Ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τοῦ
κόσμου (Ἰωάν.η΄12).
«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτόν
εἰς Ἱεριχώ τυφλός τις ἐκαθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν· ἀκούσας δέ ὄχλου
διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δέ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος
παρέρχεται. Καί ἐβόησε λέγων· ...Καί πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν·
Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. ιη΄ 35-39).
Ὁ
γλυκύς καί πρᾷος Ἰησούς ἔρχεται κοντά μας, ἀπαλά, ἀθόρυβα, «ὡς αὔρα λεπτή». «Διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ
εὐεργετῶν καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ (Ματθ.
δ΄ 23) καί «ἰώμενος πάντας
τούς καταδυναστευομένους ὑπό τοῦ διαβόλου» (Πράξ. ι΄ 38). Μέ τή Χάρι Του καί μέ τή δύναμί Του «τυφλοί
ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι,
λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται»
(Ματθ.
ια΄ 5). Πλησιάζει τόν
καθένα μας καί θεραπεύει τίς ἀνάγκες μας. Πλησιάζοντας καί πάλιν τήν Ἰεριχώ ὁ
Πανάγαθος ἀκούει τίς ἐναγώνιες κραυγές κάποιου τυφλοῦ, πτωχοῦ, πού ἐκάθητο στή γωνιά
τοῦ δρόμου καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνην.
Ὁ
Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι «τυφλός ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν», καί ὁ Μάρκος λέγει
ὁ υἱός τοῦ
Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν. Δέν ἔβλεπε. Ἀπό τό θόρυβο τοῦ ὄχλου, ἀντελήφθη ὅτι κάτι συμβαίνει. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Καί ἀμέσως, μέ πίστι θερμή στόν προσδοκώμενο Μεσσία, τόν Ἰησοῦν, τόν υἱόν Δαυῒδ, ἐβόησε καί πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν: Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ ἐλέησόν με. Χρόνια βρίσκεται καθηλωμένος στή γωνιά τοῦ δρόμου, κοντά στήν Ἱεριχώ, ὁ τυφλός, σύμβολον τῆς περιπεσούσης εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας, μισοπεθαμένης, ἀνθρωπότητος, καί ζητεῖ ἔλεος. Περιμένει μέ λαχτάρα «τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν», τόν Μεσσίαν, τόν υἱόν Δαυῒδ, τόν Ἰησοῦν, τόν Σωτῆρα. Καί ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦλθε καί περνάει ἀπό κοντά του, παρόλα τά ἐμπόδια, ζητεῖ τό ἔλεός Του.
Μέ
πίστι θερμή καί ἐπιμονή: «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ ἐλέησόν με».Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν. Δέν ἔβλεπε. Ἀπό τό θόρυβο τοῦ ὄχλου, ἀντελήφθη ὅτι κάτι συμβαίνει. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Καί ἀμέσως, μέ πίστι θερμή στόν προσδοκώμενο Μεσσία, τόν Ἰησοῦν, τόν υἱόν Δαυῒδ, ἐβόησε καί πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν: Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ ἐλέησόν με. Χρόνια βρίσκεται καθηλωμένος στή γωνιά τοῦ δρόμου, κοντά στήν Ἱεριχώ, ὁ τυφλός, σύμβολον τῆς περιπεσούσης εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας, μισοπεθαμένης, ἀνθρωπότητος, καί ζητεῖ ἔλεος. Περιμένει μέ λαχτάρα «τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν», τόν Μεσσίαν, τόν υἱόν Δαυῒδ, τόν Ἰησοῦν, τόν Σωτῆρα. Καί ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦλθε καί περνάει ἀπό κοντά του, παρόλα τά ἐμπόδια, ζητεῖ τό ἔλεός Του.
Ὑποδειγματική εἶναι ἡ προσευχή του στόν Κύριο. Ἀποφεύγει τή βαττολογία καί καθε φλυαρία. Ἀναφέρει στόν Καρδιογνώστη ἁπλά τήν ἀνάγκην του, νά ξαναβρῆ τό φῶς του.
Ὁ Κύριος, φιλάνθρωπος ὤν, ἀκούει τίς προσευχές τῶν πιστῶν. Ἀκούει τίς ἐναγώνιες κραυγές ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος καί σπεύδει νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ καλαυθμῶνος καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Καί ἐρωτᾷ, ὄχι μόνον τόν τυφλόν Βαρτίμαιο, ἀλλά καί τόν καθε ἕναν ἀπό μᾶς λέγων: «Τί σοι θέλεις ποιήσω;»
Ὁ Βαρτίμαιος βρίσκεται σέ δύσκολη θέσι. Εἶναι καί σωματικά τυφλός. Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς σωματικῆς καί τῆς πνευματικῆς του τυφλώσεως, ἀλλά καί μέ πίστι θερμή στήν ἀγαθότητα καί φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ, πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί ἡ πηγή τοῦ φωτός, τό φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο,πού ἔρχεται στόν κόσμο(Ἰωάν. α΄ 9), ἀποκρίνεται: Κύριε, νά ξαναβρῶ τό φῶς μου. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν γεννήθηκε τυφλός, ἀλλ’ ὅτι εἶχε ὑγιῆ ὅρασι καί γιά κάποιο λόγο, ἔχασε τήν ὅρασί του. Καί ζοῦσε τήν ὀδύνη τῆς ἀπώλειας τῆς ὁράσεως. Καί ὁ πόνος δέν μετριέται. Καί ἄν εἶναι μεγάλο κακό ἡ σωματική τύφλωσι, πολύ πιο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ψυχική, ἡ πνευματική τύφλωσι.
Εἶναι δέ ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ψυχική καί πνευματική τύφλωσι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Καί εἶναι θάνατος, ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23). Διότι ὅταν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, εἶναι πονηρός, εἶναι βλαμμένος, ὅλον τό σῶμα σου θά εἶναι βυθισμένο στό σκοτάδι(Ματθ.στ΄23), λέγει ὁ Κύριος.
Ὁ τυφλός Βαρτίμαιος ἔχει βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, μπροστά στόν Ἰησοῦ καί ζητεῖ ἔλεος. Καί δέχεται τό ἔλεος. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του, καί τοῦ εἶπε· ἀνάβλεψον. Καί ἀμέσως, μέ τό ζωοποιό καί φωτοδότη λόγο τοῦ Κυρίου, ξαναβρήκε τό φῶς του. Καί θέλοντας ὁ Κύριος νά μᾶς διδάξῃ τό Χρέος τῆς δωρεάν προσφορᾶς, δηλαδή τό ΧΡΕΟΣ νά εὐεργετοῦμε, χωρίς νά περιμένουμε εὐχαριστίες ,
ἐπαίνους καί δόξες καί ἀνταπόδοσιν τῆς εὐεργεσίας, ἀπέδωσε τή θεραπεία, ὄχι στόν ἑαυτόν Του, ἀλλά στήν πίστι τοῦ τυφλοῦ καί εἶπε: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Πόσοι ἀπό μᾶς συναισθάνονται τήν ἁμαρτωλότητά τους καί ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Κυρίου; Πόσοι εἰλικρινά μετανοιωμένοι, ἐπιστρέφουν καί ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν, τό φῶς τῆς ζωῆς; Πόσοι δέχονται τό Φῶς τῆς Ἀληθείας;
Δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότης παραμένει στό σκοτάδι. Οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι στόν κόσμο, δέν ἀναγνωρίζουν τά σφάλματά τους, δέν μετανοοῦν. Συνεχίζουν νά λατρεύουν τά εἴδωλα, τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρά, τά ἀναίσθητα καί τυφλά, τά κωφά καί ἄλαλα.
Συνεχίζουν νά κατασπαράσσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά παραμένουν «κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου». Καί ἡ πνευματική τύφλωσι παραμένει ἀθεράπευτη. Ὁ Θεραπευτής, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης,
ὡς ἄπειρη ἀγάπη, κρούει τήν Θύραν καί εἶναι ἕτοιμος νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ Κύριος διαπιστώνει ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τό Φῶς, ἀγαποῦν τό σκοτάδι. Καί αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος καί ἡ αἰτία, πού κρίνονται καί καταδικάζονται οἱ ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή «τό Φῶς (τῆς ἀληθείας, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός) ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20).
Πονηρά, φαῦλα εἶναι τά ἔργα τοῦ σκότους, τά ἔργα τῆς νύχτας, πονηροί καί φαῦλοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, καί, χειρότεροι ἀπό ὅλους, εἶναι αὐτοί οἱ λῃστές μέ τό «λευκό κολλάρο», τυφλοί καί ἀμετανόητοι, πού μισοῦν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, μισοῦν τήν Ἀλήθεια καί μέσα στήν ἀθεράπευτη πνευματική τους τύφλωσι πολεμοῦν τό Φῶς, πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί σωρεύουν συμφορές στήν ἀνθρωπότητα. Καί τό πιό φρικτό εἶναι, τό ὅτι, μέ φανατισμό καί δόλια μέσα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τήν πίστι στό Φωτοδότη, μεσα ἀπό τήν καρδιά μας. Θεωροῦν, οἱ δύσμοιροι, ὅτι εἶναι πρόοδος ἡ ἀνηθικότητα καί ἐπιδιώκουν νά μᾶς γυρίσουν πίσω, στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια. Θεωροῦν πρόοδο τό Σκότος, τή λατρεία τοῦ Σατανᾶ. Καί, χωρίς ντροπή, λατρεύουν τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα.
Προσπάθειά τους εἶναι ἡ πολτοποίησι τῶν Λαῶν, ἡ παγκοσμιοποίησι, ἡ Σατανοποίησι τοῦ κόσμου, μέ σκοπό νά φέρουν τό Μετρέγια, τόν Ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν ἄρχοντα τῆς Ψευτιᾶς, τόν Ἀντίχριστο, ὡς Παγκόσμιον Κυβερνήτη, μισοῦντες τό Φῶς, ἀρνούμενοι τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν.
Εἶναι
ὅμως καιρός νά καταλάβουν οἱ ἀνεγκέφαλοι ὅτι ὁ Ἀληθινός Μεσσίας ἦλθε καί εἶναι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου. Καί Ἐκεῖνος θά κρίνῃ τό Πότε θά
ἐπέμβῃ καί μέ τήν παρουσία Του καί μέ ἕνα μόνο φύσημα τοῦ στόματός Του θά
κονιορτοποιήσῃ τόν ἄνομον, θά ἐξαφανίσῃ τόν Ἀντίχριστο. Τό Πότε θά
ἐκμηδενίση τόν Διάβολο καί πάντα ἐχθρόν πολέμιον, μέ τήν ἔνδοξον ἐμφάνισι τῆς
Παρουσίας Του (πρβλ. καί Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3-8).Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ κοντά Του, γιά νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας, νά θεραπεύσῃ ὄχι μόνον τή σωματική, ἀλλά και τήν ψυχική καί τήν πνευματική μας τύφλωσι, ἀρκεῖ νά τό θελήσωμε. Καί λέγει· Τί σοι θέλεις ποιήσω;
Καί ὄχι μόνον μᾶς θεραπεύει, ἀλλά καί μᾶς ζητεῖ νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί δεχθοῦμε τό δικό Του Φῶς, καί νά γίνουμε ὅλοι Φῶς.
«Ἐγώ» λέγει «Φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα. ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ» (Ἰωάν. ιβ΄ 46). Καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὁ πάνσοφος, μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» καί μᾶς προτρέπει, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, λέγων: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γένησθε».