αἰδώ, ἀλόγιστα, ἐπερίσκεπτα, ἐγκαταλείπουμε
τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, τόν Θεόν μας,
τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀθανασίας, τόν Θεόν τόν Ζῶντα καί λατρεύουμε
τό Βόρβορο, τά Εἴδωλα, καί τρέχουμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας μέ τά
«ξυλοκέρατα τῆς ἀπιστίας», καί νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια»
τῆς ἀποστασίας.
Διά τῆς Παρακοῆς, χάσαμε τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Δέν ξεχωρίζουμε τό Φῶς, ἀπ’ τό
σκοτάδι, τή ζωή, ἀπ’ τό Θάνατο, τά πρόσκαιρα, τά προσωρινά, ἀπό τά αἰώνια, τά
φθαρτά, ἀπό τά ἄφθαρτα, τά ἐπίγεια , ἀπό τά ἐπουράνια. Καί, «δέσμιοι τῆς γῆς» (Θρ.Ἱερεμ.3,34), «Δέσμιοι
σκότους καί μακρᾶς πεδῆται νυκτός» (Σοφ.Σολ.17,2), παραμένουμε ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν βυθοῦ».
«Θησαυρίζουμε, γιά τόν ἑαυτό μας, θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι. Καί δέν θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, και ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν»(Ματθ. στ΄19-20).
Δυστυχῶς, ἡ ἀγχώδης βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι
περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτό μας στή γῆ, καταλύει καί διαλύει ὁλότελα τήν προσωπικότητά μας. Δέν
ξεχωρίζουμε τἄχυρα, ἀπό το σιτάρι. Δέν κατανοοῦμε τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων
πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Εἴμαστε κωφοί καί τυφλοί. Μᾶς
τυφλώνει ὁ Ἐγωϊσμός καί ἡ Πλεονεξία, πού εἶναι Εἰδωλολατρία. Δέν βέπουμε, δέν
κατανοοῦμε ὅτι ὅλα τά ὑλικά ἀποκτήματα, ὅλα τά γήϊνα, εἶναι «σκιᾶς
ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα»;
Γιατί, ἐνῶ καθημερινά ἀντιμετωπίζουμε τή χειροπιαστή πραγματικότητα, δέν κατανοοῦμε ὅτι εἶναι
«πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα» καί ὅτι «μία ῥοπή και ταῦτα πάντα
θάνατος διαδέχεται»;
Δυστυχῶς, ἡ ἀνθρώπινη μωρία
οὔτε βλέπει οὔτε ἀκούει οὔτε αἰσθάνεται. Ἡ ἀπιστία ἀνοίγει τήν καρδιά μας στό
Πάθος τῆς πλεονεξίας καί στήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα. Μᾶς βυθίζει στή
λάσπη, στό βόρβορο, καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Μολονότι εἶναι
ὁλοφάνερη ἡ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων, παρόλα αὐτά,μᾶς κυριεύει τό ἀνικανοποίητο, τό ἀχόρταγο τό Πάθος, ἡ ἀκόρεστη ἡ δίψα, γιά τήν ἀπόκτησι
περισσοτέρων, τοῦ ὡρισμένου, ἀγαθῶν, πού δέν σβύνει ποτέ. Εἴμαστε ἀξιοκατάκριτοι.
Βασανίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τούς συνανθρώπους μας, γιατί δέν ξεχωρίζουμε τἄχυρα, ἀπ’ τό σιτάρι, γιατί δέν ξεχωρίζουμε τό Φῶς ἀπ’ τό σκοτάδι.
Συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ. Ἔρχεται κοντά μας καί δέν ἐντρέπεται νά μᾶς ἀποκαλεῖ
ἀδελφούς Του. Ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει καί κράζει και βοᾶ:
«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί
πινέτω».
Μᾶς βοηθεῖ «νά ξεχωρίσουμε τἄχυρ’ ἀπ’ τό σιτάρι» καί κράζει:
«Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν.
Ὅποιος πίνει ἀπό αὐτό τό φυσικό νερό, θά διψάσῃ καί πάλιν. Ὅλα τά ἀνθρώπινα, πλούτη, ἀξιώματα, δόξες, ἐξουσίες κλπ. ὅλα τά ἐπίγεια, ὅλα τά ἐπιτεύγματά μας, δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν την ψυχή μας. Ὅλα εἶναι σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Δεν μᾶς συνοδεύουν εἰς τήν πέραν τοῦ τάφου ζωήν. Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε , ὅτι «ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν δ΄ 37). Τό Ὕδωρ τό ζῶν, πού χορηγεῖ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Χάρις καί ἡ δωρεά τοῦ παναγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἑνώνει μέ τό Θεό καί μεταξύ μας.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δε εἶπεν περί τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 38-39).Καί ὁ Πιστός, ὁ ὁποῖος δέχεται στήν ψυχή τό ζωντανό, τό τρεχούμενο αὐτό νερό, τό ζῶν ὕδωρ, γίνεται μέσα του πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πηγή, πού ἀναβλύζει καί ποτίζεται ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ὅλοι, ὅσοι ἔρχονται σέ σχέσι μέ αὐτόν. Οἱ Πιστοί στό Χριστό, δηλαδή, λαμβάνοντας τό ὕδωρ τό ζῶν, τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι πλήρεις. Καί ὡς δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, πεφυτευμένα παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, τῶν πνευματικῶν, ἀποδίδουν, στόν κατάλληλο καιρό, τούς καρπούς αὐτῶν, τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23). Διά τῆς Πίστεως ἐναποθέτουμε τήν ψυχή μας καί τήν ὕπαρξί μας στό Χριστό καί ἡ Χάρις τοῦ ζῶντος ὕδατος, πλημμυρίζει στήν ψυχή μας, ὥστε νά ξεχωρίζουμε τἄχυρα ἀπό τό σιτάρι, να ξεχωρίζουμε τά ἐπίγεια ἀπό τά ἐπουράνια, καί παύουμε αὐτομάτως νά θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς. Καί θησαυρίζουμε μόνον θησαυρούς ἐν οὐρανῷ. Και ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά μας(Ματθ. στ΄21). Και ἡ καρδιά μας εἶναι ψηλά, στον οὐρανό, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη Καλωσύνη. Εἶναι δέ σίγουρο, ὅπως λέει ὁ Ποιητής, ὅτι, «Μονάχα ἡ Καλωσύνη, ὅλα στον κόσμο χάνονται, μόνη ἀπομένει Ἐκείνη». Διότι «Καλωσύνη», ΑΓΑΠΗ εἶναι ὁ Θεός. Καί ὁ Θεός μένει εἰς τόν αἰῶνα.
Εἶναι καιρός νά ξεχωρίσουμε τά ἄχυρα ἀπό τό σιτάρι. Εἶναι καιρός νά ἀφήσουμε τούς ψεύτικους θεούς, τά Εἴδωλα, καί νά ἐπιστρέψουμε, συνειδητά, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, στήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, στήν Πατρική Ἑστία, κοντά στόν ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί κοντά στόν ἀπεσταλμένον Του στόν κόσμο, κοντά στόν Ποσωπικό μας Σωτῆρα, στόν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Εἷναι καιρός νά ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ Χριστοῦ, πού κρούει τή Θύρα, κράζει καί μᾶς καλεῖ να λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν δωρεάν. Εἶναι καιρός να ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ Κυρίου μας, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἀφήσουμε τίς ματαιότητες τοῦ κόσμου, καί νά ἐγκολπωθοῦμε το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι», στην καθημερινή μας ζωή, γιά νά νοιώσουμε σιγουριά καί ἀσφάλεια, νά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας καί νά βλέπουμε τό Θεό καί τά εἰκονίσματά Του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς βοηθεῖ νά
ξεχωρίσουμε τά ἄχυρα ἀπό το σιτάρι καί μᾶς τονίζει ὅτι ἀληθινός πλοῦτος εἶναι
ἡ εὐσέβεια καὶ λέγει:
«Ἔστι δέ πορισμός μέγας ἡ εὐσέβεια μετά αὐταρκείας. Οὐδέν γάρ εἰσενέγκαμεν
εἰς τον κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδέν ἐξενεγκεῖν τί
δυνάμεθα· ἔχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. Οἱ
δέ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί εἰς ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες
βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν. Ρίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν
ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπό τῆς πίστεως καί ἑαυτούς
περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς»(Α΄ Τιμόθ.
στ΄6-10). Κάρφωσαν
τόν ἑαυτόν τους μέ βάσανα πολλά.
Εἶναι, λοιπόν, καιρός να ξεχωρίσουμε τἄχυρα ἀπό το σιτάρι. Να ξεχωρίσουμε το «φρόνιμα τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ζωή και εἰρήνη, ἀπό το φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν, καί φέρει στην ψυχή καί τή ζωή μας τό θανατο» (Ρωμ. η΄6-7) καί «νά σταυρώσουμε τά σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»(Γαλάτ.ε΄24), ὥστε νά λάβουμε ἀπό τό Χριστό «τό ζῶν ὕδωρ», τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως Χριστός, νά ἀγαπᾶμε καί νά παραδίδουμε τόν ἑαυτόν μας, γιά τούς ἄλλους, προσφοράν καί θυσίαν στό Θεό, εἰς ὀσμήν εὐωδίας(Ἐφεσ. ε΄ 1-2). Νά ξεχωρίσουμε τήν Ἀδικία ἀπό τη Δικαιοσύνη καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ΜΑΚΑΡΙΟΙ, εἶναι οἱ πεινῶντες καί οἱ διψῶντες τήν δικαιοσύνη, διότι αὐτοί θά χορτάσουν τήν τελειότητα, διότι αὐτοί θά ἀξιωθοῦν νά λάβουν τό ὕδωρ τό ζῶν δωρεάν. Ὅλοι οἱ πιστοί στό Χριστό δέχονται τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι Μακάριοι καί ὡς Πνευματοφόροι εἰσέρχονται ἀπό τώρα εἰς την Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός ὁ Θεός μου, πρός Σέ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ Σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς Σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ»(Ψαλμ. 62,2). Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός Σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός Σέ, τόν Θεόν τόν Ἰσχυρόν, τόν Ζῶντα(πρβλ. Ψαλμ.41,2-3)· ζῶ μέ τή λαχτάρα νά βρεθῶ κοντά Σου, Χριστέ μου! «Πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» Καταφεύγω, Πανάγιε, στόν ἅγιον οἶκο Σου καί Σέ ἱκετεύω, δῶσε καί σέ μᾶς, τούς ἀναξίους δούλους Σου, τοῦτο τό ζῶν ὕδωρ, ὥστε νά μή διψᾶμε πιά. Ἀξίωσέ μας, να ἐπιστρέψουμε κοντά Σου, Κύριε. Σύ εἶσαι ἡ πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος. Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας και ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, το Φρούριόν μας, το μόνον ἀσφαλές καταφύγιον.
Κύριε, δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Θεόν ἐκτός ἀπό Σένα. Κύριέ μου, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις. Κι’ ἐμεῖς πιστεύουμε και γνωρίζουμε καλά, ἔχουμε προσωπική, δική μας πεῖρα ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(Ἰωάν. στ΄68-69). Πεῖνα και δίψα μας, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας εἶναι νά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν και νά μένουμε ἑνωμένοι μαζί Σου. Κύριε, λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας… Χωρίς Ἐσένα εἴμαστε ἕνα «Τίποτε». Ὡς καρδιογνώστης γνωρίζεις ὅτι σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά και ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. «Ἁμαρτίας νεότητος ἡμῶν, και ἀγνοίας μή μνησθῇς, καί ἐκ τῶν κρυφίων ἡμῶν καθάρισον ἡμᾶς…Μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς…Μή ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς, πρίν ἐπιστρέψουμε στή γῆ, ἀξίωσέ μας νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου και να μένουμε ἑνωμένοι μαζί Σου. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μας. Ἐλέησέ μας, ὄχι γιατί το ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου. Ἔλεος Σοῦ ζητῶ , Κύριε. Μή βραδύνῃς. Ἔρχου ταχύ. «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν , ὡς Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος καί Ἐλεήμων Θεός». Ἀξίωσον δέ πάντας ἡμᾶς νά σέ λατρεύωμεν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» , νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά Σέ εὐλογοῦμεν, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε και εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
«Τό πανάγιον Πνεῦμα, τό προϊόν ἐκ τοῦ Πατρός, καί δι’ Υἱοῦ ἐνδημῆσαν, τοῖς ἀγραμμάτοις Μαθηταῖς, τούς Σέ Θεόν ἐπιγνόντας, σῶσον, ἁγίασον πάντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου