«ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙ ΓΗΣ, Υ Ψ Ω Θ Η Τ Ε ! »
Πετρώσανε οἱ καρδιές. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη.
Οἰ πιό πολλοί ἐνεπάγημεν εἰς ἰλύν
βυθοῦ.
Γίναμε ἕνα μέ τή γῆ, σιχαμερά ἑρπετά...
Μακρυά ἀπό τό Θεό, χωρίς ἀγάπη, χωρίς σκοπό, βαδίζουμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, μέ βαρειά καρδιά, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, «συγκύπτοντες», μή δυνάμενοι ἀνακῦψαι εἰς τό παντελές, κάτω ἀπό τό βάρος τῶν πολλῶν μας ἁμαρτιῶν, Ἰησοῦ, Θεέ μου, ὁλοταχῶς βαδίζουμε στό Χαμό.
Ἡ συμπεριφορά μας προσβάλλει κι’ αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ζῶα. Στρέφει ὁ Μανασσῆς καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφό του. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας, πού σέβεται τόν Θεόν, καί πολλοί
καυχῶνται, γιά τά ἀτοπήματά τους. Χάθηκε
τό χρῶμα τῆς ντροπῆς, τό κάλλιστον, τό τῆς αἰδοῦς
ἐρύθημα! Ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες μας, Κύριε,
ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες μας, καί
καθημερινά
πληθαίνουνε τά κρίματά μας. Πολλή λάσπη!
Ἀσέληνη νύχτα εἶν’ ἡ ζωή μας! «Δέσμιοι
τῆς
γῆς». «Δέσμιοι σκότους καί αἰχμάλωτοι
μακρᾶς, παρατεταμένης, νυκτός» (Σοφ.Σολ.17,2).
Μακρυά Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ,
μετουσιώσαμε
τόν Παράδεισο, σέ Κόλασι. Στενάζουμε
στήν
ἄβυσσο τῆς Ὀδύνης, στήν φοβερή αὐτήν ἐδῶ
τήν Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος... καί τό
πιό
φρικτό, εἶναι ὅτι δέν μετανοοῦμε, καί ὄχι μόνον, ἀλλά, δυστυχῶς, ἐμμένουμε, μέ λυσσώδη μανίαν εἰς τόν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου! Κύριε καί Θεέ μου, Ἰησοῦ μου, ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό αὐτήν
τήν αἰχμαλωσία, ἀπό αὐτή τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας
Ὀδύνης, ἄν ὄχι Ἐσύ, πού Σταυρώθηκες, γιά μᾶς;
Σταυρώθηκες, ἀντί ἡμῶν!
Ἐσύ, γλυκειά
μου Ἄνοιξις! Ἰησοῦ μου!
Ὤ Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, μόνον Εσύ,
θέλεις, ὡς
Πανάγαθος καί μπορεῖς, ὡς
Παντοδύναμος, νά
μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», στήν ὁποίαν
ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μόνον Σύ μπορεῖς καί
θέλεις, νά
μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί
ζωῆς πηγάς
ὑδάτων». Βοήθησέ μας, Κύριε, Σύ, ὁ ὁποῖος ἄφησες
τό Θεϊκό Σου Θρόνο καί κατέβηκες στή
γῆ, γιά νά
μᾶς ἀνεβάσῃ εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως.
Σύ, πού
μᾶς ἔλουσες καί μᾶς ἐκαθάρισες ἀπό
τίς ἁμαρτίες
μας, μέ τό πανάγιον αἷμα Σου...Σύ, πού ἵστασαι
ἐπί τήν θύραν καί κρούεις, φώτισε τά
σκοτάδια μας,
μας, λάμπρυνε τήν ψυχή μας! Ἔλα
γρήγορα, καί, ὡς
πῦρ καταναλίσκον, κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων
μας.
Κάμψε, λύγισε τήν ἀκαμψία τῆς ἀλόγιστης
ψυχῆς
μας. Κάμε, μέ τή Χάρι Σου, νά ἀκούσουμε
τήν πιό
γλυκειά καί ἀπό τό μέλι φωνή σου, καί
νά Σοῦ
ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, πρίν εἰς τέλος
χαθοῦμε.
Λυπήσου μας καί βοήθησέ μας νά ὑψωθοῦμε
εἰς
ὕψος θείας ἀναβάσεως, πάνω ἀπό τά
γήϊνα. Κάμε
νά νοιώσουμε τή Θεϊκή Σου συγκατάβασι
καί τήν,
ἐπί γῆς, εὐλογημένη Παρουσία Σου, νά
εἰσέλθουμε
στό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, νά Σέ
προσκυνήσουμε,
«ἐν σαρκί ἐληλυθότα», καί νά ἀλλάξουμε
ζωή. Καί
ἀκολοθοῦντες πιστά, τά ματωμένα Χνάρια Σου,
νά ὑψωθοῦμε, ν’ ἀνέβουμε ψηλά, στό
Γολγοθᾶ, στό
Θεό, «λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις
καί
ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί
ψάλλοντες ἐν τῇ
καρδίᾳ ἡμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄ 19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου