«Καί
τίς ἐστί μου πλησίον;»
Β΄
Γνήσιος
Φαρισαῖος, ὁ Νομοδιδάσκαλος, ψέφτης, ὐποκριτής
καί δόλιος, ἐνῶ ἐκάθητο μετά τῶν ἄλλων καί ἄκουε τό λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πού ἔρρεεν ἀπό τό Πανάγιον στόμα Του, κι’ ἀπό τό μέλι πιό γλυκός, καί ὅλοι
ἐκρέμοντο ἀπό τά χείλη του, ἐφθόνησε, ὁ ἀχρεῖος, τόν Κύριον θαυμαζόμενον,
καί, χωρίς ντροπή, ἀνέστη, καί, ὡς ἀλαζών, τόλμησε νά ἐκπειράσῃ τόν Κύριον, μέ
σκοπόν, δολίως, νά Τόν ὑποσκελίσῃ,
νά Τοῦ ρίξῃ τρικλοποδιά, μέ ἀπρόοπτες ἐρωτήσεις. Θέλησε, ὁ ἄμυαλος, νά περιπλέξῃ
τόν Κύριον, τόν πάνσοφον καί καρδιογνώστην. Ἡ πονηριά τοῦ νομοδιδασκάλου
φαίνεται καί ἀπό τό πρῶτο δόλιο ἐρώτημά του, πού εἶπε: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον
κληρονομήσω;».
Ὡς
διδάσκαλος τοῦ Νόμου, γνώριζε τί ἔχει γραφῆ στό νόμο. Ὑπεκρίθη ἄγνοια. Γνῶσιν εἶχε, ἀγάπην δέν εἶχε ὁ Φαρισαῖος. Καί ὀ Κύριος τόν κάθισε στό σκαμνί. Τοῦ
εἶπε: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Καί τότε ἀμέσως, ὁ ἄμυαλος,
ἀποκρίθηκε καί εἶπε: «Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ
ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Ὁ πανάγιος Θεός ζητεῖ
ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό. Ζητεῖ θερμή πίστι καί τέλεια ἀγάπη
στό Θεό, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν ἀγάπην
πρός τόν πλησίον. Ζητεῖ νά εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί του καί μεταξύ μας. Νά
βρισκώμαστε, μέ τή θέλησί μας, κάτω ἀπό τή δική Του Παντοδύναμον προστασία. Θέλει
νά νοιώθουμε ἀσφαλεῖς. Νά μή φοβούμαστε τίποτε καί κανέναν. Καί μόνον ἡ ἀγάπη
στήν «πρᾶξι» μᾶς ἐξασφαλίζει αὐτή τήν ἑνωσιν.
Μόνον μέ τήν ἀγάπη ἡ ἀνθρωπότης γίνεται «κοινωνία προσώπων», «κοινωνία ἁγίων».
Ὁ
ὑποκριτής νομικός γνώριζε τήν ἐντολήν καί τήν δίδασκε, ἀλλά δέ τήν τηροῦσε. Δέν
εἶχε ἀγάπην.
Ὅταν
ἀπήντησε, ὁ Κύριος ἐβεβαίωσε τήν ὀρθότητα τῆς ἀπαντήσεώς του καί τοῦ εἶπε: «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει και ζήσῃ».
Ἐπειδή
ὁ Κύριος, ὡς φιλάνθρωπος, ἐπῄνεσε τήν ὀρθότητα τῆς ἀπαντήσεως τοῦ νομικοῦ, ἐνῶ
θά ἔπρεπε νά ταπεινωθῇ μπροστά στόν μέγαν διδάσκαλον, ἀντίθετα φούντωσε, ἐξήφθη
ἡ ἀλαζονία του καί τόλμησε καί πάλιν νά ὑποβάλῃ δεύτερο, δόλιον ἐρώτημα, καί θέλοντας νά δικαιώσῃ τόν ἑαυτόν του, εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν:
«Καί τίς ἐστί μου πλησίον;»
Οἱ
Ἰουδαῖοι δυστυχῶς παρερμήνευαν τόν νόμον τοῦ Θεοῦ. Δέν θεωροῦσαν πλησίον κάθε
συνάνθρωπόν τους. Πλησίον, γι’ αὐτούς ἦταν μόνον οἱ
ὁμοεθνεῖς, οἱ ὁμόθρησκοι, οἱ συγγενεῖς. Ἐάν κάποιος δέν εἶχε δεσμούς
συγγενείας, θρησκεύματος ἤ ἐθνικότητος δέν ἐθεωρεῖτο πλησίον, ἀλλά ἐχθρός. Κάθε
ἐθνικός, εἰδωλολάτρης καί οἱ Σαμαρεῖτες ἀκόμη, ἦσαν ἐχθροί καί ἐάν δέν ἦσαν σέ
πόλεμο, δέν ἔπρεπε νά τόν φονεύσῃ, ἀλλά δέν εἶχε ὑποχρέωσι νά τον βοηθήσῃ στήν ἀνάγκη του, δέν εἶχε ὑποχρέωσι νά τόν σώσῃ,
ἄν κινδύνευε. Ὅλοι ὅσοι δέν ἦσαν Ἰουδαῖοι, πάντα τά ἔθνη, δέν ἦσαν «πλησίον»,
ἦσαν ἐχθροί. Καί οἱ Ἑβραῖοι ἐδιδάσκοντο:
«Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν ἐχθρόν
σου».
Ὁ
Κύριος ἔρχεται νά ἀλλάξῃ αὐτή τή νοοτροπία καί νά διδάξῃ τήν ἀγάπη καί πρός
τούς ἐχθρούς, τήν ἀγάπη σέ κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαρτήτως φύλου, ἔθνους, φυλῆς καί γλώσσης. Θέλει νά μάθουν
καλά οἱ ἄνθρωποι ποιός εἶναι ὁ πλησίον καί δέν λέγει ἀπ’ εὐθείας στόν νομικό ὅτι «πλησίον εἶναι κάθε ἀνθρωπος, πού ἔχει τήν ἀνάγκη σου», ἀλλά ἀπαντᾶ
μέ τήν Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Θά
πρέπει νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ἡ παραβολή αὐτή εἶναι λακωνικά, «ἡ Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος,
ἡ ἱστορία τῆς πτώσεως, ἀλλά καί τῆς, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναστάσεως καί σωτηρίας τῆς
ἀνθρωπότητος».
Ἡ Ἱερουσαλήμ
συμβολίζει τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, τόν ὁποῖον, μέ τή θέλησί
του, ἐγκατέλειψε ὁ ἄνθρωπος, διά τής παρακοῆς.
Ἡ Ἱεριχώ συμβολίζει
τή Χώρα τῆς ἀποστασίας, τῆς
ἀπομακρύνσεως
ἀπό τό Θεό, ἀπό τήν Πηγή τοῦ Ὕδατος τῆς Ζωῆς. Συμβολίζει τή Χώρα, χωρίς Θεόν,
τή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, τή Χώρα τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ, συμβολίζει τόν Ἀδάμ καί τούς ἐξ
Ἀδάμ, ὁλόκληρη τήν πεπτωκυῖαν ἀνθρωπότητα.
Τό
κατέβαινεν συμβολίζει τήν πτῶσι,
τήν κάθοδο ἀπό τά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ στά τάρταρα τοῦ ᾏδου, σημαίνει τήν ἀπομάκρυνσι
ἀπό τό Θεό, τήν ὑποδούλωσι στά πάθη καί τίς κακίες. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ
τά κτήνη στή σκέψι, καί στή συμπεριφορά ἀκόμη χειρότερος.
Οἱ λῃστές
συμβολίζουν τούς δαίμονες καί τά δαιμονικά πάθη, ἀπό τά ὁποῖα κυριεύεται ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος «λῃσταῖς περιέπεσεν, οἵ καί ἐκδύσαντες
αὐτόν καί πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Καί
πραγματικά ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά του πάθη, εἰσέρχεται στήν
ψυχή του ὁ Σατανᾶς καί περιέρχεται,
γυμνός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γεμᾶτος ψυχικές καί σωματικές πληγές, κείτεται ἡμιθανής, εἰς τήν ἐσχάτην ἀθλιότητα.
Λῃστές εἶναι
οἱ δαιμονάνθρωποι, οἱ κακοῦργοι κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ἔμποροι τῶν Ναρκωτικῶν (τοῦ λευκοῦ Θανάτου), οἱ ἔμποροι τῆς λευκῆς
σαρκός (οἱ σωματέμποροι), οἱ δουλέμποροι, καί πάνω ἀπό ὅλους οἱ ληστές μέ τό λευκό κολλάρο.
Αὐτοί
ξανασταυρώνουν τό Χριστό στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Ρωφοῦν
τό αἷμα τῶν πτωχῶν, κλέβουν, λῃστεύουν, τυραννοῦν, ἐκμεταλεύονται τούς
συναθρώπους τους καί τούς περιφέρουν στήν ἔσχατη ἀθλιότητα.
Σωρεύουν
συμφορές, ἀνάβουν φωτιές, δημιουργοῦν πολέμους καί ἀκαταστασίες πολέμων. Ἡ ἀγριότητα
τῶν λῃστῶν καί σήμερα, δέν συγκρίνεται μέ τήν ἀγριότητα τῶν ἀνήμερων θηρίων τῆς
Ζούγκλας. Θά ἦταν προσβολή τῶν Θηρίων τῆς Ζούγκλας, ἄν τούς λῃστές, τούς δαιμονανθρώπους αὐτούς, πού ζοῦν
χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπη, ἄν τούς
χαρακτηρίζαμε σάν ἄγρια ζῶα. Διότι τά ἄλογα ζῶα δέν κατασπαράσσουν τά ὅμοιά
τους, ἐνῷ οἱ λῃστές αὐτοί, οἱ κακοῦργοι, οἱ χωρίς Θεόν κατασπαράσσουν καί
κατατυραννοῦν τούς ὅμοιούς τους, τούς συναθρώπους τους.
Εἴδατε ποτέ Λιοντάρι νά τρώγει Λιοντάρι;
Ἤ Τίγρη νά κατασπαράσσῃ Τίγρη;
Ἐνῷ ἀντίθετα οἱ ἄνθρωποι, μακράν τοῦ Θεοῦ, κατατρώγουν τίς σάρκες τους, κατασπαράσσουν τούς ἀδελφούς τους.
Εἴδατε ποτέ Λιοντάρι νά τρώγει Λιοντάρι;
Ἤ Τίγρη νά κατασπαράσσῃ Τίγρη;
Ἐνῷ ἀντίθετα οἱ ἄνθρωποι, μακράν τοῦ Θεοῦ, κατατρώγουν τίς σάρκες τους, κατασπαράσσουν τούς ἀδελφούς τους.
Ὁ
Κύριος, μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, ἔρχεται νά μᾶς διδάξῃ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀδέλφια
μεταξύ τους, καί ὀφείλει ὁ ἕνας νά εἶναι «πλησίον», γιά τόν ἄλλον. Ὀφείλει νά ἀγαπᾷ ὁ ἕνας
τόν ἄλλον, ὅπως ἀγαπᾷ τόν
ἑαυτόν του.
Σκόπιμα
στήν παραβολή ἀναφέρει δύο πρόσωπα, τόν Ἱερέα
καί τόν Λευῒτην. Εἶναι οἱ πλέον ἐκλεκτοί
στόν κόσμο, εἶναι οἰ ἄρχοντες, πού ὑπηρετοῦν τόν Εὔσπλαγχνον Θεόν καί θά
περίμενε κανείς νά δείξουν ἔλεος εἰς τόν περιπεσόντα εἰς τούς λῃστάς, τόν ἡμιθανῆ, τό μισοπεθαμένο συνανθρωπό τους.
«Κατά συγκυρίαν δέ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ καί ἰδών αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δέ καί Λευῒτης γενόμενος κατά τόν
τόπον, ἐλθών καί ἰδών ἀντιπαρῆλθε».
Τόν
εἶδαν οἱ ἐκλεκτοί αὐτοί τοῦ λαοῦ, οἱ ἄρχοντες, τόν συμπατριώτη τους, τόν Ἰουδαῖον,
γεμᾶτον πληγές, λάσπες καί αἵματα, μισοπεθαμένο σ’ αὐτή τήν ἐρημιά. Δίδασκαν ἀγάπη
στούς ὁμοεθνεῖς τους, ὤφειλαν νά σπεύσουν καί νά βοηθήσουν τόν συνάνθρωπό τους,
στήν ἀνάγκη του. Αὐτοί ὅμως οἱ Ὑποκριτές, πού γνώριζαν τήν Ἐντολή τῆς Ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, καί ὄχι
μόνον γνώριζαν, ἀλλά καί δίδασκαν, δέν εἶχαν μέσα
τους ἀγάπη. Εἶχαν τήν ἰδέα γιά τόν ἑαυτόν τους ὅτι εἶναι ἅγιοι καί ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
εἶναι παρακατιανοί. Ἔκαναν τά πάντα «πρός
τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Σκέφθηκαν· ἐμεῖς τώρα πάμε νά ὑπηρετήσουμε τόν
εὔσπλαγχνον Θεόν, πῶς θά σκύψουμε πάνω σ’ αὐτόν τόν λασπομένο, τόν γεμᾶτο
πληγές καί αἵματα; Πῶς νά λερώσουμε τά χέρια μας; Ἡ περίθαλψις αὐτοῦ χρειάζεται πολύ χρόνο καί
χρῆμα. Ἐξ ἄλλου ποιός θά μᾶς δῆ καί θά μᾶς
ἐπαινέσῃ σ’ αὐτή τήν ἐρημιά;
Καί τόν ἐγκατέλειψαν μισοπεθαμένο καί ἀβοήθητο καί ἔφυγαν ὁλοταχῶς νά πᾶνε νά ὑπηρετήσουν τό Θεό ...
Τί εἰρωνία , Θεέ μου!...
Καί τόν ἐγκατέλειψαν μισοπεθαμένο καί ἀβοήθητο καί ἔφυγαν ὁλοταχῶς νά πᾶνε νά ὑπηρετήσουν τό Θεό ...
Τί εἰρωνία , Θεέ μου!...
Πόσοι
καί
σήμερα συνάνθρωποί μας, ὄχι μόνον δέν δείχνουν ἔλεος, σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκην,
ἀλλά καί
οἱ ἴδιοι τούς περιφέρουν στήν ἀθλιότητα;
Πόσοι
εἶναι αὐτοί, σήμερα, πού, κυριευόμενοι ἀπό τό πάθος τῆς φιλαυτίας καί τοῦ
ἐγωϊσμοῦ, δέν καταδέχονται, σάν τόν ἱερέα καί τόν Λευῒτην, νά
σκύψουν πάνω στό φτωχό, στόν πληγωμένο, τόν ἄρρωστο, γιά νά πλύνουν τίς
πληγές του καί νά τόν περιθάλψουν;
Πόσοι
εἶναι ἐκεῖνοι, πού, χωρίς ἔλεος, διαπιστώνουν τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων τους
καί ἀντιπαρέρχονται. Ἐπικίνδυνος εἶναι ὁ δρόμος, συλλογίζονται, ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος λῃστές,
ἐγκληματίες, ἄς σώσουμε τόν Ἐαυτούλη μας, τά χρήματά μας. Τί μᾶς ἐνδιαφέρει γιά
τόν ἄλλον; Κυριαρχεῖ ἡ Φλαυτία. Ἡ περίθαλψις ἑνός πληγωμένου θέλει χρόνο καί χρῆμα. Θέλει ἐνδιαφέρον.
Ἀπαιτεῖ θυσίες. Καί λείπει, δυστυχῶς, ἀπό τούς πολλούς τό πνεῦμα τῆς αυταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας.
Πρίν
λίγα χρόνια ἕνας λῃστής, ἕνας μεθυσμένος ἤ ἀπρόσεκτος ὁδηγός στήν Ὁδό Λένορμαν
κτύπησε μέ τό αὐτοκίνητό του ἕναν ἐξαίρετο νέο τριάντα περίπου ἐτῶν, τόν πέταξε
μισοπεθαμένο στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, λίγο παρακάτω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου
Κωνσταντίνου, καί τόν ἐγκατέλειψε ἀβοήθητο
καί ἔφυγε ὁλοταχῶς. Πολλοί περαστικοί εἶδαν τό παλικάρι, γεμᾶτο πληγές και αἴματα, νά ψυχορραγῇ καί κανείς δέν πήγαινε νά τόν βοηθήσῃ. Τόν δρασκέλιζαν καί ἔφευγαν
ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλον καί σιγοψιθύριζαν: Τί θέλουμε τώρα νά μπλέξουμε; Θά μᾶς
ἀνακρίνῃ ἡ ἀστυνομία. Τί ἐγινε; Πότε καί πῶς ἔγινε; Ποιός τό ἔκανε; Πᾶμε νά φύγουμε γρήγορα. Τί θέλουμε; Νά
βροῦμε τό μπελά μας; Κάποιος
φιλοτιμήθηκε καί πῆρε τηλέφωνο τήν ἄμεσο δρᾶσι καί τίς πρῶτες βοήθειες.
Κανείς δέν βρέθηκε νά βοηθήσῃ τόν τραυματισμένο. Ἕνας μόνον τόν πλησίασε. Ὄχι ὅμως
γιά νά τόν βοηθήσῃ, ἀλλά γιά τόν λῃστέψῃ. Τοῦ ἅρπαξε τό βαπτιστικό του Σταυρό
καί τό ρολόϊ του καί ἔφυγε τρέχοντας.
Ὅταν
ἦλθαν οἱ πρῶτες βοήθειες, εἶχε ξεψυχήσῃ.
Ἡ μητέρα του τόν βρῆκε νεκρό καί ἦλθε καί
μέ βρῆκε στό Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Λένορμαν. Μοῦ διηγήθηκε τί εἶχε
συμβῆ στό μονάκριβό της καί μέ παρεκάλεσε νά προσευχηθῶ, γιά τήν ψυχούλα του.
Αὐτή
εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἡ πραγματικότητα τῆς Κοινωνίας μας καί σήμερα στήν καρδιά τῆς
Ἀθήνας. Σ’ αὐτή τήν ἀθλιότητα, σ’ αὐτή τήν ντροπή μᾶς ὁδηγοῦν ἡ διδασκαλία στά
Σχολεῖα μας τῶν Οὐπανισάδς, τῆς Βεδάντα
καί τοῦ κορανίου τοῦ μίσους.
Πετρῶσαν οἱ καρδιές. Ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Δρασκελίζουμε
τόν ἡμιθανῆ συνάνθρωπό μας καί τόν ἐγκαταλείπουμε ἀβοήθητο. Κι’ ἐμεῖς, οἱ Χριστιανοί; Πολλές φορές
φερόμαστε χειρότερα ἀπό τόν ἱερέα τῆς παραβολῆς καί τό Λευῒτη.Καί θά εἶναι ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος. Ὁ Θεός νά μᾶς λυπηθῆ καί νά μᾶς ἐλεήσῃ.
Στήν ἑπόμενη ἀνάρτησι θά δοῦμε
τί περιμένει ὁ Κύριος ἀπό μᾶς. Θά μᾶς ὑποδείξῃ νά ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά
Του, τό παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Θά μᾶς διδάξῃ νά πράξουμε, ὅπως Ἐκεῖνος, ἔτσι κι’ ἐμεῖς. Μέ τήν ἀγάπη Του θά μᾶς πῇ:
«Πορεύου καί σύ ποίει ὀμοίως». Μόνον ἄν παρασταθούμε μέ τρυφερότητα καί στοργή στόν κάθε ἐμπερίστατο ἀδελφό μας, τότε θά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν.
«Πορεύου καί σύ ποίει ὀμοίως». Μόνον ἄν παρασταθούμε μέ τρυφερότητα καί στοργή στόν κάθε ἐμπερίστατο ἀδελφό μας, τότε θά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου