ΠΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἡ ἐπικοινωνία καί συνομιλία
μέ τόν Θεόν.
«Καί εὐθέως ἠνάγκασε ὁ Ἰησοῦς
τούς μαθητάς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τό πλοῖον καί προάγειν αὐτόν εἰς τό πέραν, ἕως οὗ
ἀπολύσῃ τούς ὄχλους.
Καί ἀπολύσας τούς ὄχλους ἀνέβη
εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δέ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Ματθ.
ιδ΄ 22-23).
Ὁ
Κύριος ἀφοῦ πρῶτα θεράπευσε τούς ἀρρώστους τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, πού
συγκεντρώθηκαν γύρω Του, στήν ἔρημο, ὕστερα τούς ἔθρεψε πνευματικά μέ τό ζωοποιό Του λόγο, καί ἀμέσως μετά τούς ἔθρεψε καί σωματικά, γιά νά μᾶς διδάξῃ ὅτι, μέ τήν γνήσια ἀγάπη καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά λύσουμε
ὅλα τά προβλήματα τῆς ζωῆς καί νά κρατηθοῦμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν
Θεόν καί νά διαφυλάξουμε, στήν
ψυχή καί τή ζωή μας, τόν Παράδεισο.
Ὁ
Ἰησοῦς, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ νέος ἄνθρωπος, γίνεται Τύπος καί ὑπογραμμός,
μέ σκοπό νά ἀκολουθήσουμε τό
Παράδειγμά Του καί νά μείνουμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν Οὐράνιον
Πατέρα μας ,τόν Θεόν.
Μέ
τήν εὐλογημένη Παρουσία Του μεταβάλλει τήν ἔρημον, σέ Παράδεισο τρυφῆς, καί μᾶς διδάσκει Πῶς διαφυλάξουμε τόν
Παράδεισο. Μᾶς
διδάσκει ὅτι, γιά νά διαφυλάξουμε
τόν Παράδεισο εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά βρισκώμαστε σέ συνεχῆ, σέ ἀδιάλειπτη
σχέσι, κοινωνία, συνομιλία καί ἕνωσι μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας , τόν Θεόν.
Δηλαδή, ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος, πρέπει νἆναι
κολλημένη μέ τήν ἀναπνοή μας: «Μνημονευτέον
τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Τό πνεῦμα τό Ἅγιον, στή Γραφή, λέγει: «Πρόσεχε σεαυτῷ, μή ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου» (Δευτερ.6,12). Ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει τήν πραγματική Προσευχή, τήν πραγματική ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ
τόν Θεόν.
Ὁ Χριστός,
στήν ἔρημο, ἐνεργεῖ, ὡς τύπος τοῦ
τελείου ἀνθρώπου, καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν πραγματική Προσευχή. Ὡς ἄνθρωπος, «ἀναβλέψας εἰς τόν οὐρανόν εὐλόγησε» τούς
πέντε ἄρτους ἐν τῇ ἐρήμῳ, καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ-Πατρός, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐπολλαπλασίασε
τούς ἄρτους καί ἐχόρτασε «πεντακισχιλίους
ἄνδρας, χωρίς γυναικῶν καί παιδίων».
Ὁ
ἄνθρωπος μόνος του δέν μπορεῖ. Ἀλλά «τά ἀδύνατα
παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν»
(Λουκ. ιη΄ 27). Καί ἀμέσως, μετά τό
Θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ἀνάγκασε τούς Μαθητάς Του νά μποῦν στό πλοῖον
καί νά πᾶνε πρίν ἀπ’ αὐτόν εἰς τήν ἀπέναντι ὄχθην, ἕως ὅτου διαλύσῃ τά πλήθη τοῦ
λαοῦ. Καί ἀφοῦ διέλυσε τά πλήθη
τοῦ λαοῦ, ἀνέβη εἰς τό ὄρος, γιά νά προσευχηθῇ μόνος Του, ἐκεῖ στήν ἡσυχίαν, μακρυά ἀπό τό θόρυβο τοῦ κόσμου. Καί ὅταν βράδυασε καλά ἦταν ἐκεῖ
μόνος Του. Μόνος μόνῳ Θεῷ.
«Ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι».
Καί ἡ Προσευχή Του εἶναι Εὐχαριστία.
Εὐχαριστεῖ τόν Πατέρα, γιά τήν εὐλογία τῶν ἄρτων. Μᾶς διδάσκει νά εὐχαριστοῦμε
τόν Θεόν, πού μᾶς χαρίζει τήν ζωήν, τήν πνοήν καί τά πάντα. Ὁ Κύριος πάντοτε
προσευχόμενος, ὡς ἄνθρωπος, ζητεῖ, ἀπό
τόν Οὐράνιον Πατέρα, τήν δύναμιν, νά ποιεῖ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό πανάγιον. Καί,
ἀφοῦ ἀνέφερε στόν Πατέρα τό αἴτημά Του, ἔλεγε πάντοτε: «ἀλλ’ οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ. Γενηθήτω τό Θέλημά Σου». Καί τή
διδαχή αὐτή βίωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς παρέδωσαν μιά μικρή προσευχούλα,
πού τά λέει ὄλα. Εὐχαριστοῦν τό Θεό καί λένε: «Κύριε, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας,
ἐλέησον ἡμᾶς».
Ὁ
Κύριος δέ προσευχόμενος, δέν κοίταζε τό ρολόϊ του. Ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει: «Ὀψίας δέ γενομένης, μόνος ἦν ἐκεῖ» (Ματθ.
ιδ΄ 23).
Καί,
χωρίς ἀμφιβολία, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πιό γλυκό, πιό εὐχάριστο
καί πιό ὠφέλιμο, γιά τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν πραγματική ἐπικοινωνία καί συνομιλία
μέ τόν Θεό, ἀπό τήν πραγματική Προσευχή. Γαληνεύει, ἀναπαύεται, εὐφραίνεται ἡ
ψυχή μας, ὅταν πραγματικά ἐπικοινωνῇ καί συνομιλῇ μέ τόν Θεόν.
Γιά
νά καταλάβουμε τήν μεγάλη σημασία καί ἀξία τῆς πραγματικῆς Προσευχῆς, θά
προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε τήν ἀνάβασι τοῦ Κυρίου εἰς τό ὄρος.
«Ἀνέβη εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι κατ’ ἰδίαν». Ὁ Κύριος γνωρίζει πόσο ἀναγκαία
εἶναι ἡ ἡσυχία, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό κάθε εἴδους θόρυβο, γιά νά μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νά
προσηλωθῇ στό Θεό. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ὁ ἀσκητής λέγει ὅτι «Προσευχή εἶναι προσήλωσις νοῦ πρός Θεόν»,
«ἀνάβασις νοῦ πρός Θεόν». Ὁ Κύριος,
μέ τήν ἀνάβασί Του εἰς τό ὄρος, μᾶς διδάσκει ὅτι, γιά νά μπορέσουμε νά ἐπικοινωνήσουμε
καί νά συνομιλήσουμε μέ τόν Θεόν, ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε πάνω ἀπό τά γήϊνα, πάνω
ἀπό τά σαρκικά. Ὀφείλουμε νά διώξουμε
μέσα ἀπό τήν ψυχή μας κάθε τί πού μᾶς
κρατάει δεσμίους τῆς γῆς καί νά ἀνέβουμε
ἄνω. Ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος Κυρίου. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό
κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή καί νά ἐπιτελοῦμε
ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε μπροστά στό Θεό καί νά
συνομιλήσουμε μαζί Του. Ἄν δέν ἀνέβουμε
πάνω ἀπό τά γήϊνα, ἄν δέν ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης
Του, ἄν δέν ἀνέβουμε στή δική μας συκομορέα, ἄν δέν εἰσέλθουμε εἰς τό ταμιεῖον μας,
ἄν δέν ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι, δέν θά ἀνέβη ἡ προσευχή μας,
ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά εἶναι «βδέλυγμα» παρ’ αὐτῷ.
Ἄν πραγματικά θέλουμε νά ἐπικοινωνοῦμε
καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν Πατέρα, ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος, κατά
τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου. Νά σταθῇ ὁ καθένας μας «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», μόνος μόνῳ Θεῷ.
Νά παύσῃ ὁ καθένας μας νά εἶναι «δέσμιος τῆς γῆς», νά παύση νά παραμένῃ ἐμπεπηγμένος
εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Καί ὅλοι ὀφείλομε νά εἰσέλθουμε εἰς τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς
μας, νά ψάξουμε νά βροῦμε καί νά φονεύσουμε τόν Ὄφι, πού φωλιάζει μέσα μας καί
θανατώνει τήν ψυχή μας. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «τό φρόνημα τῆς σαρκός εἶναι ἔχθρα
εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο καί νά ἀνέβουμε πάνω
ἀπό τό σαρκικό φρόνημα (πρβ. Ρωμ. η΄ 6) «τά ἄνω ζητοῦντες, οὗ ὁ Χριστός, τά ἄνω φρονοῦντες,
μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ. γ΄ 1-2). Νά
καταλάβομε καλά ὅτι «τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος εἶναι ζωή καί εἰρήνη» καί νά
σταθοῦμε «εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως», ὥστε
νά ἀξιωθοῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν.
Εἷναι δέ φυσικόν νά ἀναπαύεται
ἡ ψυχή μας εἰς τόν Θεόν, διότι μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ».
Ὅταν ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς
καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενέσ. β΄7). Διά τῆς παρακοῆς ἀχρειώσαμε,
ἀμαυρώσαμε τό κατ’ εἰκόνα. Δέν ἀφανίσθηκε ὅμως, μέσα μας ἔμεινε ἔμφυτον τό «ἱερόν», τό «θεῖον ἐμφύσημα»
καί ἐναγωνίως ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τόν Θεόν καί ἀναπαύεται μόνον Σ’Αὐτόν. Ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος, στίς Ἐξομολογήσεις του, λέγει πρός Θεόν: «Κύριε, Σύ μᾶς ἔκαμες γιά νά φερώμαστε πρός Σέ καί ἀνήσυχος εἶναι ἡ ψυχή
μας, ἕως ὅτου ἀναπαυθῇ ἐν Σοί». Ὁ Γκαῖτε λέγει ὅτι «ἔτσι
εἶναι γεννημένος ὁ ἄνθρωπος, ψηλά ἡ ψυχή του νά πετᾶ κι’ ἐμπρός».
Ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τύπος καί ὑπογραμμός γενόμενος εἰς ἡμᾶς, ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι καί,
διά τοῦ φωτεινοῦ παραδείγματός Του, μᾶς τονίζει
ὅτι «πανανθρώπινη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί
συνομιλία μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας, τόν Θεόν, καί μάλιστα ὅτι ἡ Εὐχαριστία, ἡ
δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀ τελικός τῆς ζωῆς μας σκοπός.
Εἴθε νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας,
μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου, νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπό τά γήϊνα, καί
νά ἀξιωθοῦμε τῆς μακαρίας ζωῆς, νά σταθοῦμε
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ἀδιαλείπτως, νά συνομιλοῦμε μαζί του καί νά Τόν δοξάζουμε
εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Πόσο απλά και κατανοητά μας τα αναλύετε;
ΑπάντησηΔιαγραφή