«Καί ἐπί πᾶσι τούτοις μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν Μέγα χάσμα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆμαι ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσιν»(Λουκ.ιστ΄26).
Ο Κύριος, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, ἐξηγεῖ στόν πλούσιο τῆς παραβολῆς «τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου» (Λουκ. ιστ΄ 19-31), ὅτι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του στή γῆ, ὁ δρόμος, πού διάλεξε ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, τόν ὡδήγησε στόν τόπον ἐκεῖνον τῆς βασάνου. Ὁ Θεός τόν διώρισε Οἰκονόμον, Διαχειριστήν μεγάλου πλούτου καί αὐτός, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀπεδείχθη κακός Οἰκονόμος, κακός Διαχειριστής. Ἀπεδείχθη Καταχρηστής. Δέν κατενόησε «τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων». Δέν πίστευε στόν Θεόν, τόν Δοτῆρα τῶν ἀγαθῶν. Δέν πίστευε στήν αἰώνιον ζωήν. Νόμιζε ὅτι θά ζῆ αἰώνια σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία καί ὅτι ὁ πλοῦτος, πού τοῦ δόθηκε ἀπό τον Θεόν ἦταν δικός του καί ἐνῶ ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, σάν ὅλους τούς ἄλλους, αὐτός νόμιζε πώς ἦταν βασιλιᾶς καί φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα, «ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς» (Λουκ. ιστ΄19). Ἔζησε χωρίς ἀγάπη. Φώλιασε μέσα του, ὁ Ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ Ἑωσφόρος. Τόν τύφλωσε ὁ Ἐγωϊσμός. Δίπλα του ζοῦσε ὁ πτωχός Λάζαρος, γεμᾶτος ἀπό πληγές καί πολλές στενοχώριες. Στερεῖται ἀκόμη καί τό καθημερινό ψωμί. Δέν ἔχει φάρμακα και κατοικία καί βρισκεται παταγμένος κοντά στήν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου αὐτοῦ και ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του ἀπό τά ψίχουλα, πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Εἶναι μπροστά στα μάτια τοῦ πλουσίου καί δέν τόν βλέπει. Τά σκυλιά εἶναι πιό ἐλεήμονα ἀπό τόν ἄκαρδο καί σκληρό πλούσιο, πού δρασκελίζει τόν πτωχόν καί συνεχίζει νά καλοπερνᾶ, χωρίς ἴχνος συμπάθειας πρός τόν πλησίον του πάμπτωχον καί ἀσθενῆ συνάνθρωπό του. Φροντίζει μόνον τόν Ἑαυτούλη του, τήν καλοπέρασί του. Δέν ἀκολουθεῖ τό δρόμο τῆς ὄντως Ζωῆς, το δρόμο τῆς Ἀγάπης, ἀλλά το δικό του δρόμο. Τό δρόμο τῆς ἀνελεημοσύνης, χωρίς ἔλεος, χωρίς εὐσπλαγνία γιά τούς ἄλλους. Και ἐνῶ ὁ Θεός τόν πλούτισε, γιά νά διαχειρίζεται τά ἀγαθά καί νά ἀνακουφίζει τούς συνανθρώπους του, νά θεραπεύῃ τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων του, αὐτός ἀρνεῖται τόν Δοτῆρα τῶν ἀγαθῶν, ἀρνεῖται τόν Θεόν και ἀπομακρύνεται ἀπό τον Θεόν και ἀπό τούς συνανθρώπους του. Κλείνεται στόν ἑαυτό καί μαζί μέ τούς ὁμοϊδεάτες του εὐφραινεται καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς και ἔτσι δημιουργεῖ μέγα χάσμα ἀνάμεσα στόν ἑαυτό του καί τό Θεό, ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς συνανθρώπους του. Καί μέ τή θέλησί του, ἀκολουθῶν τόν δικό του δρόμο, τόν χωρίς ἀγάπη, χωρίς ἔλεος, χωρίς εὐσπλαγχνία πρός τούς συνανθρώπους του, φθάνει στήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης και ὀδυνᾶται εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον τῆς βασάνου.
Ἀντίθετα ὁ πτωχός Λάζαρος πιστεύει στό Θεό καί στήν αἰώνιον ζωήν. Γνωρίζει ὅτι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, προσωρινοί, διαβάτες. Πιστεύει ὅτι «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά την μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄14), «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Φιλιπ. γ΄ 20). Καί ἀντιμετωπίζει τήν σκληρότητα καί τήν, χωρίς ἔλεος καί ἐπιείκειαν, συμπεριφοράν τοῦ πλουσίου, ἀγόγγυστα, μέ ἡρωϊκή ὑπομονή καί ἀγάπη. Ἔτσι ὁ πτωχός Λάζαρος γράφει το ὄνομά του στό Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Ἕχει ὄνομα. Καί ἐν μέσω στερήσεων καί θλίψεων δέν χάνει τήν Πίστι του. Ἀκολουθεῖ τό δρόμο τῆς Ζωῆς καί φθάνει εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος. Ἄγγελοι ἔρχονται καί παραλαμβάνουν τήν ψυχήν του καί τήν ἐναποθέτουν εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄκαρδος πλούσιος, ὁ Καταχραστής τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ κακός καί ἀνελεήμων, μέ τήν προβληματική του συμπεριφορά δημιουργεῖ ἀγεφύρωτο Χάσμα ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί τόν Θεόν, ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί τούς συνανθρώπους του. Δέν κατορθώνει νά γράψῃ τό ὄνομά του στό βιβλίο τῆς ζωῆς. Παραμένει ἀνώνυμος. Ἀπέθανε καί ἐτάφη. Διάλεξε τό δρόμο πρός τόν ᾌδη. Διάλεξε τόν τόπον τῆς βασάνου. Αὐτός πού δέν ἔδειξε ἐπιείκειαν καί εὐσπλαγχνίαν καί ἔλεος σέ κανέναν, τώρα ζητεῖ ἔλεος. Ἀλλά εἶναι «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος». Εἶναι ἀνελέητη ἡ κρίσις σέ κεῖνον, πού δεν ἔδειξε εὐσπλαγχνία σέ κανέναν. Κανείς δέν μπορεῖ νά περάση τό μέγα χάσμα καί νά ἐλθῃ ἀπό τόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, στήν ἄβυσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης, οὔτε ἀπό τόν τόπο τῆς βασάνου μπορεῖ νά ἔλθῃ στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Κάθε ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει αὐτό, πού διάλεξε, μέ τή θέλησί του. Ὁ πλούσιος διάλεξε τό δρόμο πρός τόν ᾏδην, ἐνῶ ὁ πτωχός Λάζαρος διάλεξε τό δρόμο τῆς Πίστεως στό Θεό, το δρόμο τῆς ἀγάπης.
Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ καί μᾶς προτρέπει νά ἀκολουθήσουμε στή ζωή μας τόν δρόμον τῶν Ἐντολῶν, πού μᾶς ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς ὄντως Ζωῆς, στο δρόμο, πού μᾶς φέρει στην ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Και αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ἡ καθ’ ὑπερβολήν Ὁδός τῆς τέλεια ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 1-13). Ὁ Κύριος, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, μᾶς καλεῖ κοντά Του. Γίνεται ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά βρεθοῦμε «εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ». Μέ τό Αἷμα Του γεφυρώνει τό Μέγα Χάσμα, πού δημιουργοῦμε ἐμεῖς , οἱ ἄμυαλοι, μέ τήν Παραφροσύνη, πού μᾶς δέρνει. Μέ τό Αἷμα Του μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Πατέρα-Θεόν καί μεταξύ μας. Μᾶς καλεῖ νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν καρδιά μας πᾶσαν κακίαν. Θέλει νά εἴμαστε καλοί Οἰκονόμοι, καλοί Διαχειριστές τῶν ὑλικῶν καί πνευματικῶν ἀγαθῶν, πού μᾶς προσφέρει. Νά ξεριζώσουμε καί νά διώξουμε ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν Κοινωνικήν Ἀδικίαν καί νά βασιλεύσῃ ἡ Κοινωνική Δικαιοσύνη. Νά διώξουμε τό Διάβολο, τόν Ἐγωϊσμό ἀπό τή ζωή μας καί νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στήν ἐνσαρκωμένη Ἁγάπη, στό Χριστό, καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά βασιλεύση ἐντός μας καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, διότι Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου