Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

«ΕΑΝ ΑΦΗΤΕ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΤΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΑΥΤΩΝ,

ΑΦΗΣΕΙ ΚΑΙ ΗΜΙΝ Ο ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ» (Ματθ. στ΄14).

 

Ἔχουμε πεῖ ὅτι «κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι καθαρός ἀπό ῥύπου, ἔστω και ἄν ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς του εἶναι μία ἡμέρα ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ ιδ΄4-5). Οὐδείς ἐπί γῆς ἀναμάρτητος. Ἀναμάρτητος εἶναι  μόνον «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ»(Ἰωάν. γ΄13). «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, φέρουμε ἔμφυτη τη Ροπή πρός τήν ἁμαρτία(Concupiscentia). Σήμερα σφάλλει ὁ ἕνας, αὔριο ὁ  ἄλλος, ἄλλη εἶναι ἠ ἀδυναμία τοῦ ἑνός καί ἄλλη τοῦ ἄλλου. Ὅλοι εἴμαστε ἀδύναμοι, ἀπρόσεκτοι, ἀστόχαστοι, ἐλεεινοί, πτωχοί, γυμνοί τῆς Χάριτος, κωφοί, τυφλοί καί ὑπόδικοι στή Θεία Δικαιοσύνη. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη καί ζητοῦμε το ἜΛΕΟΣ τοῦ Θεοῦ. Ζητοῦμε τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀπό τον Ἐλεήμονα Θεόν. Ὅλοι φταῖμε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, δέν πρέπει νά κρίνουμε καί νά κατακρίνουμε κανέναν. Ἀντίθετα ὀφείλουμε νά εἴμαστε  ἐπιεικεῖς,  ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, καί νά συγχωροῦμε ὁ ἕνας τον ἄλλον. Ὁ Παῦλος λέγει: «Τό ἐπιεικές ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσι ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ΄5).Καί «δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μη πέσῃ»(Α΄ Κορινθ. ι΄ 12). Ὀφείλουμε νά ἀγκαλιάζουμε ὁ ἕνας τον ἄλλον, με ἁγνή και ἀνυπόκριτη Ἀγάπη. Να ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τον ἄλλον, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε, μέχρι Σταυροῦ καί Θανάτου. Ὅταν ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, ὅταν ἐγκολπωθοῦμε τό Εὑαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί τό κάνουμε «πρᾶξι», στην καθημερινή μας ζωή, τότε δέν θά ἀφήνουμε νά μᾶς κυριεύει ἡ μνησικακία, πού εἶναι ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἀλλά θά συγχωροῦμε τά κακά, πού μᾶς κάνουν οἱ συναθρωποί μας, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα, γιατί καί μεῖς  θέλουμε νά μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι τά δικά μας σφάλματα, τίς δικές μας ἀμαρτίες. Και καθημερινά παρακαλοῦμε τό Θεό στήν Προσευχή μας νά συγχωρῇ τίς ἁμαρτίες μας ὅπως ἐμεῖς συγχωροῦμε τίς  ἁμαρτίες καί τά ὀφειλήματα τῶν ἄλλων. Λέμε: «Ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»(Ματθ. στ΄ 12).

Ὁ Κύριος μᾶς ὑποδεικνύει ὁποία πρέπει νἆναι ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι τῶν ἄλλων και τονίζει ὅτι ἀνάλογα μέ τή δική μας συμπεριφορά, θα κριθοῦμε:

«Ἐάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος. Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὐμῶν  ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν»(Ματθ. στ΄14-15). Αὐτός εἶναι ὁ Κανών τῆς Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Παράβαλε καί τόν Χρυσοῦν Κανόνα τῆς ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀσκητικῆς: 

«Πάντα ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, 

οὕτω καί ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς »(Ματθ. ζ΄12).



Ὁ Πανάγαθος καί Ἐλεήμων μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε τόν Κανόνα τῆς ἐν Δικαιοσύνῃ Ἀγάπης Του, διά τῆς Παραβολῆς τῶν μυρίων ταλάντων(Ματθ. ιη΄23-35). Μᾶς διδάσκει τό καθῆκον τῆς συγγνώμης καί διά τῆς παραβολῆς τοῦ ἀγνώμονος δούλου, μᾶς ὑποδυκνύει τό Χρέος νά συγχωροῦμε τούς συναθρώπους μας, ὅπως ὁ Θεός συγχωρεῖ τίς δικές μας ἁμαρτίες. Γιά τό· πόσες φορές να συγχωροῦμε τούς ἀδελφούς γιά τά λάθη τους, ρώτησε τόν Κύριο ὁ Πέτρος και τοῦ εἶπε: «Κύριε, πόσες να συγχωρήσω τον ἀδελφόν μου, ἐάν ἐξακολουθῇ να μοῦ κάνῃ κακόν; Ἕως ἑπτά φορές; Λέγει σ’ αὐτόν ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, «Δέν σοῦ λέγω ἕως ἑπτά φορές, ἀλλά ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. ιη΄ 21-22).



Δηλαδή ἄπειρες φορές. Ὅπως ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ και μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του καί μᾶς συγχωρεῖ ὅταν ἐπιστρέφουμε κοντά Του, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά συγχωροῦμε τούς συνανθρώπους μας,  μέ τήν καρδιά μας, ὥστε κι’ ἐμεῖς νά συγχωρηθοῦμε ἀπό τον Θεόν. Μέ τήν παραβολή τῶν μυρίων ταλάντων, ἐπικυρώνει το λόγο τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅτι δηλαδή, θἆναι ἀνελέητη, χωρίς ἔλεος, ἡ κρίσις, σ’αὐτόν πού δέν ἔδειξε εὐσπλαγχία, ἔλεος καί ἐπιείκειαν, πού ὑπῆρξεν ἄσπλαγχνος, εἰς τούς ἀδελφούς: «Ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος»(Ἰακ.β΄13).

«Διά τοῦτο ὡμοιώθη ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, με ἕνα Βασιλέα, πού θέλησε νά λογαριασθῇ με τούς δούλους Του. Ὅταν δέ ἄρχισε νά λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν πού χρωστοῦσε μύρια τάλαντα, δέκα χιλιάδες τάλαντα, εἶχε ἕνα τεράστιον χρέος, πού ἦταν ἀδύνατον νά τό ἐξοφλήσῃ. Ἐπειδή αὐτός δέν εἶχε νά τό πληρώσῃ, διέταξε ὁ κύριός του νά πωληθῇ αὐτός καί ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά του και ὅλα, ὅσα εἶχε καί νά ἐπιστραφοῦν τά ὀφειλόμενα. Τότε ἔπεσε ὁ δοῦλος στά πόδια του κυρίου του, «κύριε, κάνε ὑπομονή καί ὅλα θα σου τά ἐπιστρέψω».

Μολονότι ὁ Κύριος τοῦ δούλου γνώριζε,   ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά ἐπιστρέψη ἕνα τόσο μεγάλο χρέος, τόν εὐσπλαγχνίσθηκε, τόν ἄφησε ἐλεύθερον και τοῦ χάρισε το Χρέος. Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπό τούς συνδούλους του, πού τοῦ χρωστοῦσε ἑκατό δηνάρια, ἕνα ἀσήμαντο ,μηδαμινό χρέος. Και τον ἔπιασε ἀπό το λαιμό, τόν ἔπνιγε καί τοῦ ἔλεγε, «δός μου ὅσα μοῦ χρωστᾶς». Ὁ δέ σύνδουλός του ἔπεσε στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε λέγων, «Κάνε ὑπομονή και θα σοῦ τά ἐπιστρέψω». Αὐτός ὅμως ὁ ἀχάριστος, ὁ κακός καί διεστραμμένος δοῦλος, δέν ἤθελε, δέν ἔδειξε ἔλεος, ἀλλ’ ἐπῆγε καί τόν ἔβαλε στη φυλακή ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃ τά ὀφειλόμενα.

Ὅταν ὅμως οἱ σύνδουλοί του εἶδαν  ὅ,τι συνέβη, ἐλυπήθηκαν πάρα πολύ, ἀπό τη σκληρότητα και ἀσπλαγχνία τοῦ πονηροῦ αὐτοῦ δούλου, ἦλθαν ἀμέσως καί ἐξήγησαν στόν Κύριον τους ὅλα ὅσα εἶχαν συμβῆ. Τότε ὁ Κύριος ἐκάλεσε τόν ἀχάριστο καί ἄσπλαγχνο δοῦλο και τοῦ λέγει: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τήν ὀφειλήν ἐκείνην ἀφῆκα σοι, ἐπεί παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καί σέ ἐλεῆσαι τον σύνδουλόν σου, ὡς καί ἐγώ σέ ἠλέησα;» (Ματθ. ιη΄ 32-33).



Πονηρέ καί ἀχάριστε δοῦλε, σοῦ χάρισα ὅλο ἐκεῖνο τό τεράστιο χρέος, διότι με παρεκάλεσες. Δεν ἔπρεπε καί σύ νά ἐλεήσῃς τον σύνδουλό σου, ὅπως καί ἐγώ σέ ἐλέησα; Καί ὠργισμένος ὁ Κύριος τόν παρέδωκε εἰς τούς βασανιστάς, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃ τό χρέος. Ἔτσι καί ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θα κάμῃ σέ ὅλους ἐσᾶς, ἐάν ὁ καθένας ἀπό σᾶς δέν συγχωρήσῃ τόν ἀδελφόν του, ὄχι μόνο μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά του.

Καθημερινά ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουμε στή ζωή, χάρις στή Μακροθυμία καί χάρις στό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Κύριος ζητεῖ ἀπό ὅλους μας νά ἔχουμε ἔλεος, γιά νά λάβουμε ἔλεος. Ζητεῖ να κυβερνήσῃ τή ζωή μας ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος. Μόνον ἔτσι θα βασιλεύσῃ στήν καρδιά μας ὁ Χριστός, πού εἶναι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Μόνον τότε θά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς καί θά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας.


«Πηγαίνετε δέ νά μάθετε, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού εἶπε ὁ προφήτης Ὡσηέ· Θέλω ἔλεος καί συμπάθειαν καί ὄχι ἐξωτερική θυσίαν, πού δέν ἔχει περιεχόμενο τό ἔλεος, τήν εὐσπλαγχνίαν. Διότι δέν ἦλθα νά καλέσω ἐκείνους, πού νομίζουν πώς εἶναι δίκαιοι, ἀλλά ἦλθα νά καλέσω τούς ἁμαρτωλούς, διά νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν»(Ματθ. θ΄ 13).

 Τότε καί μόνον τότε θα ἀξιωθοῦμε νά εὑρεθοῦμε «ἐπί το αὐτό» καί «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδία» νά ὑμνοῦμεν τόν Τριαδικόν Θεόν, τήν Πηγήν τοῦ Ἑλέους καί τῶν Οἰκτιρμῶν, «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ», καί νά Τόν δοξολογοῦμεν, μέ ἔργα ἐλέους καί οἰκτιρμῶν, διότι Σ’Αὐτόν καί μόνον Σ’Αὐτόν, τόν Πολυέλεον, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

1


 

 

 

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ



ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ:

«ΕΚΕΙΝΟΝ, ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΔΕΙ ΑΥΞΑΝΕΙΝ, EME ΔΕ ΕΛΑΤΤΟΥΣΘΑΙ».

 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, μέ τήν ἀσκητική του ζωή, μέ τόν ἐλεγκτικόν του λόγον, μέ τή ζωντανή Μαρτυρία του, γιά τό Χριστό, καί μέ τόν μαρτυρικόν του θάνατο, γιά τήν Ἀλήθεια, πραγματικά μᾶς συγκλονίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ σέ περισυλλογή καί ἐνσυνείδητο αὐτοέλεγχον καί μᾶς βοηθεῖ νά γνωρίσουμε καλά τόν ἑαυτόν μας καί νά βάλουμε «ἀρχήν» στήν πνευματική μας ζωή. Πραγματικά προετοιμάζει την καρδιές μας, νά ὑποδεχθοῦμε τόν Χριστόν, τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν προσωπικό μας Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου.

Ἔρχεται, πρίν ἀπό τόν Κύριο, «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιοῦ», μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμι τοῦ Ἠλία, ζῆ καί ἐργάζεται, «ὥστε να ἐπιστρέψουν οἱ καρδιές τῶν γονέων, νά σφίξῃ στενότερα τούς οἰκογενειακούς δεσμούς καί νά βοηθήσῃ τούς ἀπειθεῖς νά ἀποκτήσουν τό φρόνημα τῶν δικαίων, και ἔτσι να ἑτοιμάσῃ εἰς τον Κύριον λαόν θρησκευτικῶς καί ἠθικῶς προπαρασκευασμένον, γιά νά ὑποδεχθῇ καί νά ἐγκολπωθῇ Αὐτόν ὡς Σωτῆρα» (Λουκ. α΄17).

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔγινε ἡ ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ  ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἔχει προφητευθῆ ὀ ἐρχομός τοῦ Ἰωάννου τοῦ προδρόμου καί εἶναι γραμμένο εἰς τούς προφῆτες. «Ἰδού», λέγει, ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, διά τοῦ Προφήτου Μαλαχίου, εἰς τόν Μεσσίαν· Ἐγώ ἀποστέλλω τον ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους αὐτοῦ» (Μάρκ. α΄1-3).

Ὁ Ἰωάννης σώθηκε, διά θαύματος, ἀπό τή σφαγή τοῦ Ἠρώδου. Ἡ Ἐλισάβετ πῆρε το παιδί στήν ἔρημο. Λέγεται δε ὅτι, ὅταν πέρασαν ἀπό κοντά τους οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἠρώδου, ἄνοιξε ἕνας βράχος καί κρύφθηκαν ἐκεῖ και σώθηκε. Ἀνετράφη καί ἐτράφη, μέ τόν ἄρτον τοῦ Θεοῦ. Ἀφοσιώθηκε στό Θεό Ἐζοῦσε στήν ἔρημο, μέ προσευχή καί νηστεία και τον κατάλληλο καιρό ἄρχισε νά βαπτίζῃ στήν ἔρημο καί νά κηρύττῃ βάπτισμα Μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ἐρχότανε πολλοί και βαπτίζοντα ὅλοι ἀπό αὐτόν εἰς τόν Ἰορδάνη ποταμόν, ἀφοῦ ἐξομολογοῦντο τάς ἁμαρτίας αὐτῶν.



Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν λιτή, ἁπλῆ, ἀπέριττη: Φοροῦσε ἔνδυμα ἀπό τρίχες καμήλου καί μιά δερμάτινη ζώνη, γύρω ἀπό τή μέση του. Καί ἡ τροφή του ἀκόμη πιό λιτή: Ἔτρωγε ἀκρίδες καί μέλι ἄγριο.

  λιτότητα καί ἡ ἀσκητική ζωή τοῦ Ἁγίου εἶναι καταπέλτης ἐναντίον  τῆς ἐγκληματικῆς χλιδῆς, τῆς παθολογικῆς πολυτέλειας καί τῆς ἀνοήτου τρυφηλότητος καί μαλθακότητος τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας. Ὁ  Πρόδρομος μᾶς καλεῖ να μιμηθοῦμε την ἁπλῆ, λιτή και ἀπεριττη ζωή του. Μᾶς καλεῖ νά ἐνοήσουμε «τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων και τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Να καθαρίσουμε τή λάσπη ἀπ’την ψυχή μας καί νά ἀγαπήσουμε τό Θεό καί τούς συνανθρώπους μας.  Να ὑποδεχθοῦμε καί νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Ἐρχόμενον Μεσσίαν, τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν Χριστόν, «τήν προσδοκίαν τῶν Ἐθνῶν».

Ὁ Ἰωάννης κηρύττει καί λέγει: Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμί ἱκανός κύψας λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγώ μέν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτός δέ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (Μάρκ. α΄ 4-8).

Ὁ Ἰωάννης ἀξιώθηκε καί βάπτισε τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν και Λόγον τοῦ Θεοῦ  καί  «μαρτυρεῖ περί αὐτοῦ καί κράζει λέγων· Οὗτος ἦν ὅν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν…» (Ἰωάν. α΄ 15).

Τονίζει δέ σέ ὅλους, με ἄκρα ταπείνωσι, ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας ἁπλός ὑπηρέτης, ὅτι δεν εἶναι αὐτός ὁ Χριστός, ἀλλά αὐτός εἶναι «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ὅπως εἶπεν ὁ Προφήτης Ἡσαῒας(Ἡσ. μ΄3-4).

«Ὁ ὀπίσω μου Ἐρχόμενος, ὅς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγώ οὐκ εἰμί ἄξιος, ἵνα λύσω αὐτοῦ τόν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος»(Ἰωάν. α΄ 27), Αὐτός εἶναι ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Μοναδικός Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι «ὁ Ἀμνός τοῦ  Θεοῦ ὁ αἴρων την ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰωάν. α΄ 29 ἑξ.). «Κἀγώ ἑώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι οὖτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. α΄34).

Ὁ Ἰωάννης συνεχίζει να προετοιμάζει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων νά δεχθοῦν τόν Χριστόν και καλεῖ  εἰς μετάνοιαν καί  ἐλέγχει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐλέγχει καί τούς βασιλεῖς, καί τόν Ἠρώδη, λέγοντας ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχῃ την γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του(Ματθ.ιδ΄4-5. Μάρκ. στ΄ 18).Γι’αὐτό καί ὁ Ἰωάννης φυλακίζεται καί στό τέλος ἀποκεφαλίζεται. ἀλλά «καί ἐπί πίνακι» κραυγάζει: «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Στό Δεσμωτήριο ἄκουσε τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί θέλοντας να στηρίξῃ τούς δικούς του Μαθητάς εἰς τήν Πίστιν πρός τόν ΧΡΙΣΤΟΝ, ἔστειλε δύο ἀπό αὐτούς, να ρωτήσουν τόν Κύριον καί τοῦ εἶπε: «Σύ  εἶσαι ὁ  Ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;» Σύ εἶσαι ὁ Ἐρχόμενος Μεσσίας ἤ πρέπει νά περιμένουμε ἄλλον;(Ματθ. ια΄2-3).

Ὁ Χριστός, ὡς Καρδιογνώστης, ἐγνώριζε ὅτι ὁ Ἰωάννης  ἔστειλε τούς κλονισμένους εἰς τήν Πίστιν Μαθητάς, γιά νά στηριχθοῦν, μέ  τήν ἀπάντησίν Του, και τούς εἶπε: «πορευθέντες ἀπαγγείλατε τῷ Ἰωάννῃ ἅ ἀκούετε και βλέπετε (ὅτι δηλαδή πραγματοποιεῖται ἐπακριβῶς ὅ, τι προεφήτεψε ὁ Ἡσαῒας(Ἡσ.λε΄5,6), γιά τή δρᾶσι τοῦ Μεσσίου), δηλαδή: Τυφλοί ἀναβλέπουσι και χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται και πτωχοί εὐαγγελίζονται· και μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί»(Ματθ.ια΄2-6).

Ὅταν πάλιν οἱ Μαθηταί τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀνέφεραν   ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν στό Χριστό καί βαπτίζονται, ὁ Ἰωάννης  ἀποκρίθηκε καί εἶπε: «Οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν, ἐάν μή ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Σᾶς ἔχω πῇ ὅτι ἐγώ δεν εἶμαι ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ ἀπεσταλμένος ἔμπροσθεν Ἐκείνου. Αὐτός εἶναι ὀ Νυμφίος καί ἐγώ φίλος του καί χαίρομαι, πού ὅλοι πηγαίνουν Σ’ Αὐτόν, και αὐτοί θά ἀποτελέσουν τήν νύμφην Του, τήν Ἐκκλησίαν Του. ΕΚΕΙΝΟΝ, (ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΜΕΣΣΙΑΝ) ΔΕΙ  ΑΥΞΑΝΕΙΝ  ΑΥΞΑΝΕΙΝ, ΕΜΕ  ΔΕ ΕΛΑΤΤΟΥΣΘΑΙ» (Ἰωάν.γ΄27 ἑξ.). Αὐτή εἶναι ἡ Ἀρχή, τήν ὁποίαν ὀφείλει να ἀποκτήσῃ κάθε πιστός κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀγάπης. «Ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον… Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορινθ. α΄ 23-24). Τό κήρυγμά μας εἶναι Χριστοκεντρικό. Καί τό Χριστοκεντρικό κήρυγμα  πρέπει νά τό  διέπῃ ἡ Ἀρχή πού μᾶς ὑπαγορεύει ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Δηλαδή «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι».

Ὁ ἀσκητικός του βίος, τά ἐλεγκτικό του κήρυγμα, ἡ ἀφοσίωσίς του στο Χριστό, ἡ μαρτυρία του και ἡ χάριν τῆς Ἀληθείας Θυσία του εἶναι φῶς, πού ἔρχεται νά διαλύσῃ τά σκοτάδια τῆς σκοταδιστικῆς, τῆς Σατανοκρατούμενης ἐποχῆς μας. Πολλά μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος. Καί ἔχει μεγάλη παρρησία πρός τον Κύριον. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: Ἡ δική μας  παρρησία  εἶναι ἀνάξια λόγου, μπροστά στην Παρρησία τοῦ Προδρόμου. Ἐάν παρουσιασθῆ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, μπροστά στόν Κύριον «κρατῶν ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν αὐτοῦ» καί παρακαλέσῃ, γιά μᾶς σίγουρα ὁ Κύριος τῆς Δόξης, θά τόν ἀκούσῃ. Ἀλλά  τί προσπαθῶ να ἐγκωμιάσω τόν τίμιον Πρόδρομον; Ποιός θά τολμήσῃ, ἀλλά καί ποιός εἶναι ἱκανός νά τόν ἐγκωμιάσῃ; Τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν ἐγκωμιάζει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅταν πῆραν την ἀπάντησιν οἱ ἀπεσταλμένοι δύο Μαθητές τοῦ Ἰωάννου καί ἀνεχώρησαν, τότε ὁ Ἰησοῦς περιγράφει στά πλήθη τοῦ Λαοῦ τό μεγαλεῖον Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἑγκωμιάζει τον Πρόδρομόν Του ὁ Κύριος και λέγει:

« Τί ἐξήλθετε εἰς τήν ἔρημον θεάσασθε; Κάλαμον ὑπό ἀνέμου σαλευόμενον; Ἀλλά τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; Ἰδού οἱ τά μαλακά  φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. Ἀλλά τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; Προφήτην; Ναί λέγω ὑμῖν, καί περισσότερον Προφήτου. Οὗτος γάρ ἐστι περί οὗ γέγραπται·

Ἰδού  ἐγώ ἀποστέλλω τον ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει την ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου(Μαλαχ. γ΄1). Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ»(Ματθ. ια΄ 7-11). Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δεν ἔχει ἀναφανῆ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, πού γεννήθηκαν ἕως τώρα ἀπό γυκαῖκας, δεν γεννήθηκε, ἄλλος μεγαλύτερος κατά την ἀξίαν ἀπό τον Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν.

Μετά ἀπό αὐτό τό ἐγκώμιον, κάθε ἄλλο περισσεύει. Τό μόνο πού ἀπομένει σέ μᾶς εἶναι νά παρακαλέσουμε τόν ἅγιον Πρόδρομον, πού ἔχει παρρησίαν πολλήν, νά πρεσβεύῃ στόν Κύριον νά μᾶς ἐνισχύει στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, νά μᾶς ἐνισχύῃ εἰς πίστιν πρός Αὐτόν, νά ἑτοιμάσουμε την καρδιά μας, να ὑποδεχθῇ τόν Κύριον. Νά μᾶς ἀξιώση να ἐπιστρέψουμε κοντά Του συνειδητά, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά Τον ὑμνοῦμεν καί, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμε «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ» καί τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Διότι στό Χριστό, τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα και το κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

ΕΝΑΣ ΝΕΟΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ.

 

Μέχρι τον 14ο  αἰῶνα κανείς δεν γνώριζε τίποτε γιά τόν Ἅγιο Φανούριο. Ὅταν ὁ Τοῦρκος κατακτητής, διοικητής τῆς Ρόδου, κατά τον 14ο μ. Χ. αἰῶνα θέλησε νά ἀποκαταστήσῃ στήν ἀρχική τους μορφή τά τείχη τοῦ νησιοῦ, πρόσταξε τούς ραγιάδες να συγκεντρώσουν πέτρες και ἄλλα ὑλικά ἀπό τά χαλάσματα τῶν σπιτιῶν τῆς Πόλης πού ὑπῆρχε ἔξω ἀπό το Κάστρο. Κατά τίς ἀμασκαφές βρῆκαν ἕναν παλαιό, κατεστραμμένο Ναό καί στά ἐρείπια του, ἀνάμεσα στις τελείως κατεστραμμένες εἰκόνες βρῆκαν καί μιά  θαυμάσια εἰκόνα ἐντελῶς ἄθικτη ἀπό τό  χρόνο, σάν νά εἶχε ζωγραφισθῆ ἐκείνη τή στιγμή ἀπό ἄριστο ζωγράφο, ὄμορφη, με ζωηρά χρώματα, πού ἀκτινοβολοῦσε τη θεία Χάρι. Ἀσπάσθηκαν τήν Εἰκόνα και εἰδοποίησαν τόν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρόδου ΝΕΙΛΟ τόν Β΄ (1355-1369). Ὁ Μητροπολίτης θαύμασε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού διατήρησε ἄφθαρτη τήν Εἰκόνα  καί  ἀνέγνωσε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου «ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ». Ἕνα ὄνομα, τό ὁποῖον δέν ὑπῆρχε στό Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας. 

Ὁ Ἅγιος παριστανόταν ὁλόσωμος νέος, μέ στολήν Ρωμαίου  στρατιώτη, στό δεξί του χέρι κρατοῦσε Σταυρό καί στό ἄλλο χέρι κρατοῦσε μία ἀναμμένη λαμπάδα. Ὁλόγυρα ἀπό την κεντρική αὐτή παράστασι εἶχαν ἁγιογραφηθῆ δώδεκα μικροπαραστάσεις, με σκηνές ἀπό τό Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου, πού φενερώνουν περίτρανα ὅτι ὁ Ἅγιος, ὑπέστη φρικτά Μαρτύρια γιά τήν Πίστι καί τήν ἀγάπη του στό Χριστό. Δέν προσκύνησε  τον Ἀντίχριστο, τό Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα. Ὁμολόγησε την Πίστι του, στό Χριστό, στήν Ἀλήθεια καί ἀξιώθηκε νά πολιτογραφηθῆ στήν  ἐπουράνιον Στρατιά τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, φαίνεται νά πεθαίνῃ ὁ Ἅγιος μέσα σέ καμίνι, δίχως ὅμως οἱ φλόγες νά ἔχουν ἀγγίζει τό ἅγιον σῶμα του. Ἡ Εἰκόνα του παρεδόθη στό Μητροπολίτη Νεῖλο καί ἄδεια ἀπό τόν Τοῦρκο κατακτητή  ἀνεγέρσεως Ναοῦ, πρός τιμήν τοῦ θαυματουργοῦ Νεοφανοῦς Ἁγίου καί Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου, πού σώζεται μέχρι σήμερα, καί ὅπου τελοῦνται καθημερινά ἀναρίθμητα Θαύματα πρός δόξαν Θεοῦ καί σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Θεωρῶ ὅτι ἡ ἀνεύρεσις τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου, ἦτο ἔκφρασις τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς διδάσκει: 

1)ὅτι πολύ μεγάλα εἶναι τά τῆς Πίστεως κατορθώματα.  Και 2) ὅτι εἶναι «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς  ἁγίοις Αὐτοῦ». Μᾶς καλεῖ δε ὁ Κύριος να μιμηθοῦμε τόν νεοφανέντα Ἅγιον.

Μᾶς καλεῖ δέ καί ὁ Ἅγιος  νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί  νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήνν καθημερινή μας ζωή. Μᾶς καλεῖ νά ὁμολογήσουμε Πίστιν εἰς τόν Ἀληθινόν Μεσσία. Νά μή ὑποκύψουμε στήν, διά τῆς βίας, «συμμόρφωσιν», εἰς προσκύνησιν καί ὑποταγήν εἰς τόν Καίσαρα, τόν Ψεύτικον Μεσσία, τον Matraiya


     Ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ.


Κυρίως δε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες νά ὁμολογήσουμε ὅτι κατοικοῦμε σ’ αὐτόν τόν αἰματωβαμένο τόπο, εἴμαστε Ἕλληνες και ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ Κόσμου. Κυρίως δέ οἱ Νέοι μας νά προβάλλουν καί νά διακηρύξουν σέ ὅλους ὅτι διατηροῦν ζωντανή τήν ἑλληνικήν  τους συνείδησιν.

Νά διατηρήσουμε τήν ἱερή γλῶσσα μας καί ζωντανή τήν ἐθνική καί θρησκευτική μας ταυτότητα. Νά μή ὑποκύψουμε στή Φόβο καί στόν Ψευτοθεό, τόν Καίσαρα τοῦ αἰῶνος τούτου. Ὁ Ἅγιος Φανούριος μᾶς φανερώνει μέ τη ζωή και το μαρτύριόν του ὅτι ἝΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ, Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Γι’ Αὐτόν ὑπέστη φρικτά μαρτύρια καί ἀπό Αὐτόν ἀξιώθηκε μεγάλης τιμῆς καί τοῦ δόθηκε καί τό Χάρισμα νά μᾶς φανερώνῃ ὄχι μόνον τά χαμένα πράγματα, ἀλλά κυρίως νά μᾶς φανερώνει τήν ΑΛΗΘΕΙΑ. Να μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ Χριστός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ Κόσμου. Tό Α καί Τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὀ Πρῶτος καί ὀ Ἔσχατος, ὁ Ὤν και ὁ Ἦν και ὀ Ἐρχόμενος , ὁ Παντοκράτωρ. Ὁ Ἐξουσιαστής. Ὁ Ἀληθινός Θεός,  ὁ Πάντων ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ παρών.

Ὁ Ἅγιος Φανούριος μᾶς φανερώνει ὅτι  καί μέσα σέ ἀναμμένο Καμίνι καί ἄν μᾶς βάλλουν, ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ, θά μᾶς διαφυλάξῃ σώους καί θά μᾶς ἀξιώσῃ τῆς αἰωνίου Μακαριότητος. Ὁ Ἅγιος ἐβίωσε τήν ζωντανή Παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του, γι’αὐτό  καί, μέ τή θαυμαστή του φανέρωσι μᾶς τονίζει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι παντοτεινά μαζί μας. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς σκεπάζει μέ τή χάρι Του καί κονιορτοποιεῖ πάντα ἐχθρόν καί πολέμιον, βδελύσσεται δέ πάντα ὑβριστήν καί ὑπερήφανον καί ἀμετανόητον ἁμαρτωλόν. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚᾼ. Ὁ Ἅγιος μέ τά καθημερινά του θαύματα μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς και ἑκών ἐτάφη και Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα. Και ὀφείλομεν πάντες νά προσκυνοῦμεν Αὐτόν και μόνον Αὐτόν. Διότι Αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, το Φρούριόν μας , τό Μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Και Σ’ Αὐτόν καί μόνον ὀφείλουμε Συμμόρφωσιν καί συνεχῆ, σιωπηλή, λατρευτική Προσκύνησιν εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Ἀμήν.






Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

«ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘΑΡΟΣ ΕΣΤΑΙ ΑΠΟ ΡΥΠΟΥ



ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΑΝ  ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Η

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ».

(Ἰώβ  4, 4-5).

 «Εἷς Ἅγιος, Εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».



Ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, γεννιέται μέ τό βάρος μιᾶς κακῆς κληρονομιᾶς. Κληρονομεῖ ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τή Ροπή πρός τό Κακόν, πρός τήν ἁμαρτία(Concupiscentia). Φέρει ἀχρειωμένο, ἀμαυρωμένο τό «κατ’εἰκόνα». Εἶναι ἔμφυτον τό ὀλισθηρόν, τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεωςΟἱ ἅγιοι καί θεόπνευστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζουν ὅτι εἶναι μέγα δεινόν ἡ ἁμαρτία καί μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», καί μᾶς καλοῦν σέ ἕνα συνεχῆ ἀγῶνα πνευματικόν, πρός κατανίκησιν τοῦ Κακοῦ.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς ἐνθαρρύνει και λέγει ὅτι «τό ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον», ἀλλά τονίζει ὅτι «το ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν και τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον». Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὅτι «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά το κεῖσθαι».

Σημειώνουμε δέ ὅτι διά τῆς Παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων ἀχρειώθηκε μέν τό· «κατ’εἰκόνα», δέν ἐξαφανήσθηκε ὅμως. Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος γεννιέται  «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Γεννιέται με νοῦν, με λογικόν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε να ἐκλέγει και να εἶναι ὑπέυθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Γεννιέται «δυνάμει» θεός καί καλεῖται νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ» θεός. Καλεῖται νά καθαρίσῃ το ἀμαυρωμένο κατ’εἰκόνα  καί νά ἐκλέξῃ τό Καλόν ἤ τό Κακόν, τήν Ἀρετήν ἤ τήν Κακίαν, τήν Ζωήν ἤ τήν Θάνατον, τό Πῦρ ἤ τό Ὕδωρ.

Μέσα μας καθημερινά συγκρούεται ἡ ἠθηθικότητα μέ την ἀνηθικότητά μας (Βασική σύγκρουσις). Συγκρούεται ὁ κακός μας ἑαυτός, μέ τόν καλόν ἑαυτό μας. Και εἶναι ὡραῖος ὁ πνευματικός αὐτός ἀγῶνας. Μπροστά στή ζωή ἤ τό Θάνατο καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἐκλέξῃ, να κάνῃ χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Πάνσοφος Θεός μᾶς βοηθεῖ στον ἐσωτερικό μας αὐτόν ἀγῶνα. Οἱ Ἐντολές Του εἶναι φῶς και ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον. Κάι κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νά διακρίνει τό καλόν, ἀπό τό κακόν καί νά ἐκλέξῃ, τήν Ὑπακοήν ἤ τήν Παρακοήν, τήν Ζωήν ἤ τόν Θάνατον.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη προς αἷμα και σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, προς τάς ἐξουσίας, προς τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, προς τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»( Ἐφεσ. στ΄ 12) και συνιστᾶ νά ὁπλισθοῦμε μέ τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, γιά νά νικήσουμε στήν πάλη αὐτή (Ἐφεσ. στ΄13ἑξ.). Ὁμολογεῖ ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι δύσκολος ὁ ἀγῶνας αὐτός εἶναι δύσκολος καί πολλές φορές στην ἐσωτερική αὐτή, βασική σύγκρουσι νικᾶ ἡ ἀνηθικότητα τήν ἠθικότητά μας: «Οὐ γάρ ὅ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ μισῶ τοῦτο ποιῶ… Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (πρβλ. Ρωμ. ζ΄ 15 ἑξ.). Και ἐνῶ εὐχαριστιέμαι πολύ στον νόμο τοῦ Θεοῦ, με τον νοῦν και την καρδιά μου, πού ἀποτελοῦν τον ἐσωτερικόν μου ἄνθρωπον, βλέπω ὅτι κυριαρχεῖ ἄλλος νόμος καί ἄλλη δύναμις στά μέλη μου, ὁ νόμος και ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας. Καί πολλές φορές νοιώθω αἰχμάλωτος στό νόμο τῆς ἁμαρτίας. «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;»(Ρωμ. ζ΄ 24).

Και πραγματικά κανείς δεν εἶναι καθαρός ἀπό ῥύπου, ἔστω και ἄν εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μία ἡμέρα ἐπί τῆς γῆς (Ἰώβ 14,4-5). Ποιός , λοιπόν, θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τήν αἰχμαλωσία στό σαρκικό φρόνημα; Ποιός θα μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό την «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ; Ποιός θά μᾶς  ἐνισχύσῃ στήν πάλη μας μέ τόν Κακόν μας ἑαυτό, καί θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό την αἰχμαλωσία τῆς Σάρκας;

Ποιός ἄλλος, ἐκτός ἀπό Σένα τόν Μόνον ἀναμάρτητον, τόν Μόνον ἅγιον;

Ποιός ἄλλος ἐκτός ἀπό Σένα πού, ἔγινες γιά χάρι μας ταπεινός ἄνθρωπος, Τύπος καί Ὑπογραμμός ἁγίας ζωῆς,  σέ ὅλους ἐμᾶς, καί ὑπήκοος μέχρι Θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ;



Ποιός ἄλλος  θα μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τη δουλεία τῆς φθορᾶς, ἐκτός ἀπό Σένα, τόν Ἁναμάρτητον, πού ἔρχεσαι, ἑκουσίως, καί Σταυρώνεσαι, ἀντί ἡμῶν;

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Μόνο Σύ θέλεις ὡς Πανάγαθος, καί μπορεῖς ὡς Παντοδύναμος νά μᾶς ὁπλίσῃς, με τήν πανοπλία τοῦ φωτός, για να μπορέσουμε νά ἀντισταθοῦμε εἰς τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου καί νά νικήσουμε στήν Πάλη μας μέ τό Κακόν. Ἔρχεσαι καί δίδεις στούς πιστούς τήν «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»(Ἰωάν. α΄ 12) καί «την ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν την δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» καί τή βεβαιότητα ὅτι «Οὐδέν ἡμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ», ὅτι κανείς, ἀπολύτως κανείς, δέν θά μπορῇ νά μᾶς βλάψῃ (Λουκ. ι΄19).



Κύριέ μου, βοήθησέ μας νά κατανοήσουμε ὅτι τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ εἶναι σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον, ὅτι οὐ φοβερόν τό πεσεῖν ἀλλά το κεῖσθαι, καί ὅτι γίνεται μεγάλη χαρά στον οὐρανό, «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βοήθησέ μας νά  καταλάβουμε καλά ὅτι ἔγινες ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί, κατά χάριν, ὅτι Σταυρώθηκες, Ἀναστήθηκες και Ἀνελήφθης εἰς τούς Οὐρανούς, γιά μᾶς  ἀνεβάσης στα οὐράνια καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃς εἰς τον Παράδεισο, νά κάμῃς την ψυχή και τη ζωή μας Παράδεισο. Πρόσθες ἡμῖν Πίστιν. Βοήθησέ μας, 

νά ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια Σου καί ἀξίωσέ μας νά Σέ λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας, νά Σέ ὑμνοῦμε δέ καί νά Σέ δοξολογοῦμε με, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, διότι μόνον Σέ Σένα τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν, σύν τῷ Πατρί καί τό Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, και τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.