Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΙΣΤ.΄

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 16ο




Προσφέρουμε στόν πτωχόν, ὅ,τι καλλίτερον  ἔχουμε, «ἀγαθόν δόμα».

ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στό Χριστό καί ὀφείλουμε νά τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι καλλίτερο ἔχουμε. Νά προσέχουμε δέ τό ποσόν καί τήν ποιότητα τῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί τήν προαίρεσιν καί τόν τρόπο, πού προσφέρουμε τά δῶρα μας. Νά εἶναι «ἀγαθόν δόμα» (Σοφ. Σειρ. ιη΄ 17. Ματθ.ζ΄11. Λουκ. ια΄13).
Ὁ Θεός προσδέχεται μέ εὐχαρίστησι τήν προσεγμένη προσφοράν, τήν θυσίαν τοῦ Ἄβελ καί  ἀπορρίπτει τήν  ἀπρόσεκτη, τήν ἀνευλαβῆ θυσίαν τοῦ Κάϊν(Γενέσ. δ΄ 1-7) .













Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὀφείλει νά προσφέρῃ «ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄Κορινθ. θ΄ 7). Δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στό Χριστό.


Ἐπίσης ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε ὅτι ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνον ἡ προσφορά χρημάτων ἤ ἄλλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί κάθε προσφορά ἀνυποκρίτου ἀγάπης στόν πλησίον.
Ἐλεήμων εἶναι καί ὁ ἐπιστήμων ὁ τεχνίτης, πού
χρησιμοποιοῦν τήν ἐπιστήμη καί τήν τέχνη τους,
ὅπως θέλῃ ὁ Θεός, δηλαδή γιά τήν ἀνακούφισι καί τή θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ πλησίον, μέ ἀνιδιοτελῆ, θυσιαστική ἀγάπη.
Ὁ ἰατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ μηχανικός, ἐκεῖνος πού κατέχει κάποιο ἀξίωμα, ὁ ὑπάλληλος, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος ἐκεῖ, στή θέσι, πού βρίσκεται, ὅταν χρησιμοποιῇ τή θέσι, τό ἀξίωμα, τήν ἐπιστήμη ἤ τήν τέχνη του, μέ ἀνυπόκριτη, θυσιαστική ἀγάπη καί βοηθῇ τούς συναθρώπους του, χωρίς νά ἐκμεταλεύεται τήν ἀνάγκη τους, γίνεται κάθε μέρα ἐλεήμων. Δέν χρειάζεται νά ἔχῃς χρήματα ἤ ἄλλα ὑλικά ἀγαθά, γιά νά εἶσαι ἐλεήμων.
Μπορεῖς νά βοηθήσῃς κάποιον νά μάθῃ καλά τήν τέχνη σου ἤ, ἄν εἶσαι νομικός, νά ἀναλάβῃς δωρεάν τήν ὑπεράσπισι τοῦ πτωχοῦ καί νά δικαιώσῃς τόν ἀδικούμενο καί συκοφαντούμενο; Τότε προσφέρεις ἀγαθόν δόμα, διά τοῦ πτωχοῦ στό Χριστό.


Ἄν εἶσαι γιατρός, μπορεῖς, ἄν θέλῃς, νά ἐπισκεφθῇς καί νά προσφέρῃς δωρεάν τίς ἰατρικές ὑπηρεσίες σου στόν πτωχό ἄρρωστο, μέ ἱλαρότητα καί ἀγάπη.
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε ὅτι, καί χωρίς χρήματα, μποροῦν νά γίνουν μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα, «δόματα ἀγαθά». Ὁ ἐκ γενετής χωλός ζητιάνος ζήτησε ἀπό τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη ἐλεημοσύνη χρημάτων. Ὁ Πέτρος ὅμως τοῦ εἶπε:
«Ἀργύριον καί χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὅ δέ ἔχω τοῦτο σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ
Ναζωραίου ἔγειρε καί περιπάτει. Καί πιάσας αὐτόν τῆς δεξιᾶς χειρός ἤγειρε· παραχρῆμα δέ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καί τά σφυρά, καί ἐξαλλόμενος ἔστη (καί ἀφοῦ σκίρτησε, ἀναπήδησε ἀπό χαρά, στάθηκε ὄρθιος) καί περιεπάτει, καί εἰσῆλθεν σύν αὐτοῖς εἰς τό ἱερόν περιπατῶν καί ἀλλόμενος (σκιρτῶν) καί αἰνῶν τόν Θεόν» (Πράξ. γ΄ 1-8).
Ἀλλά πέραν ἀπό ὅλα αὐτά ὁ πιστός ὀφείλει, ὅπως ἔχουμε πῆ, νά προσέχῃ κάθε φορά τί προσφέρει καί πῶς τό προσφέρει. Ἐπίσης ὀφείλουμε ὅλοι  νά θυμούμαστε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης  στή «Φιλόθεο Ἀδολεσχία» ἀναφέρεται σέ ἐλεημοσύνες, πού γίνονται κάθε μέρα καί παρατηρεῖ ὅτι οἱ ἐλεημοσύνες αὐτές στήν οὐσία δέν εἶναι ἐλεημοσύνες, ἀλλά καταφρόνησι, προσβολή καί ἐμπαιγμός τῶν πτωχῶν: «Πάληωσε τό ροῦχο ἤ τό παπούτσι σου· λερώθηκε ὁλότελα κι’ ἐξεσκίστηκε κι’ ἔλυωσε· δός τα στό φτωχό. Βρώμισε τό φαγητό σου, ἐμούχλιασε, τάγγισε κι’ ἄρχισε νά σκουληκιάζῃ, στό φτωχό κι’ αὐτό. Χάλασε τό κρασί σου, κι ἔκοψε  κι ἐξύνισε καί καταστράφηκε, κι’ αὐτό στό φτωχό... Βέβαια τά παίρνῃ ὁ δυστυχισμένος ὁ φτωχός·  βρίσκεται στήν ἀνάγκη, βασανίζεται ἀπό τή φτώχεια, βιάζεται ἀπό τή στενοχώρια, κρυώνει, πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται αὐτό πού τοῦ δίνεις. Τί νά κάμη ὁ δυστυχισμένος; Φοβᾶται, μήπως, ἄν δέν τό δεχθῇ, σέ δυσαρεστήσῃ καί πέση στήν ἐχθρότητά σου. Ἀλλά σύ στοχάζεσαί ποτε, Χριστιανέ μου, σέ ποιόν πηγαίνει τό δῶρο σου; Πηγαίνει Σ’ Ἐκεῖνον, πού ἔγινε γιά σένα φτωχός, πηγαίνει στό Σωτῆρα σου καί Λυτρωτή σου: «ὅσα ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). Στοχάζεσαι σέ ποιόν γίνεται αὐτή ἡ θυσία σου; Στόν ἴδιο τόν δημιουργό σου καί πλάστη, στόν Κύριο καί Θεό σου. Καί δέχεται ἄρα αὐτός τίς τέτοιες προσφορές σου; Καταδέχεται νά ρίξη τό βλέμμα Του σέ τέτοια δοσίματα, πού τά προσφέρεις μόνο καί μόνο, ἐπειδή εἶναι γιά πέταμα καί δέν σοῦ χρησιμεύουν σέ τίποτε; Ὄχι, ποτέ».
«Ἐάν δέ ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, χωλόν ἤ τυφλόν ἤ καί πᾶς μῶμος πονηρός, οὐ θύσεις αὐτό Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου». Δηλαδή ἄν τό δῶρο σου  ἔχῃ κάποιο ψεγάδι, δέν πρέπει νά τό προσφέρῃς θυσία στό Θεό (Δευτερ. ιε΄ 21).
Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι «ὕβρις» πρός τόν Θεόν, τόν δοτήρα παντός ἀγαθοῦ καί «βδέλυγμα» παρά τῷ Θεῷ. Στόν ἐλάχιστο ἀδελφό του Χριστοῦ, στόν πτωχό συνάνθρωπό μας προσφέρουμε «ἀγαθόν δόμα», ὅ,τι καλλίτερο ἔχουμε, προσέχοντας καί τόν τρόπο, πού γίνεται ἡ προσφορά μας, ὥστε, ὄχι μόνον νά ἁπαλύνῃ τόν πόνον, ἀλλά νά θεραπεύῃ τίς στενοχώριες, κυρίως δέ νά ξεριζώνῃ τά αἴτια τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί νά ἑδραιώνῃ τήν κοινωνική Δικαιοσύνη.
Ὁ Κύριος, μέ τό παράδειγμά Του, μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά εὐεργετοῦμε τούς συνανθρώπους μας καί νά θεραπεύουμε, ὅπως Ἐκεῖνος, «πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ».


Ὅταν ἡ ἐλεημοσύνη μας γίνεται μέ τρόπο πού τραυματίζει τήν ψυχή, θίγοντας τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια,τότε  δέν εἶναι ἐλεημοσύνη, ἀλλά προσβολή τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ. Ἕνα παλαιό, γνωστό σοφό ρητόν λέει ὅτι «τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται».
Ἡ σωστή ἐλεημοσύνη εἶναι μια συνεχής ἀνάπαυσι καί φροντίδα, γιά τή σωτηρία ψυχῶν. Εἶναι ἕνας συνεχής χορτασμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Στήν πρώτη ὅμως γραμμή ἔρχεται ἡ φροντίδα, γιά τήν ἀθάνατη ψυχή καί ὕστερα ἡ φροντίδα τοῦ σώματος. Ἡ ἐλεημοσύνη μας πρέπει νἆναι εὐωδία πνευματική, «ὡς μύρον», «ὡς δρόσος». Νά μᾶς φέρει σάν ἀδελφούς «ἐπί τό αὐτό» (πρβλ. Ψαλμ. 132), ὥστε νά εἶναι ὅλων τῶν πιστῶν «ἡ ψυχή καί ἡ καρδία μία» καί κανείς νά μή λέῃ ὅτι, καί τό ἐλάχιστον ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εἶναι δικό του, ἀλλά νά εἶναι ὅλα κοινά σέ ὅλους καί νά προσφέρονται, γιά τήν ἐξυπηρέτησι ὅλων, ὅπως συνέβαινε στήν πρώτη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἦτο «Ἁγία καί ἄμωμος» (Πράξ. δ΄ 32. Ἐφεσ. ε΄ 32).




Πολλές φορές ἕνας καλός  λόγος εἶναι προτιμότερος ἀπό πολλά ἄλλα δοσίματα. Εἶναι βάλσαμο στήν ψυχή. Μιά καλή συμβουλή, μπορεῖ νά μή θεραπεύῃ τήν πεῖνα τοῦ σώματος, ἀλλά μπορεῖ νά σώσῃ ἀπό βέβαιο θάνατο. Ἀντίθετα, μια μομφή, μια ἄστοχη κίνησι, ἕνας πικρόχολος λόγος εἶναι ἱκανός νά δηλητηριάσῃ τήν ψυχή τοῦ πλησίον. Ἐξ αἰτίας μάλιστα τῆς ξεχωριστῆς ψυχολογίας, στήν ὁποία ὁδηγεῖ τόν πτωχόν ἡ ἀνάγκη, ἕνας ἁπλός ἄστοχος λόγος μπορεῖ νά τόν φέρῃ σέ ἀπόγνωσι. Ὁ Knut Hamsun, στό ἔργο του «ἡ πεῖνα» λέγει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ζοῦν μέ ψιχουλα, ἀλλά πεθαίνουν ἀπό ἕνα πικρό λόγο. Ὁ Λαός μας πολύ χαρακτηριστικά λέγει: «Ὁ λόγος σου μέ χόρτασε καί τό ψωμί σου φάτο». Γι’αὐτό καί ὁ  Παῦλος συνιστᾶ: « ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι» (Κολοσ. δ΄ 6).


Λέγει ἕνας ποιητής (ὁ Leon Bloy) ὅτι «μια δεκάρα δοσμένη μέ μισή καρδιά σ’ ἕναν φτωχό τρυπᾶ τό χέρι τοῦ φτωχοῦ, τρυπᾶ τούς ἥλιους καί ἀναστατώνει τό Σύμπαν».
Ὁ Ραούλ Φολερώ λέει στόν κάθε ἄνθρωπο, πού δέν γεύτηκε τή χαρά τῆς σωστῆς ἐλεημοσύνης:
«Σέ  κατηγοροῦμε, γιατί ἔχεις βλάψει τήν ἀξιοπρέπεια, πού ποδοπατᾶς μέ τό βρώμικό σου χρῆμα.
Σέ κατηγοροῦμε γιατί δέν ἔμαθες τίποτε, οὔτε κατάλαβες τίποτε.
Εἶναι ἀλήθεια, Τίποτε δέν ἔκανες. Τίποτε δέν ἔχεις κάνει γιά τούς ἄλλους, τό λαό, τούς πτωχούς, τούς νικημένους,πού λίγη ἀγάπη τούς στηρίζει, τούς παρηγορεῖ, τούς ἀπελευθερώνει...Τό ἔγκλημά σου εἶναι ὅτι ἔχεις ζήσει χωρίς νά εἶσαι ἄξιος τῆς ζωῆς».



Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεῖ στό σωστό τρόπο ἐλεημοσύνης  καί λέγει: «Τέκνον, ἐν ἀγαθοῖς μή δῷς μῶμον καί ἐν πάσῃ δόσει λύπην λόγων. Οὐχί καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; Οὕτω κρείσσων λόγος ἤ δόσις. Οὐκ ἰδού λόγος ὑπέρ δόμα ἀγαθόν; Καί ἀμφότερα παρά ἀνδρί κεχαριτωμένῳ. Μωρός  ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ, καί δόσις  βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούς» (Σοφ. Σειράχ ιη΄ 15-Δηλαδή: « Παιδί μου, συμβουλεύει ὁ Σοφός, ὅταν κάνῃς τό καλό μή χρησιμοποιῇς βαρειά λόγια ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐεργετεῖς, μήν τούς ἀποδίδῃς τήν αἰτία τῆς δυστυχίας τους,  καί σέ κάθε ἐλεημοσύνη σου μή λυπῇς, μήν  πικραίνῃς μέ τό λόγια σου αὐτούς πού τή δέχονται. Ὁ δροσερός ἄνεμος δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού δροσίζει τή θερμότητα τοῦ θερινοῦ καύσωνος; Ἔτσι καί ὁ δροσερός λόγος εἶναι ἀνώτερος  ἀπό τό ὑλικό δῶρο. Δέν εἶναι, λοιπόν,  ὁ καλός λόγος προτιμότερος ἀπό ἕνα πλούσιο δῶρο; Καί τά δυό ὅμως, ὁ καλός λόγος καί τό ὑλικό δῶρο ὑπάρχουν στόν εὐγενικό, στόν χαριτωμένο ἄνθρωπο. Ὁ μωρός ἄνθρωπος, ὁ ἄξεστος, ὅταν ἐλεῇ, χωρίς χάρι, χωρίς ἀγάπη ἐξαπολύει ὀνειδισμούς, ἀπευθύνει   δρυμύτατες παρατηρήσεις καί τό δόσιμο , ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ σκληροῦ καί χονδροκομμένου βγάζει μάτια, γεμίζει δάκρυα τά μάτια τοῦ φτωχοῦ, πού δέχεται τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τόσες μομφές καί παρατηρήσεις». Αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη  συντρίβει, λιώνει τόν φτωχό καί δέν τήν δέχεται ὁ Θεός.
Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν γίνεται σωστά, ἐφελκύει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τή Χάρι  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μένει στήν ψυχή τοῦ ἐλεήμονος ἀνθρώπου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλέῳ κατεχομένη φλόξ·  ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι  (ἀπέρχεται ἡ χαρις)  καί ἀναχωρεῖ»
(Περί Ἐλεημοσύνης, Migne P.G. 51, 277).



ἐλεημοσύνη, ὅταν γίνεται, ὅπως θέλη Θεός, εἶναι πλέον εὐπρόσδεκτος τρόπος λατρείας τοῦ Κυρίου, πού εἶπε «ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν». Γιαὐτό τό λόγο καί ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «εἶναι μεγάλα τά πτερά τῆς ἐλεημοσύνης· τέμνει τόν ἀέρα, παρέρχεται τήν σελήνην, ὑπερβαίνει τάς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου, εἰς αὐτάς ἀνέρχεται τάς ἀψίδας τῶν οὐρανῶν. Ἀλλοὔτε ἐκεῖ ἵσταται, ἀλλά καί τόν οὐρανόν παρέρχεται, καί τούς δήμους τῶν ἀγγέλων παρατρέχει, καί τούς χωρούς τῶν ἀρχαγγέλων, καί τάς ἀνωτέρας πάσας δυνάμεις, καί  αὐτῷ παρίσταται τῷ θρόνῳ τῷ βασιλικῷ· καί  ἐξ αὐτῆς διδάχθητι  τῆς Γραφῆς τοῦτο  λεγούσης· Κορνήλιε, αἱ προσευχαί σου, καί  αἱ ἐλεημοσύναι  σου, ἀνέβησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (ἐνθἀνωτ. Migne P.G. 49, 293).



Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἐλεήμων ἔχει ἀρίστη συνήγορο μπροστά στό Θεό κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Καί ἄν ἀκόμη ἔχῃ πολλές ἁμαρτίες, μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί μέ  συνήγορο τή σωστή καί θεάρεστη ἐλεημοσύνη του, δέν πρέπει νά φοβᾶται.  Γι’αὐτό καί ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπει:

«Ἐμπορία καί Πραγματεία ὁ οὐρανός, καί ἡμεῖς ἀμελοῦμεν. Δός ἄρτον, καί λάβε παράδεισον· δός μικρά, καί λαβέ μεγάλα· δός θνητά,  καί λαβέ ἀθάνατα·  δός φθαρτά, καί λαβέ ἄφθαρτα... Δός πένητι, ἵνα κἄν σύ σιωπᾶς, καί μύρια στόματα ὑπέρ σοῦ ἀπολογῶνται, τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεστώσης καί συνηγορούσης· λύτρον ψυχῆς ἐστιν ἐλεημοσύνη» (ἐνθ’ ἀνωτ.).


















































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου