Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΡΟΜΑΖΕΙ


Τρόμος  καί ἀνασφάλεια.

«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καί ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν·
ἀπόλυσον τούς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα
» (Ματθ. ιδ΄ 15).

Χωρισθήκαμε ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν, διά τῆς Παρακοῆς. Ἀπεκδυθήκαμε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντυθήκαμε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς. Μακρυά ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς καί παραβαίνοντες τίς πανάγιες Ἐντολές τῆς Ἀγάπης Του μετουσιώνουμε, μέ τή θέλησί μας, τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, σέ Χοιροστάσι.
Ὁ Πανάγαθος καί Οἰκτίρμων, μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του. Ὁ ζωντανός Θεός, ὁ δημιουργός τοῦ Σύμπαντος κόσμου, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει νά ἀκολουθήσουμε τό δικό Του δρόμο. Σέβεται τήν ἐλευθερία μας, ἀλλά καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Δέν ἀφήνει ἀμάρτυρον τόν ἑαυτόν Του. Συνεχίζει νά μᾶς εὐεργετῇ (πρβλ. Πράξ. ιδ΄ 14-18), «ὅτι τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45). «Κρούει τήν θύρα», μέ τήν ἀγάπη Του, καί μᾶς καλεῖ νά κατανοήσουμε τίς φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του, νά ἐννοήσουμε τήν Ἀγάπη Του καί ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, νά ἀγωνισθοῦμε καί νά γίνουμε «τέλειοι, ὅπως ἀκριβῶς Αὐτός, ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Ματθ.ε΄48).
Δυστυχῶς ὅμως, ἐμεῖς δέν κατανοοῦμε τήν τιμήν, μέ τή θέλησί μας, ὁμοιωθήκαμε, λέγει ὁ Προφήτης, μέ τά ἄλογα κτήνη, εἰς τήν σκέψιν, καί παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Παραμένουμε βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπώμενοι», ὅπως λέγει ὀ Δαβίδ καί ὀ ἱερός Χρυσόστομος. Παραμένουμε πάντοτε χαμερπεῖς, συρόμαστε στή γῆς σάν τά σκουλήκια, σάν βρωμερά ἑρπετά καί τρῶμε χῶμα. Τόν Παράδεισο, πού μᾶς χαρίζει ὀ Θεός τόν μεταβάλλουμε σέ ἔρημο τόπο. Καί μᾶς τρομάζει ἡ ἔρημιά. Γεμίζει τήν ψυχή καί τή ζωή μας τρόμο καί ἀνασφάλεια. Κι’ ἡ παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς δέν μετριέται. Μᾶς τυφλώνει τῆς σαρκός τό φρόνημα. 
Δέν βλέπουμε τήν Εὐλογημένη ὁλοζώντανη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού μεταβάλλει τήν ἐρημιά εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Δέν ἀκοῦμε τή φωνή Του, πού ἀνασταίνει νεκρούς καί εἴμαστε δυστυχεῖς καί ἡ ἀγωνία καταθλίβει τήν Ψυχή μας.
Καί γιά νά καταλάβουμε καλά τόν ξεπεσμό μας καί τήν ψυχοσωματική μας τύφλωσι σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου καί πῶς ἔνοιωθαν οἱ  Μαθηταί Του, οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῶν θαυμασίων Του, πού δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τή Χάρι τοῦ Αγίου πνεύματος.
Μετά τόν τραγικό Θάνατο τοῦ Προφήτου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ἀπό τόν Ἀντίχριστο Ἡρώδη, ὁ γλυκής καί πρᾷος Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν
(Ματθ.ιδ΄13). Ἡ ἀναχώρησίς Του μας διδάσκει νά ἀποφεύγουμε, νά μή προκαλοῦμε τόν κίνδυνον καί νά καταφεύγουμε εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν, μέ σκοπόν τήν κοινωνία καί συνομιλία μας μέ τόν οὐράνιον Πατέρα.
Καί ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι τόν ἠκολούθησαν, καί μέ πόθο, μέ λαχτάρα, Τόν ἀναζήτησαν καί Τόν βρῆκαν εἰς ἐκεῖνον τόν ἔρημον τόπον. Ὁ Εὔσπλαγχνος καί Οἰκτίρμων εἶδε τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους και τούς εὐσπλαγχνίζεται καί ἀμέσως θεραπεύει τούς ἀρρώστους αὐτῶν (Ματθ. ιδ΄ 14).



Καί μετά τή χαρά τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν ἀρχίζει νά τούς τρέφει μέ τόν πανάγιο καί ζωοποιό λόγο Του. Ὁ λόγος ρέει γλυκύτερος κι’  ἀπό τό μέλι ἀπό τό πανάγιον στόμα Του. Θερμαίνει τίς ψυχές, ἐνισχύει, στηρίζει, φωτίζει, καθοδηγεῖ, ἀνεβάζει πάνω ἀπό τά γήϊνα. Εἷναι πραγματική τροφή καί τρυφή, ἵαμα, θεραπεία ὁ λόγος Του. Ἐξαφανίζει τήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς. ἐφοδιάζει τίς ψυχές μέ θάρρος, προσφέρει σέ ὅλους, ὅσους τόν δέχονται, μεγάλη δύναμι. Τούς ὑψώνει στά οὐράνια. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ΄ 46). Ὅλοι κρέμονται ἀπό τά πανάχραντα χείλη Του. Δέν νοιώθουν καμμιάν ἀνάγκη, οὔτε πεῖνα οὔτε δίψα, οὔτε κρύο, οὔτε ἐρημιά. Αἰσθάνονται πλήρεις. Δέν θέλουν νά Τόν ἀποχωρισθοῦν. Μέ τό λόγο Του ἐξαφάνισε τήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς μεσ’ ἀπό τήν ψυχή τους. Πρόσφερε σιγουριά καί ἀσφάλεια σέ ὅλους τούς πιστούς. Μετέβαλε τόν ἔρημον τόπον σέ Παράδεισο, μέ τήν ζωντανή Του Παρουσία. Κι’ Αὐτός, τό δένδρον τῆς Ζωῆς, εἰς τό μέσον τοῦ Παραδείσου τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ’Αποκ. β΄ 7). «Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ και ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» (Ἰωάν. στ΄33).Αὐτός τρέφει καί ζωοποιεῖ τούς πιστούς.


Ἄρχισε νά βραδυάζει. Οἱ κοντινοί Του, οἱ Μαθηταί, ἴδιοι σάν κι’ ἐμᾶς, ἀνησυχοῦν, νοιάζονται γιά τόν ὄχλο; Δέν ἔχουν λάβει τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀκόμη καί σκέπτονται ὡς ἄνθρωποι αἰσθητικοί, σαρκικοί. Δέν εἶδαν καί δέν ἔνοιωσαν τή Χαρά τῆς  θεραπείας τῶν ἀσθενῶν; 
Δέν τούς συγκίνησε ἡ ἀφοσίωσις τοῦ ὄχλου στό Διδάσκαλό τους; Δέν κατάλαβαν τίποτε ἀπό τά θεϊκά Του λόγια; Δέν ἔβλεπαν ὅτι «ἄνδρες ὡσεί  πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικῶν καί παιδίων» ἐκρέμοντο ἀπό τά χείλη τοῦ Διδασκάλου των;
Ἦσαν Μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Υἰοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Ζοῦσαν μαζί μέ τόν «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».
Καί ὅμως ἀκόμη δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Αὐτός εἶναι τά πάντα γιά μᾶς. Καί ὅτι ὅπου ὁ Χριστός δέν ὑπάρχει ἐρημιά, ἀλλά χοροί Ἁγίων καί Ἀγγέλων. Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί ὁ Παράδεισος.
Ὅταν ἄρχισε νά βραδυάζει πλησιάζουν ἀνήσυχοι τόν Διδάσκαλό τους καί τοῦ λένε: Διδάσκαλε, ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καί ἡ ὥρα περασμένη. Ἄφησε λοιπόν τόν κόσμο νά πᾶνε στά χωριά, πρίν κλείσουν τά καταστήματα, γιά νά ἀγοράσουν, γιά τόν ἐαυτό τους τροφές.
Τί φοβήθηκαν;  Ὅταν εἴμαστε προσκολλημένοι στή γῆς, σκεπτόμαστε καί φροντίζουμε μόνο γιά τόν ἑαυτούλη μας, ὅπως οἰ Μαθηταί. Δέν εἶχαν καταλάβει ὅτι εἶχαν μαζί τους τόν Δημιουργόν τοῦ Σύμπαντος. Αὐτόν πού φροντίζει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τά κρῖνα τοῦ ἀγροῦ. Δέν σκέφτηκαν νά μοιράσουν μέ τούς ἄλλους τά λίγα ἀγαθά, πού εἶχαν μαζί τους.
Καιρός νά παύσουμε νά εἴμαστε προσκολλημένοι στή γῆ. Νά ἀνέβουμε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως. Καί σέ αὐτό τό ὕψος μᾶς ἀνεβάζει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀκούει μέ ἐπιείκεια καί ἀτάραχος τούς Μαθητάς Του καί ὅλους ἐμᾶς καί, πολύ ἁπλά, μᾶς προστάζει: «ΔΟΤΕ ΑΥΤΟΙΣ ΥΜΕΙΣ ΦΑΓΕΙΝ».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου