Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Καί  ἡ πώρωσις τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων






εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με,

ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν,

κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί

τυφλοῖς  ἀνάβλεψιν,

ἀποστεῖλαι  τεθραυσμένους  ἐν ἀφέσει,

κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»

                                             (Ἡσ. 61, 1-2. Λουκ. δ΄ 18-19).

Ἅφατος, ἀνεκλάλητος, ἀπερίγραπτος εἶναι ἡ Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀμέτρητον, ἄπειρον εἶναι τό Ἔλεός Του. Μᾶς χάρισε νοῦν, γιά νά διακρίνουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε ἐκλέγουμε τό Καλόν καί νά βαδίζουμε στήν Ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, γιά νά  φθάσουμε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν καί νά νοιώθουμε τή χαρά τῆς δημιουργίας καί, δυστυχῶς, ἐμεῖς δέν κατανοήσαμε τήν τιμήν, καί ὄπως λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ, κάνοντας κακήν χρῆσιν τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας, γίναμε ὅμοιοι μέ τά ἄλογα κτήνη κατά τήν σκέψιν καί ὀμοιωθήκαμε μέ αὐτά. Ἡ πώρωσις, ἡ ἀπολίθωσις, ἡ Παντελής διαστροφή τοῦ χαρακτῆρος, ἡ πλήρης ἀναισθησία μας, ἡ ἀποχαύνωσίς μας, ἡ ἐκ ψυχικῆς πωρώσεως ἀδιαφορία πρός τήν Ἐντολήν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μᾶς ὡδήγησε καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἔσχατη ἀθλιότητα, μᾶς ὁδηγεῖ πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Ἡ πώρωσις καί ἀμετανοησία τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων δέν περιγράφεται. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Ὑψώσαμε σέ Θεότητα τήν παραφροσύνην. Ζωντανό παράδειγμα ἡ σχιζοφρενική μας ἐποχή. Ἡ ἐποχή τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἤ καλλίτερα τῆς σατανοποιήσεως. Οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα . Μιλᾶμε γιά Δημοκρατία καί στήν πρᾶξι ἐννοοῦμε τήν Ἀσυδοσία. Χάθηκε τό χρῶμα τῆς ντροπῆς. Χάθηκε τό φιλότιμο. Ὀνομάζουμε ἰδιαιτερότητα, κάθε διαστροφή. Ἐνῶ ὁ Θεός θέλει νά στάζῃ μέλι τό στόμα  μας, ἐμεῖς ὄντως τρελλοί, δέν ἔχουμε ποτέ ἕναν καλό λόγο νά ποῦμε, καί τό στόμα μας στάζει δηλητήριο Ὀχιᾶς. Στό διάβα μας σωρεύουμε συμφορές. Πολτοποιοῦμε τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Ξεριζώνουμε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν πατρική τους Ἑστία, γιά νά ἱκανοποιήσουμε, τόν Ἐγωϊσμό, τήν ἔπαρσι, τή φιλαρχία, τήν πλεονεξία καί τά βρωμερά, τά χαμηλά μας Πάθη. Συνεχίζουμε νά λατρεύουμε τά δαιμόνια, τά εἴδωλα τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρά καί  τά ξύλινα, τά ἄψυχα καί νεκρά. Ὅλοι γνωρίζουμε τήν ἀθλιότητα τήν ὁποίαν καθημερινά ζοῦμε. Συμπεριφερόμαστε σάν νά μᾶς ἔχουν ναρκώσει. Μᾶς ποδοπατοῦν καί δέν ἀντιδροῦμε. Δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα κάθε κάκωσι. Καί οἱ Δυνάστες τῆς γῆς συνεχίζουν νά κακοποιοῦν.

Ὁ Πάνσοφος ὅμως Θεός, «Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4), ὡς Φιλάνθρωπος, ρίχνει τό πανάγιον βλέμμα Του γύρω Του μέ ὀργή, λυπημένος πολύ γιά τήν πώρωσι τῆς καρδιᾶς μας καί ἀποφασίζει, δι’ αὐτοῦ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του,  καί ἐν αὐτῷ, τήν λύτρωσι τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἄνοιξαν τά οὐράνια καί εἰς τόν Ἰορδάνη καί εἰς τό Θαβώριον Ὄρος, ὁ  Οὐράνιος Πατέρας μας ὁ Θεός παρουσιάζει τόν Υἱό Του στόν κόσμο καί λέγει: Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα( ἐν ᾧ, ἐν αὐτῷ καί δι’ αὐτοῦ καλῶς ἠθέλησα καί ἀποφάσισα, διά τοῦ Υἱοῦ μου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ  τή λύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά πάντα ἐγένοντο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ  γέγονεν(Ἰωάν. α΄ 2-3) Καί προστάζει τούς ἀνθρώπους νά ὑπακούουν εἰς Αὐτόν: «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ΄ 5).


Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας, ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν ἔρχομό τοῦ Κυρίου, προεφήτευσε τήν ἐνανθρώπησίν Του καί τόν σκοπόν τῆς ἀποστολῆς Του στόν κόσμο καί λέγει: «Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ κατέχει, μένει καί ἀναπαύεται εἰς ἐμέ τόν Μεσσίαν, μέ ἔχρισε μέ ὅλη τή θεϊκή χάρι, γιά νά ἐκπληρώσω τό σωτηριῶδες ἔργον μου, γιά τό ὁποῖον ἔγινα ἄνθρωπος. Καί μένει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου σέ Μένα, γιά νά κηρύξω τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας σέ κείνους, πού στεροῦνται τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί εἶναι πνευματικά γυμνοί, πτωχοί καί ἐλεεινοί, σέ κατάστασι ἐσχάτης ἀθλιότητος. Μέ ἔστειλε ὁ οὐράνιος Πατέρας νά ἰατρεύσω ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ καρδιά ἔχει συντριβή ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἔστειλε νά κηρύξω ἄφεσιν καί ἐλευθερίαν, σέ ὅλους ἐκείνους πού εἶναι δοῦλοι στό Κακό, αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, νά βοηθήσω τούς τυφλούς, ὅλους ἐκείνους, πού ἔχουν τυφλωμένο τό νοῦ, βυθισμένο στό σκοτάδι τῶν βρωμερῶν παθῶν τους. Μέ ἔστειλε νά ἐλευθερώσω  ἀπό κάθε ἐνοχή, ὅλους ἐκείνους, πού ἔχουν καταπληγωθῆ καί συντριβῆ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀρκεῖ νά πιστέψουν καί νά μετανοήσουν.  Μέ ἔστειλε ὁ Οὐράνιος Πατέρας νά κηρύξω καί νά ἀναγγείλω σέ ὅλους τήν ἔναρξι τῆς νέας ζωῆς, τῆς Καινῆς ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, μιᾶς ζωῆς, στήν ὁποίαν θά βασιλεύῃ ὁ Θεός, ἡ Ἀγάπη καί ἡ Δικαιοσύνη Του,μιᾶς ζωῆς, πού εἶναι ἀρεστή εἰς τόν Θεόν, καί τήν ὁποίαν λαχταροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι σ’ αὐτήν τήν ζωήν πραγματοποιείται ἡ ὑπό τοῦ Μεσσίου ἡ  Βουλή  τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων» (παρβλ.  Λουκ. δ΄ 18-19).


Ὁ Φιλάνθρωπος ἐπραγματοποίησε τήν προαιώνια Βουλή Του. Καί «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»(Ἰωάν.α΄14) καί ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ (Φιλιπ. β΄ 8), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄15-16). Ἐχάραξε, μέ τό παράδειγμα Του, μέ τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασί του, τήν Ὀδό τῆς ὑπακοῆς στό λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν ὁδόν τῆς ὄντως ζωῆς, τῆς Νέας ζωῆς.




Τώρα ἀπομένει τό δικό μας Χρέος. Ἔφθασε ὁ καιρός νά βάλουμε ἀρχήν στή ζωή μας, νά καθαρίσουμε τήν ψυχή ἀπό τή λάσπη, ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). Ἔφθασε ὁ καιρός, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον καί νά τό κάνουμε «Πρᾶξι», γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσιν στήν ψυχή μας. Ἔφθασε ὁ Καιρός, νά μετανοήσουμε, νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐπανεισέλθουμε στήν Πατρικήν  Ἑστίαν καί νά  ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν.
Νά ἀξιωθοῦμε, διά τῆς εἰλικρινοῦς, ἐμπράκτου μετανοίας, νά λάβουμε ἀπό τόν «πανακῆ ἰατρόν», τόν Χριστόν, τό «παμφάρμακον», πού θεραπεύει ὅλων τῶν εἰδῶν τίς τρέλλες, πού μᾶς δέρνουν. Καί σ’ αὐτό σημεῖον ζητοῦμε τό ΕΛΕΟΣ τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε νά μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Κύριος καί νά βασιλεύση
στήν καρδιά μας. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ τῆς Χαρᾶς, νά μᾶς κατατάξῃ εἰς τήν Χορείαν τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων Του. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ νά τόν ὑμνοῦμε καί, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.









1 σχόλιο: