ΚΑΙ ΔΙΕΡΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΑΥΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ.
«Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ
γενετής».
(Ἰωάν. θ΄1).
Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη, ὁ πάνσοφος Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος. Καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ κορωνίς τῆς Δημιουργίας Του. Τόν τίμησε, μέ τήν τιμήν τοῦ· «κατ’ εἰκόνα». Ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ». «Ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καί εὐλόγησεν αὐτούς». Τόν ἔπλασε «δυνάμει Θεόν». Τοῦ δώρησε «Νοῦν». γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό κακόν καί «ἐλευθερίαν Βουλήσεως», ὥστε νά ἐκλέγῃ τό Καλόν ἤ τό Κακόν, ὥστε μέ τήν καλήν χρῆσιν τῶν δώρων αὐτῶν, νά ἔχῃ τήν Χαράν νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ Θεός». Νά φθάσῃ, δηλαδή, μέ τή Θέλησί του ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα», εἰς τό · «καθ’ὁμοίωσιν». Ἔχει τό «δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν» καί τό «δυνατόν τού ΜΗ ἀποθανεῖν». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, λέγει ὁ Δαυῒδ, «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς»(Ψαλμ. 48,13, 21). Ξέπεσε ἀπό τό ὕψος τῆς τιμῆς τοῦ· «κατ’εἰκόνα». Ἔγινε ὅμοιος μέ τά ἄλογα κτήνη καί ζῆ σάν κτῆνος καί πεθαίνει σάν κτῆνος. Ξέφυγε ἀπό τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς, ξεστράτησε καί, διά τῆς παρακοῆς, δέν μπόρεσε νά ἀνέβη ἄνω, νά γίνῃ, μέ τή Θέλησί του Θεός κατά χάριν. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, «δυνάμει Θεόν», μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Ἐπειδή «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄Τιμόθ. β΄4). Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος τῆς Παρακοῆς, δέν μπορεῖ νά ἀνέβη ἄνω καί νά γίνῃ Θεός. Ἐπειδή ἡ προαιώνιος Βουλή τοῦ Θεοῦ εἶναι νά γίνῃ ὁ ἄνθρωπος Θεός καί κανείς καί καμμιά δύναμις δέν μπορεῖ νά ἀνατρέψῃ τίς προαιώνιες Βουλές Του, ὡς στοργικός Πατέρας, ὡς ἄπειρος ἀγάπη, τόσο πολύ ἀγάπησε τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱός Του τόν Μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄15-16). Οὕτως, ἐπειδή δέν μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νά ἀνέβη ἄνω, κατέβη Αὐτός κάτω, ἐπειδή δέν μπόρεσε νά γίνῃ ὁ ἄνθρωπος Θεός, ἔγινε ὁ Θεός, ταπεινός ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Οὕτως ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» ( Ἰωάν. α΄14). Ὁ τέλειος Θεός γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἔρχεται κοντά μας, καί ὅπως ἔχουμε πῆ, μᾶς ἐπισκέπτεται, ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅπου καί ἄν βρισκώμαστε, ὅ, τι κι’ ἄν κάνουμε.
Κανείς ἄς μή ἀμφιβάλλει. Δέν παραβλέπει. Ὅλα εἶναι φανερά στά μάτια τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης. Γνωρίζει καλά ὅτι «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες». Γνωρίζει καλά τί κάνει. Καί δέν ἔρχεται στόν κόσμον, γιά νά καλέσῃ ἐκείνους, πού νομίζουν τούς ἑαυτούς του, πώς εἶναι δίκαιοι, ἀλλ’ ἔρχεται γιά νά καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ΄12-13).
«Καί παράγων εἶδεν τυφλόν ἐκ γενετῆς»(
Ἰωάν θ΄1). Τόν βλέπει καί τόν θεραπεύει. Σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεώς
Του, δέν εἶναι νά κρίνει τόν κόσμον, ἀλλά νά σώσῃ τόν κόσμον
(Ἰωάν. ιβ΄ 47). «Ὁ
λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»(Ἰωάν. ιβ΄48). Καί γιά νά ἀκολουθήσουμε τά Χνάρια Του καί νά
θεραπεύουμε πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ, εἶπεν: «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι
τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρᾳ ἐστίν· ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ΄4). Καί
ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεραπεία ἐκείνων, πού ἔχουν ἀνάγκην θεραπείας. Καί ὅσο ζοῦμε,
ὀφείλουμε νά ἐργαζώμαστε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, διότι ἔρχεται νύξ, ἔρχεται
ὁ Θάνατος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καί συνεπῶς δέν θά μποροῦμε νά
ἐργαζώμαστε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ στό σκοτάδι, τή νύκτα.
Ὁ Χριστός μᾶς τονίζει καί λέγει: «
Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾧ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου(Ἰωάν. θ΄5). Καί χαρίζει τό φῶς στόν ἐκ γενετῆς
τυφλόν. Θεραπεύει τήν σωματική του τύφλωσι. Ἡ Θεραπεία του δέ αὐτή, τοῦ θεραπεύει
καί τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς. Θεραπεύει, ἀλλά δέν ἐξαναγκάζει.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ἐπισκέπτεται ὅλους ἐκείνους
πού, μέ τήν κακή τους Θέλησι, εὑρίσκονται κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ
Θανάτου.
Ἔρχεται κοντά καί στούς δικούς Του, τούς Ἰουδαίους, καί οἱ δικοί Του δέν Τόν
δέχονται. Παραμένουν, μέ τή κακή τους θέλησιν εἰς ᾏδου βυθόν. Ἀρνοῦνται τόν ἀληθινόν
Μεσσίαν καί περιμένουν τόν Ψεύτικον. Ὁ Κύριος δέν τούς ἐξαναγκάζει, τούς καλεῖ
καί δέν δέχονται τήν πρόσκλησί Του, μολονότι γνωρίζουν ὅτι «τό ἐμμένειν
ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ», τό νά ἐμμένουν κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ
θανάτου, εἶναι σατανικόν. Μισοῦν
τό Φῶς, γιατί εἶναι βρωμερά τά ἔργα τους, δέν μετανοοῦν καί δέν σώζονται. Kαί ὁ Πανάγαθος «οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου