Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιβ΄ 16-21) .2ον.





Β΄ 

Ἡ  πλεονεξία εἶναι Ἀφροσύνη 
καί γεννᾶ  Παραφροσύνη.



«Εἶπε δέ παραβολήν πρός αὐτούς λέγων·

ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ
χώρα· καί διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων·
τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς
καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ΄ 16-17).

Ὁ Πανάγαθος Θεός εὐλόγησε ὅλη τή Χώρα. Ἔδωκε εὐκρασία, ἠπία, μέτρια θερμοκρασία ἀέρων,  εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς, γονιμότητα, πλούσια καρποφορία σέ ὁλόκληρη τή Χώρα καί συνεπῶς καί στά χωράφια τοῦ πλουσίου. Ἡ Εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δέν συνέτισε τόν πλούσιον. Παρέμεινε ἄκαρπος, ὁ ἄμυαλος. Ἀναστατώθηκε ὁ πλεονέκτης, διότι οἱ ἀποθῆκες του ἦσαν γεμᾶτες. Οὕτε στιγμή δέν σκέφθηκε τούς συνανθρώπους του, που ὑπέφεραν. Θεώρησε ὅτι τά ἀγαθά, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἦταν δικά του.
Ἀντί νά εὐχαριστήσῃ τό Θεό καί νά εὐχαριστηθῇ, διότι ὁ Κύριος τόν καθιστοῦσε Οἰκονόμον τῶν ἀγαθῶν καί νά Τόν δοξάσῃ, πού τοῦ ἔδιδε τήν εὐκαιρία νά ἀνακουφίσῃ τόν πόνον τῶν πτωχῶν συνανθρώπων του, νά τούς δώσῃ χαρά, αὐτός ἐσυλλογίζετο μέσα του καί ἔλεγε: Τί θά κάμω τώρα;
Ἐσκέπτετο μέ ἀγωνία μεγάλη· Τί ποιήσω; Βρίσκεται σέ ἀπόγνωσι, σέ ἀπελπισία. Ποῦ θά κρύψω τόσα ἀγαθά. Τί νά κάμω, διότι δέν ἔχω ποῦ νά συνάξω τούς καρπούς μου. Εἶναι ὅλοι δικοί μου. Εἶναι ὁ ἱδρῶτας μου.
Ἄμυαλε ἄνθρωπε, Τί ἔχεις πού δέν τό ἔλαβες ἀπό τό Θεό; Κι’ ἀφοῦ τό ἔλαβες ἀπό τόν πανάγαθο, γιατί καυχιέσαι σάν νά μήν τό ἔλαβες ἀπό αὐτόν; (Α΄Κορινθ. δ΄ 7). Ἄμυαλε, ποιός σοῦ ἔδωκε ὄρεξι γιά δουλειά; Ποιός σοῦ ἐδωκε  τή γῆ; Ποιός  σοῦ χάρισε τόν εὔκρατον ἀέρα; Ποιός ἔστειλε τόν ἥλιο καί  τή βροχή, γιά νά βλαστήσουν καί θρέψουν οἱ καρποί; Ποιός  σοῦ χάρισε τήν τόση εὐφορία;
Πῶς τολμᾶς καί θεωρεῖς τούς καρπούς τῆς γῆς  δικούς σου; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων;» (Ἰακ. α΄ 17).
Μάθε ἄμυαλε πλεονέκτη, ὅτι ὅλα τά ἀγαθά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἀγαθός και μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Μᾶς προσφέρει τά ἀγαθά Του, γιά να τά διαχειρισθοῦμε δίκαια. Νά τά μοιράσουμε μεταξύ μας, ὥστε νά μήν ὑπάρχῃ κανείς ἄνθρωπος  πού νά ὑποφέρῃ ἀνάμεσά μας. Νά ἀπολαμβάνουν ὅλοι τῶν ἀγαθῶν καί ὅλων ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά νά εἶναι μία.
Ὁ Καταχραστής, ὁ Κακός Οἰκονόμος, πού οἰκειοποιεῖται τά ξένα ἀγαθά, τά κρατάει γιά τόν ἑαυτό του, θά δώσῃ λόγο τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως καί θά τιμωρηθῇ. Θά εἶναι «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄13). Θά εἶναι ἀνελέητη ἡ κρίσις, γιά ὅλους ἐκείνους τούς πλεονέκτες, πού δέν ἔδειξαν  ἔλεος, πού δέν ἔδειξαν εὐσπλαγχνίαν εἰς τούς συνανθρώπους τους.
Οἱ πλεονέκτες, οἱ πονηροί δοῦλοι, οἱ κακοί Οἰκονόμοι θά βληθοῦν ὡς βλήματα πυροβόλου ὅπλου εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ.
Οἱ ἄφρονες ὅμως δέν καταλαβαίνουν τίποτε. Τυφλωμένοι ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας, τοῦ ἄδικου πλουτισμοῦ, συνεχίζουν νά τρῶνε πικρό ὀδυνηρό ψωμί. Νά ἀγωνιοῦν, γιά τό ποῦ θά κρύψουν καλά τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, γιά νά τά ἀπολαμβάνουν μόνον αὐτοί. Γι’αὐτό ὁ ἄφρων, (καί ὅλοι οἱ ὅμοιοί του ἄμυαλοι) τῆς παραβολῆς σιγοψυθιρίζει.  Τί ποιήσω; Ναί. Τώρα ξέρω τί θά κάμω:





«Καί εἶπε (ὁ ἄφρων)·  τοῦτο ποιήσω·  καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω, καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου, καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ΄18-19).
Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς κυριεύεται ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας, εἶναι ἄπληστος. Σκέπτεται μόνο τόν ἑαυτόν του. Εἷναι τυφλός . Δέν βλέπει τίς ἀνάγκες γύρω του. Ἐνδιαφέρεται μόνον, γιά τήν Καλοπέρασί του. Ἔχει Θεόν τήν κοιλία. Δέν πιστεύει στό Θεό καί τήν μετά θάνατον ζωήν. Πιστεύει πώς ἔχει νά ζήσῃ σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν παροικία «ἔτη πολλά». Δόγμα του εἶναι τό· «φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 32) καί σάν ἄνθρωπος, πού γνώρισε μόνον τίς σαρκικές ἀπολαύσεις καί τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας, παραλογίζεται καί λέγει: «Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καί θά οἰκοδομήσω μεγαλύτερες καί εὐρυχωρότερες. Καί θά συνάξω ἐκεῖ ὅλα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου, καί θά πῶ στήν ψυχή μου, ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά στίς ἀποθῆκες, πού φθάνουν γιά πολλά χρόνια. Μή νοιάζεσαι γιά τίποτε. Ἀπόλαυσε στή ζωή σου τά ἀγαθά. Φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Πόσον, ἀλήθεια, πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι, πού σκέπτονται ἔτσι, σάν τόν ἄφρονα πλούσιο!...
Λησμονοῦμε, δυστυχῶς,   ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, προσωρινοί, διαβάτες, μέ ἡμερομηνίαν λήξεως; Ποιός ἀπό μᾶς ὁρίζει τό χρόνο τῆς ζωῆς του στή γῆ; Τό γεγονός εἶναι ὅτι εἶναι ἄγνωστη σέ μᾶς, καί γνωστή μόνο στό Θεό, ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μας. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη πλάνη τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Ἡ δεύτερη μεγάλη πλάνη του εἶναι ὅτι δέν θέλει νά καταλάβῃ ὄτι γυμνός ἔρχεται ἐδῶ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του καί γυμνός φεύγει, δέν παίρνει τίποτε μαζί του, διότι δέν ἔχει καί τίποτε δικό του. Μόνον οἱ ἁμαρτίες του εἶναι δικές του. Ὅλα τά ἀγαθά, ὑλικά καί πνευματικά  εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τρίτη πλάνη τοῦ ἄφρονος εἶναι νά καταλάβῃ ὅτι πρέπει νἆναι καλός διαχειριστής καί ὄχι καταχραστής. Τετάρτη πλάνη εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δέν τρέφεται μέ σιτάρι καί βρώμη, οὔτε θεραπεύεται μέ χάπια ἀγχολυτικά καί μέ ἄλλα ψυχοφάρμακα. Εἶναι ἀνοησία νά λέγῃ ὁ ἄνθρωπος στήν ψυχή του ἔχεις πολλά ἀγαθά, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ὁ Κύριος βροντοφωνάζει καί λέγει  ὅτι «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπί παντί ῥήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ»(Ματθ. δ΄ 4).
Ὁ Κύριος ἦλθε γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὀποίαν ἔχουμε ἐμπαγῇ. Ἦλθε νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἀπάτη τοῦ κόσμου.
Ἦλθε ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη. Τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά λατρεύουμε τό Θεό ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ, μέ τήν καρδιά μας, καί νά ἀποδεικνύουμε συνεχῶς τήν ἀγάπη μας στό Θεό, μέ τήν ἀγάπη μας στόν συνάνθρωπό μας.  Νά ἀπαλλάγοῦμε ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας, πού εἶναι εἰδωλολατρία.
Ἧλθε ὁ Χριστός νά μᾶς ἑνώσῃ μέ τόν Θεόν-Πατέρα καί μεταξύ μας, σέ μιά κοινωνία προσώπων, μια κοινωνία ἁγίων, στήν ὁποίαν κανείς δέν θά λέγει ὅτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του εἶναι δικό του. Ἦλθε ὁ Κύριος νά βασιλεύσῃ στήν καρδιά μας.



Ἡ πλεονεξία εἶναι ἀφροσύνη καί γεννᾶ παραφροσύνη, τρέλλα καί μᾶς ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο Θάνατο, πού εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό Θεό.

Ὁ πλεονέκτης εἶναι δοῦλος τοῦ πάθους του καί δέν σέβεται τόν Θεόν, οὔτε ντρέπεται τούς ἀνθρώπους. Φροντίζει μόνον νά ἱκανοποιεῖ τό πάθος του καί νά ἀπολαμβάνει τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, σάν νά ἦσαν δικά του. Πιστεύει δέ μάλιστα ὅτι θά ἀπολαμβάνει τά χρήματα καί τά κτήματα εἰς ἔτη πολλά. Δέν κατανοεῖ ὅτι  μέ τήν πλεονεξία βυθίζεται στό Βόρβορο, στόν ὄλεθρο καί στήν ἀπώλεια.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά μᾶς ἀποτρέψη ἀπό τό φοβερό πάθος τῆς πλεονεξίας καί τῆς φιλαργυρίας, λέγει ὅτι ἀληθινός πλοῦτος εἶναι ἡ εὐσέβεια. «Ἡ εὐσέβεια εἶναι πραγματικά πηγή κέρδους, ὅταν ἀρκῆται κανείς σέ κεῖνα πού ἔχει. Δέν ἐφέραμε τίποτε στόν κόσμο καί εἶναι φανερόν ὅτι δέν μποροῦμε οὔτε καί νά πάρωμε τίποτε μαζί μας. Ὥστε ἄν ἔχωμεν τροφάς καί σκεπάσματα, ἄς ἀρκεσθοῦμε σ’ αὐτά. ἄς εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ αὐτά. Ἐκεῖνοι ὅμως πού θέλουν νά πλουτίσουν πέφτουν σέ πειρασμό καί παγίδα καί σέ πολλές ἐπιθυμίες ἀνόητες καί βλαβερές, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στόν ὄλεθρο καί στήν ἀπώλεια. Διότι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἠ φιλαργυρία. Λόγῳ τοῦ πάθους αὐτοῦ, μερικοί ἐπλανήθησαν ἀπό τήν πίστιν καί κάρφωσαν τόν ἑαυτό τους μέ βάσανα πολλά»( Α΄ Τιμόθ. στ΄ 6-10). Συνιστᾶ δέ σέ ὅλους ἐμᾶς, τούς πιστούς,  ὁ Παῦλος  νά ἀποφύγουμε τόν ἀνόητο πλουτισμό στή γῆ, νά ἀποφύγουμε τήν πλεονεξία καί νά «ἐπιδιώκουμε  δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα. Νά ἀγωνιζώμαστε τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α΄Τιμόθ.  στ΄ 11).
Ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τά πάθη μας, νά διώξῃ τήν πλεονεξία, τή φιλαυτία, τήν φιλαργυρία, τά βρωμερά αὐτά πάθη ἀπό τήν ψυχή μας καί νά μᾶς πῇ ὅτι «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, και ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21). Καί νά μᾶς τονίσῃ ὅτι «ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. ιθ΄ 17), καί ὅτι «ἐκεῖνος πού τρέφει τόν πτωχόν, τρέφει τόν Χριστόν» (πρβλ. Ματθ. κε΄ 35-40). Μόνον ἔτσι θησαυρίζει κανείς στόν οὐρανόν. Μόνον ἔτσι πλουτοῖ εἰς Θεόν.
Ὁ Πλεονέκτης δέν ὑπηρετεῖ τό Θεό, λατρεύει τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ὑπηρετεῖ τά πάθη του, τά δαιμόνια. Μάταια ἀγωνίζεται καί ὑποφέρει γιά νά σωρεύσῃ θησαυρούς στή γῆ. «Ἐπελθών γάρ ὁ Θάνατος ταῦτα πάντα  ἐξηφάνισται».
Καί ὅταν ἔλθῃ τό τέλος, αὐτά τά δαιμόνια, τά ὁποῖα ὑπηρέτησε στή ζωή του, ἔρχονται καί ἀπαιτοῦν νά πάρουν τήν ψυχή του.
Ὁ Κύριος τελειώνει τήν παραβολήν τοῦ ἄφρονος πλουσίου τονίζοντας τό οἰκτρό τέλος στό ὁποῖον ὀδηγεῖ τόν ἄνθρωπον ἡ πλεονεξία.
«Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ΄20). Αὐτό τρανώτατα φανερώνει ὅτι μόνον τίς ψυχές τῶν δικαίων παραλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι καί τίς ἐναποθέτουν εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Μόνον οἱ ψυχές τῶν δικαίων βρίσκονται «ἐν χειρί Θεοῦ» καί «εἰσίν ἐν εἰρήνῃ»( Σοφ. Σολομ. γ΄ 1-3).
Καί κλείνει τήν παραβολή τονίζοντας ὄτι ἔτσι ἀκριβῶς θά συμβῇ σέ κάθε φιλοχρήματο, σέ κάθε πλεονέκτη. Αὐτό τό τέλος θά ἔχῃ ἐκεῖνος πού θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά ἀπολαμβάνει μόνος του ἐγωϊστικά τά ἀγαθά τῆς γῆς, καί δέν ἀποταμιεύει, μέ τά ἔργα τῆς γνήσιας ἀγάπης, πνευματικούς θησαυρούς  στόν οὐρανό, ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νά ἐγκολπωθοῦμε το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, ὥστε μέ πράξεις ἀγάπης καί καλωσύνης νά θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, καί νά βρεθοῦμε στά Χέρια τοῦ Θεοῦ, στή Βασιλεία Του καί νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας καί νά  μετέχουμε εἰς  τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. ’Αμήν.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου