Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Ο ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ






Διαπρύσιος κήρυκας τοῦ Ευαγγελίου.




«Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις;
Εἶπε δέ ὁ Σαούλ· Τίς εἶ, Κύριε;
Ὁ δέ Κύριος εἶπεν·
Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὅν σύ διώκεις·
ἀλλά ἀνάστηθι καί εἴσελθε εἰς
τήν πόλιν, καί λαληθήσεται σοι
τί σε δεῖ ποιεῖν» (Πράξ. θ΄ 4-6).





Κύριέ μου Ἰησοῦ,
Ἦμουν ψυχικά τυφλός, ζοῦσα
σέ πυκνό, βαθύ σκοτάδι, καί,
χωρίς κακή προαίρεσι, βάδιζα
μέ ταχύ ρυθμό στόν ᾏδη, γύρω
μου  σκορπίζοντας  τόν πόνο,
δάκρυα καί συμφορές, ὡς ζηλωτής
τῶν πατρικῶν μου Παραδόσεων.
Νόμιζα πώς ὑπηρετοῦσα τό Θεό,
καί πότιζα μέ «χολήν καί ὄξος»
τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς Σου,
Πολυεύσπλαγνε Κύριε...

Σύ ὅμως, πού γνωρίζεις τά ἐσώτατα
βάθη τῆς ψυχῆς, τοῦ καθ’ ἀνθρώπου,
ἔξαφνα ἄστραψες γύρω μου τό δικό
Σου Φῶς, καί διέλυσες τά σκοτάδια
τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου.
Ἔνοιωσα, ξαφνικά, βαθειά, μεσα
στήν καρδιά μου, «τήν ἰλύν βυθοῦ»
τῆς πλάνης, εἰς τήν ὁποίαν εἶχα  ἐμπαγῆ,
ἀπό κακή, Φαρισαϊκή καθοδήγησι, καί,
μολονότι ἔγινα  φανατικός διώκτης τῆς
Ἐκκλησίας Σου,  ὡς Μακρόθυμος, Κύριε,
ἦλθες καί μέ ἀνέσυρες ἀπό τό βόρβορο τῆς
Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας καί μέ ἀξίωσες
νά συνειδητοποιήσω ὅτι  μόνον Σύ, εἶσαι
τό φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε
ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο, Κύριέ μου.




Πῶς μπορῶ νά περιγράψω τή Χαρά καί τή χάρι,
ὅταν ἔπεσαν ἀπό τά μάτια μου κάτι σάν λέπια
καί ἀνέβλεψα καί γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπό ἅγιον
Πνεῦμα;... Μένω ἔκθαμβος, ἐκστατικός, μπροστά
στό θαῦμα τῆς Συγκαταβάσεώς Σου, Πολυέλεε!
Τώρα, μετά ἀπό τή ζωντανή ἐπίσκεψι στή ζωή
μου, τῆς Εὐσπλαγχνίας Σου, νοιώθω τό μέγεθος τῆς 
Πλάνης μου καί ὁμολογῶ ὅτι, Σύ καί μόνον εἶσαι



τό Φῶς τοῦ κόσμου καί τό Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου. 
Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια,  ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Σύ εἶσαι τό γλυκύ μου ἔαρ. Δέν βρίσκω λόγια, νά ἐκφράσω τή λατρεία μου, Σέ Σένα. Τώρα πιά ὁ κόσμος εἶναι νεκρός, γιά μένα. Κι’ ἐγώ εἶμαι νεκρός γιά τόν κόσμο. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».




καί «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Ναί. Ἐγώ ὁ ἐλεεινός διώκτης, διακηρύττω σέ κάθε πλανεμένο, ὅτι τώρα ζωή μου εἶναι ὁ Χριστός καί τό νά πεθάνω γιά τό Χριστό, γιά μένα εἶναι «κέρδος», γιατί θά βρεθῶ συντομότερα κοντά στό Λυτρωτή μου!...
Πόσο θἄθελα τά φτωχικά μου λόγια νά ἀγγίξουν
τίς ψυχές τῶν πλανεμένων ἀδελφῶν μου, ὥστε νά
νοιώσουν τήν πλάνη τους καί νά ἐπιστρέψουν στήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, νά ἀνοίξουν τήν καρδιά τους στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουν «Πρᾶξι»!...Ἀλήθεια, καί τήν ψυχή μου θἄδινα, γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί μου!...

Ἄμυαλε ἄνθρωπε, πάρε τό κολλύριον, πού σοῦ προσφέρει ὁ Χριστός δωρεάν καί ἄλειψε τά μάτια τῆς ψυχῆς σου, γιά νά δῆς τόν Κύριο, νά δῆς τό Φῶς, τήν Ἀλήθεια. 

Μετανόησε, λάβε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέξου τό λόγο Του, πού εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία.

Ταλαίπωρε τυφλέ, ἀγαπημένε, πῶς ἀφήνεις  τά καθάρια, τά κρυστάλινα νερά τῶν πηγῶν τῆς Ζωῆς καί παρασύρεσαι ἀπό τό Χείμαρο τῆς Πλάνης καί ἀπό τά λασπονέρια τῆς Ἀποστασίας, πού σταθερά, ξεχύνονται στή «λίμνη τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ»;
Πῶς ἀλλάζεις τήν Πατρική Ἑστία μέ τό Χοιροστάσι αὐτῆς ἐδῶ τῆς παροικίας;
Πῶς ἀρνεῖσαι τόν «μόσχον τόν σιτευτόν» καί
προτιμᾶς τά κεράτια, πού ἐσθίουν οἱ χοῖροι;
Πῶς, μέ ποιά λογική, ἀφήνεις τόν οὐράνιον
ἄρτον, πού σίγουρα δίνει ζωή, και προτιμᾶς
τά «ξυλοκέρατα», πού τρῶνε τά γουρούνια;
Θεέ μου, λυπήσου μας καί ἄφησε νά ἀστράψη
καί στίς δικές μας καρδιές τό Θεϊκό Σου Φῶς,
πρίν νά εἶναι ἀργά... Ἔλεος Σοῦ ζητῶ...Ἔλεος!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου