«ΔΟΤΕ ΑΥΤΟΙΣ ΥΜΕΙΣ ΦΑΓΕΙΝ».
«Ὀψίας δέ γενομένης προσῆλθον
αὐτῷ
οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες·
ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καί ἡ ὥρα
ἤδη
παρῆλθεν· ἀπόλυσον τούς ὄχλους,
ἵνα
ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν
ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δέ Ἰησοῦς
εἶπεν
αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν·
δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ.
ιδ΄ 15-16)
Ὁ
Ἰησοῦς, ὁ τέλειος Θεός, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, γίνεται καί
τέλειος ἄνθρωπος, ἔρχεται κοντά μας καί διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν. Αὐτός,
«ὁ πανακής ἰατρός», κηρύσσει τό Εὐαγγέλιον
τῆς Βασιλείας καί, ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Του, θεραπεύει πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ (πρβλ.
Ματθ. δ΄23).Οἱ
μαθηταί εἶναι αὐτόπτες καί αὐτήκοοι
μάρτυρες τῶν θαυμασίων Του. Ἀκοῦνε μέ τά αὐτιά τους βλέπουν μέ τά μάτια τους
ὅτι «τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί
περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί
πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄ 5 ἑξ.). Καί παρόλα αὐτά συνεχίζουν νά τόν
βλέπουν ὡς ἄνθρωπον καί διαλέγονται μαζί Του ὡς ἴσοι πρός ἴσον. Δέν κατανοοῦν τή Θεότητά Του. Εἷναι
κολλημένοι στή γῆ καί τά γήϊνα καί συμπεριφέρονται ὡς χοϊκοί, γήϊνοι ἄνθρωποι.
Δέν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ παντοδύναμος υἱός τοῦ Θεοῦ, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» καί ἐνεργεῖ ὡς
Θεός καί ὅτι ἡ δύναμίς Του μπορεῖ νά χορηγήσῃ ἄφθονη τροφή, διότι ὅλα εἶναι
δυνατά παρά τῷ Θεῷ. Συλλογίζονται ὡς ἄνθρωποι αἰσθητικοί, πού δέν ἐννοοῦν ἀκόμη τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν ἀκόμη
λάβει τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σκέπτονται, ἀνθρώπινα, στενόκαρδα.
Δέν
μπόρεσαν νά καταλάβουν καί νά ὑψωθοῦν πνευματικά, οὔτε καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς πρίν ἀπό
τήν ὁμιλία Του στό συγκεντρωμένο πλῆθος «ἐθεράπευσε
τούς ἀρρώστους αὐτῶν». Δέν συγκινήθηκαν οὔτε ἀπό τήν ἀφοσίωσι τοῦ πλήθους στό Χριστό. Οὔτε γιά μια στιγμή
δέν σκέφθηκαν, νά μοιραστοῦν, μέ τό συγκεντρωμένο πλῆθος, τή λιτή τροφή τους, τούς πέντε κριθίνους ἄρτους καί τούς δύο ἰχθύας. Μέσα
στήν ψυχή τους βασίλευε ἡ ἐρημιά καί ὄχι «ἡ
Πίστις στό Χριστό, ἡ δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Τό μόνο, πού σκέφθηκαν ἦταν νά διαλυθῇ ἡ
συγκέντρωσις, νά φύγουν οἱ ἄνθρωποι, γιά νά προλάβουν ἀνοικτά τά καταστήματα νά
ἀγοράσουν τροφάς. Τό ἐνδιαφέρον τους, γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς φθάνει μέχρις αὐτοῦ
τοῦ σημείου. Νά φύγουν, νά διαλυθοῦν τά πλήθη, νά πᾶνε σέ ἄλλα μέρη, εἰς τά
χωριά, νά ἀγοράσουν τροφάς , γιά τούς ἑαυτούς των.
Εἶχαν κουρνιάσει κοντά στό
Χριστό, καθισμένοι στά πόδια Του. Κρέμονταν ἀπό τά χείλη Του καί τρέφονταν μέ
τόν πανάγιο λόγο, μέ τό οὐράνιον ἄρτον, μέ «τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον», τόν ζωοποιόν
ἄρτον, τόν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ γλυκύς Ἰησοῦς εἶχε μεταβάλει τόν ἔρημον
τόπον εἰς Παράδεισον τρυφῆς. Χαίρονται να βρίσκωνται γύρω ἀπό τον Ἰησοῦν Χριστό, πού εἶναι τό δένδρον τῆς Ζωῆς καί βρίσκεται στό μέσον τοῦ Παραδείσου τοῦ
Θεοῦ.
Κανείς δέν θέλει νά ἀποχωρισθῇ
τόν Κύριον. Κανείς δέν
σκέπτεται νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό
τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας.
Οἱ Μαθηταί κολλημένοι στή γῆ, μέ τήν ἀθῶα θά λέγαμε
πρότασί τους ἤ μέ τήν ἀπερισκεψία τους, μέ τήν ἀστοχασιά τους, ζητοῦν ἀπό τό Χριστό
νά μεταβάλῃ τόν παράδεισο καί πάλιν σέ ἔρημο τόπο.
Τραγική εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ
ξεριζωμοῦ τῶν ἀνθρώπων, πού ἐξαναγκάζονται νά ἀφήσουν τήν Πατρίδα τους, τήν
Πατρική Ἑστία, καί ξενιτεύονται γιά νά βροῦν ἕνα κομμάτι ψωμί.
Καί ἀκόμη πιο τραγική εἶναι ἡ
διαπίστωσις τῆς αἰτίας τοῦ Ξεριζωμοῦ τους. Καί δυστυχῶς αἰτία εἶναι ὁ Ἐγωϊσμός,
ἡ Πλεονεξία, ἡ Θεοποίησις τοῦ Ἑαυτούλη, ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία τῶν Ἐγκληματιῶν,
τῶν Ληστῶν μέ τό «λευκό κολάρο», πού ἐκμεταλεύονται τούς ἀδυνάτους συνανθρώπους
τους, γιά νά ἱκανοποιήσουν τά βρωμερά τους Πάθη καί μεταβάλλουν τόν Παράδεισο
τοῦ Θεοῦ σέ «Χοιροστάσι».
Αἰτία ξεριζωμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπό
τίς Πατρίδες τους εἶναι ἡ Συμμορία τῶν Ὀλίγων, πού ἀνάβουν φωτιές ἐδῶ κι’ ἐκεῖ
καί σωρεύουν συμφορές, γιά τήν καλοπέρασί τους.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τά ἀγαθά
τῆς γῆς φθάνουν καί περισσεύουν. Μποροῦν, μέ τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πλούσια νά
θρέψουν τό πληθυσμό τῆς γῆς.
Αὐτό δέν μπόρεσαν νά τό
καταλάβουν τότε οὔτε οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θέλει νά κρατήσῃ ἑνωμένους
τούς ἀνθρώπους γύρω Του, «ἐπί τό αὐτό».
Εἶναι πλούσιος ἐν ἐλέει. Μᾶς
τρέφει πνευματικά, μας θεραπεύει τίς ἀρρώστιες καί δέν μᾶς στερεῖ καί τῶν ἀναγκαίων
ἐπιγείων ἀγαθῶν. «Βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν Ἥλιον αὐτοῦ
ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς». Γι’ αὐτό καί στήν Πρότασι τῶν Μαθητῶν Του, ἀποκρίνεται
καί λέγει: Δέν ἔχουν ἀνάγκην νά φύγουν, νά ξενιτευθοῦν, γιά
νά βροῦν τροφή. Δῶστε τους ἐσεῖς νά φᾶνε.
Οἱ Μαθηταί, χωρίς νά ὑπολογίζουν
τή δύναμι τοῦ Θεοῦ λένε στόν Κύριο: Δέν ἔχουμε παρά μόνο πέντε ψωμιά καί δυό
ψάρια. Πῶς θά χορτάσουν «ἄνδρες πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικῶν καί παιδίων»;
Θά χορτάσουν μέ τήν ἀγάπη. Ὁ
Χριστός εὐλογεῖ τούς πέντε ἄρτους καί τά δύο ψάρια καί τά προσφέρει στούς Μαθητάς
καί οἱ Μαθηταί στά πλήθη καί μέ τή δύναμι τῆς ἀγάπης Του πολλαπλασιάζει καί τρέφει
πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς τίς γυναῖκες καί τά παιδιά καί δέν τούς διώχνει,
τούς κρατάει κοντά Του καί ἔχει καί περίσσευμα, δώδεκα κοφίνους πλήρεις.
Ὁ Θεός τρέφει τά πετεινά τοῦ
οὐρανοῦ καί ντύνει βασιλικά τά ἀγριολούλουδα. Δέν θά φροντίσῃ ἐμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
Ἡ Κοινωνική ἀδικία δέν
λύνεται μέ θεωρίες. Ἡ Λύσις εἶναι ἁπλῆ. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό
και νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά συναποφασίσουμε οἱ ἄνθρωποι
νά κάνουμε «Πρᾶξι» τήν Ἀγάπη Του στή καθημερινή μας ζωή. Μέ τήν Ἀγάπη
Του θά μεταβάλλουμε αὐτήν ἐδῶ τήν κόλασι, αὐτό τό «Χοιροστάσι», σέ τόπον ἀναψυχῆς,
σέ Παράδεισο, ὅπου ὅλοι μαζί, μέ ἕνα στόμα καί μέ μιά ψυχή θά ὑμνοῦμε καί ἀσιγήτως
θά δοξολογοῦμε τόν Κύριον, ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή