«ΥΛΗ ΕΙΣ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ».
Ὁ Πειρασμός, κάθε εἴδους δοκιμασία καί αὐτός ὁ πειράζων, ὁ Διάβολος, εἶναι «Ὕλη εἰς
τό αὐτεξούσιον». Καλοῦν σέ ἐγρήγορσι καί λειτουργία τόν Νοῦν καί τό
αὐτεξούσιον, τήν ἐλευθέραν Βούλησιν. Κάθε Ἐρέθισμα προκαλεῖ ἀνάλογη
Ἀντίδρασι. Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, νά διαλέξῃ,
νά ἀποφασίσῃ καί νά πράξῃ. Μπροστά σέ κάθε δοκιμασία καλεῖται νά διαλέξῃ τό δρόμο τῆς Ὑπακοῆς στό Νόμο
τοῦ Θεοῦ, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν ὄντως Ζωήν ἤ τό δρόμο τῆς Παρακοῆς,
πού ὁδηγεῖ εἰς τόν αἰώνιον Θάνατον. Εἰς τήν καλήν χρῆσιν τοῦ Νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας,
μᾶς ὁδηγοῦν οἱ Ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ
συνειδητή, ἀδιάλειπτος νοερά Προσευχή, ὅπως ἔχουμε πῆ, μᾶς ἐνισχύει καί μᾶς ὁδηγεῖ
εἰς τήν καλήν χρῆσιν τοῦ Νοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου. Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νά εἴμαστε
ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί: «Γίνου γρηγορῶν...ἐάν οὖν μή γρηγορήσῃς, ἥξω ἐπί
σέ ὡς κλέπτης...»(Ἀποκ.
γ΄2-3). Θέλει ὁ Κύριος νά εἴμαστε προσεκτικοί, γιά νά ἀποφεύγουμε τίς Παγίδες τοῦ ἐχθροῦ,
τοῦ Πειράζοντος, ὁ ὁποῖος συνεχῶς μᾶς παρακινεῖ εἰς τήν κακήν χρῆσιν τοῦ
Νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας, διότι μᾶς φθονεῖ, διά τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα». Καί
γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό Λόγο μᾶς πειράζει.
Κάθε πιστός ὀφείλει νά θεωρεῖ τόν
Πειρασμόν, ὡς «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον»,
δηλαδή ὡς δῶρον Θεοῦ, ὡς εὐλογίαν, διότι μᾶς κινεῖ εἰς χρῆσιν. Μᾶς ξυπνᾶ. Μᾶς καλεῖ νά ἐνεργήσωμεν. Νά περιπατήσωμεν ἐν ἀγάπῃ ἤ νά μή περιπατήσωμεν ἐν ἀγάπῃ.
Πολλοί ἀνθρωποι ἀντιδροῦν εἰς τόν
Πειρασμόν, ὅπως ὁ Πρωτόπλαστος καί κάνουν κακή χρῆσι τοῦ Νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας
τους καί ἐγκαταλείπουν τόν Θεόν, τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος μᾶς συνιστά νά θεωρήσουμε κάθε Πειρασμόν, κάθε δοκιμασίαν, ὡς πρόξενον
τελείας χαρᾶς καί λέγει: «Νά ἔχετε μεγάλην χαράν, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα
σέ πειρασμούς, σέ δοκιμασίες καί σέ διαφόρους θλίψεις. πρέπει νά χαίρεσθε,
διότι πρέπει νά ξέρετε ὅτι δοκιμάζεται ἡ
Πίστις σας στό Θεό, καί ἡ δοκιμασία τῆς πίστεως παράγει ὑπομονήν καί ἡ ὑπομονή
αὐτή, ἄς εἶναι ἀκλόνητος, ὥστε νά εἶσθε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι καί νά μή ὑστερῆτε
σέ τίποτε»(Ἰακ. α΄2-4). Ὁ Πειρασμός δέν πειράζει τούς δικούς του. Αὐτούς τούς ἔχει αἰχμαλωτίσει. Πειράζει τούς πιστούς καί προσπαθεῖ ἀκόμη νά πλανήσῃ καί τούς ἐκλεκτούς.
Διάβασα κάπου ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος βρέθηκε στ ήν Ἀλεξάνδρεια καί ὅταν νύχτωσε ζήτησε νά φιλοξενηθῆ σέ κάποιο σπίτι. Τόν εἶδε καάποιος καί τόν κάλεσε νά τόν φιλοξεμήσῃ στό σπίτι του. Τότε ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του, νά τόν ρωτἠσῃ, ἄν ἔχῃ πειρασμούς. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει πειρασμούς. Τότε ὁ ἅγιος εἶπε: Πᾶμε νά φύγουμε γρήγορα, γιατί, γιά νά μήν ἔχῃ πειρασμούς, τόν ἔχει κερδίσῃ ὁ Διάβολος. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι χρήσιμοι καί οἱ πειρασμοί. Μᾶς προκαλοῦν νά ἀντιδράσουμε καί μή εἰσέλθουμε σέ πειρασμό. Δοκιμάζεται ἠ Πίστις μας, ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ.
Εἶναι πραγματικά μακάριος, πανευτυχής
ὁ ἄνθρωπος πού ὑπομένει πειρασμόν, πού ἀντιμετωπίζει τόν Πειρασμόν καί κάνει
καλή χρῆσι τοῦ Νοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου. Εἷναι μακάριος, διότι τοῦ δίδεται ἠ εὐκαιρία
νά κάνῃ χρῆσι τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τοῦ αὐτεξουσίου, νά νικήσῃ καί νά διαφυλάξῃ τή σχέσι καί κοινωνία
του μέ τόν Θεόν καί νά γίνῃ ἄξιος νά λάβῃ τόν στέφανον
τῆς ζωῆς, πού ὑπόσχεται ὁ Θεός, εἰς ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν(Ἰακ. α΄12).
Εἶναι «ὕβρις», νά πῆ κανείς ὅτι ἀπό Θεοῦ πειράζομαι. Ὁ Θεός δέν προκαλεῖ
πειρασμόν ἁμαρτίας σέ κανένα. Ὁ ἄνθρωπος
πειράζεται ἀπό δική του κακήν ἐπιθυμίαν. Δηλ. ὁ Πειρασμός εἰς ἁμαρτίαν εἶναι
προϊόν τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου (πρβλ. Ἰακ. α’13-16). Οἱ ἄνθρωποι φέρουν ἔμφυτον τήν
ὁρμήν πρός τό Κακόν. Καί καλόν εἶναι, νά θεωρήσουν τήν Ὁρμήν αὐτήν ὡς «Ὕλην
εἰς τό αὐτεξούσιον» καί νά κάνουν καλήν χρῆσιν τοῦ Νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας
τους. Κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους Πάθη,
ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει εἰς τήν ψυχήν καί
εἰς τήν ζωήν μας τό Θάνατο(Ρωμ. η΄ 6 -7).
Ὁ Ἠγαπημένος Μαθητής λέγει ὅτι «πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία
τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ
πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ τοῦ κόσμου (Α΄ Ἰωάν. β΄16).
Ὁ Θεός εἶπε εἰς τόν ἄνθρωπον π.χ. «ἐν
τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τόν ἄρτον σου». Ὅ, τι δέν εἶναι προϊόν τοῦ ἱδρῶτος
μας, δέν μᾶς ἀνήκει. «Τά ἀγαθά κόποις κτῶνται» καί «τῆς ἀρετῆς προπάροιθεν, ἱδρῶτα θεοί ἔθηκαν ἀθάνατοι», ἔλεγαν οἱ ἄρχαῖοι μας πρόγονοι, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Ἑνός καί Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. πού εἶπε: «Ἐν τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τόν ἄρτον σου» (Γενέσ. 3, 19).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμίσῃ πράγματα, πού δέν εἶναι δικά
του, τότε ἐμπίπτει εἰς πειρασμόν καί καλεῖται νά κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ Νοῦ καί τῆς
ἐλευθερίας του καί νά νικήσῃ τήν κακή του ἐπιθυμίαν.
Ὁ Πανάγαθος μᾶς ὁδηγεῖ μέ τίς
πανάγιες Ἐντολές Του, ὥστε νά μή εἰσέλθουμε εἰς Πειρασμόν ἁμαρτίας, ἀνομίας, ἀλλά
νά κάνουμε καλή Χρῆσι τοῦ Νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας καί νά νικήσουμε πάντα
πειρασμόν. Ὁ Πρωτόπλαστος δέν πρόσεξε καί ὀδύρεται διότι δέν ἔκαμε καλή Χρῆσι
τῶν θείων δωρεῶν: «Ὡραῖος ἦν καί καλός εἰς βρῶσιν ὁ ἐμέ θανατώσας καρπός...»
Καί διά τῆς Παρακοῆς, ἔχασε τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς. Ὁ συνετός καί μυαλωμένος πιστός ἀντιμετωπίζοντας τόν πειρασμόν, ὅποιοδήποτε ἐρέθισμα, πρίν ἀπό κάθε του σκέψι, πρίν ἀπό κάθε του ἐνέργεια, διερωτᾶται Τί θά ἔλεγε, Τί θά ἔπραττε, Πῶς θά ἐνεργοῦσε ὁ Κύριος, ὥστε ἡ ἀντίδρασίς του εἰς κάθε ἐρέθισμα νά εἶναι σύμφωνη μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθόν, τό εὐάρστον καί τέλειον. Δηλαδή νά θέτουμε σέ λειτουργία τό αὐτεξούσιον, νά κάνουμε καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας μας.
Ὁ Πανάγαθος λέγει: «Εγώ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σου. Σέ ἐλευθέρωσα ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Δέν ὑπάρχουν γιά
σένα ἄλλοι θεοί, διότι ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλωτής» Εἶμαι δικός
σου καί σύ εἶσαι δικός μου( Ἑξόδ. 20, 1ἐξ. Δευτερ. 5, 6-9). Ἐγώ, λοιπόν, σοῦ συνιστῶ: «Πρόσεχε σεαυτῷ, μή ἐπιλάθῃ
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, τοῦ μή φυλάξαι τάς Ἐντολάς αὐτοῦ καί τά κρίματα καί τά
δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαί σοι σήμερον»(Δευτερ. 8, 11). Σοῦ συνιστῶ,
λοιπόν, σέ προστάζω:
«ΟΥΚ ΕΠΙΘΥΜΗΣΕΙΣ ΟΣΑ Τῼ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ ΕΣΤΙ» ( Ἐξόδ. κ΄17. Δευτερ. 5, 21). «Πρόσεχε σεαυτῷ, ἵνα προσέχῃς Θεῷ».
Κάθε πιστός ὀφείλει
νά προσέχῃ καί νά νικᾷ τήν κακήν του Θέλησι. Νά ὑποτάσσῃ τό δικό του Θέλημα εἰς
τό Πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλει νά χρησιμοποιεῖ καί τόν Πειρασμόν, τήν
κακήν του ἐπιθυμίαν, ὡς ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον καί νά κάνῃ καλήν χρῆσιν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἀποτρέπει π. χ.
ἀπό τόν ἀνόητον πλουτισμόν, γιά τόν ἑαυτόν
μας στή γῆ. Μᾶς φέρει σέ ἐπαφή, μέ τήν πραγματικότητα καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι,
«οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας
πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἴτινες βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν.
Ρίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν
τῆς πίστεως καί ἑαυτούς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς»(Α΄Τιμόθ. στ΄9-10). Αὐτοί, οἱ ἀνόητοι, πού δέν ἐννοοῦν
«τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων», δέν χρησιμοποιοῦν
τόν πειρασμόν τοῦ πλουτισμοῦ, ὡς «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον», ὥστε νά
διακρίνουν τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί νά κατανοήσουν ὅτι πάντα τά ἀνθρώπινα εἶναι
σκιᾶς ἀσθενέστερα καί νά νικήσουν τόν πειρασμόν, ἀλλά πέφτουν στήν παγίδα τοῦ Πονηροῦ καί
βυθίζονται εἰς καταστροφήν καί ἀπώλειαν.
Χάνουν τήν πίστιν τους στό Θεό καί ἐμπήγουν τόν ἑαυτόν τους σέ πολλούς πόνους καί ἀγωνίες καί χάνονται.
ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, ΚΑΙΡΟΣ νά
χρησιμοποιήσουμε τίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί αὐτόν
ἀκόμη τόν Ὄφιν τόν ἀρχαῖον, τόν Διάβολον , ὡς «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον»
καί νά εἴμαστε ἀγρυπνοι καί προσεκτικοί, νά κάνουμε καλή Χρῆσιν τοῦ αὐτεξουσίου
καί ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, ΝΑ ΑΞΙΩΘΟΥΜΕ νά κατανοήσωμεν ὅτι ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, καί ΝΑ ΔΟΞΑΖΩΜΕΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ, διότι Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.ΑΜΗΝ.