ΙΝΑ
ΕΚ ΠΙΣΤΕΩΣ ΔΙΚΑΙΩΘΩΜΕΝ».
Πραγματικά ὁ Νόμος εἶναι παιδαγωγός. Ρυθμίζει τή ζωή μας ἔτσι, ὥστε νά εἴμαστε δίκαιοι καί νά ζοῦμε ἁρμονικά μέ τούς ἄλλους συμπολίτες μας. Μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τό Κακό καί μᾶς προτρέπει εἰς τά καλά ἔργα. Μᾶς προειδοποιεῖ δέ ὅτι ἡ παράβασις τῶν Νόμων τῆς Πολειτείας τιμωρεῖται. Μᾶς λέγει π.χ. «Οὐ φονεύσεις». Καί τονίζει ὅτι: ἄν παραβῇς τήν ἐντολήν αὐτήν, τότε θά τιμωρηθῇς μέ θάνατο. «Οὐ κλέψεις». Ἄν παραβῇς τόν Νόμον αὐτόν θά τιμωρηθῇς ἀναλόγως, διά λόγους εἰδικῆς καί γενικῆς προλήψεως. Οἱ Νόμοι μᾶς παιδαγωγοῦν. Μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τόν κακόν μας ἑαυτό. Εἶναι τά φρένα τῆς ζωῆς. Φαντάζεστε τί θά συμβῇ, ἐάν χαλάσουν τά φρένα τοῦ αὐτοκινήτου σας; Καταστροφή , πόνος, θάνατος. Συμφορά. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, οἱ Νομοθέτες ὀφείλουν νά θεσπίζουν Νόμους, συμφώνους πρός τό Θεῖον Δίκαιον, νά θεσπίζουν δίκαιον καί ὄχι ἄδικον δίκαιον. Διότι ὁ Νόμος εἶναι Παιδαγωγός, καί ἀπό αὐτόν ἐξαρτᾶται ἡ διάπλασις τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γίνῃ καλός Πολίτης, «καλός κἀγαθός ἄνθρωπος», καλός κοινωνός.
Δυστυχῶς μέ πικρία παρατηροῦμε ὅτι σήμερα, στή Σχιζοφρενική μας ἐποχή ψηφίζονται Νόμοι ἄνομοι, ἄδικον δίκαιον. Οἱ διαστροφές, οἱ ἀνωμαλίες, θεωροῦνται ἰδιαιτερότητες καί γίνονται Νόμοι τοῦ Κράτους. Εἶναι βέβαια αὐτονόητον ὅτι οἱ Νόμοι αὐτοί δέν παιδαγωγοῦν, ἀντίθετα μάλιστα ἀποπροσανατολίζουν κυρίως τήν Νέα Γενιά καί προάγουν τή διαστροφή καί τήν «προστυχιά»... καί βυθίζουν τούς πολίτες στή λάσπη τῆς ἀπογνώσεως καί γεννοῦν Παραφροσύνην. Ταῦτα πρός γνῶσιν καί συμμόρφωσιν τῶν ὑπευθύνων καί, καλῶ τούς συνετούς νά προσέχουν καί νά φυλάσσονται ἀπό τέτοιου εἴδους ἀγωγήν καί παιδείαν. Ὁ Θεός μᾶς χάρισε νοῦν, γιά νά διακρίνομεν τό καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε νά ἐκλέγομεν τό Ἀγαθόν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι «Πρό δέ τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν, πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ σέ μιά νέα κατάστασι ζωῆς, τή ζωή τῆς Χάριτος, τή ζωή τῆς Πίστεως εἰς Αὐτόν, ἐφυλαττόμεθα ἀπό τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ, κλεισμένοι καλά σάν σέ κάποιο φρούριον, περιμένοντας, μέ λαχτάρα τήν «προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος θά μᾶς ἔφερε εἰς τήν νέαν κατάστασιν τῆς Πίστεως εἰς Αὐτόν. Καί ὁ Μωσαϊκός αὐτός Νόμος ἔγινε γιά μᾶς Παιδαγωγός. Προετοίμαζε τήν ψυχή μας πρός ὑποδοχήν τοῦ Ἐρχομένου Σωτῆρος. Μᾶς δίδασκε τίς Ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ποθήσουμε, νά γνωρίσουμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστόν, διά νά λάβουμε τήν δικαίωσιν ἀπό τήν Πίστιν μας πρός Αὐτόν.
Ὁ Μωσαϊκός νόμος μᾶς προφύλαξε καί μᾶς προετοίμασε νά δεχθοῦμε τόν Χριστόν, δέν μποροῦσε νά μᾶς χαρίσῃ τή δικαίωσι. Καί δικαίως διότι ποιός τηροῦσε τό Νόμο, ὅπως θέλει ὁ Θεός; Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί διά τό ὀλισθηρόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μᾶς φρούρησε ὁ Νόμος, μέχρι τόν Ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ ( Γαλάτ. γ΄ 23-25).
Ὅταν
ἦλθεν ὁ Χριστός, ἔφερε τήν νέα κατάστασιν τῆς Πίστεως, ἔπαυσε νά μᾶς παιδαγωγεῖ
ὁ Μωσαϊκός Νόμος. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὁ Χριστός καί ἔρχεται κοντά μας. Καί
σέ ὅσους Τόν δέχονται, σέ ὅσους πιστεύουν στό ὄνομά του, δίδει ἐξουσίαν
τέκνα Θεοῦ γενέσθαι (Ἰωάν. α΄12). Ἀπέθανε καί Ἀνέστη ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
Καί
πραγματικά λέγει ὁ Παῦλος ὅτι ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, διά
τῆς Πίστεως εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν (Γαλάτ. γ΄ 26), πού εἶναι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Αὐτή εἶναι ἠ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων.
«Ἔστι
δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὔ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄
1).
Ἡ Πίστις δίνει ὐπόστασι, κάνει πραγματικά ἐκεῖνα πού ἐλπίζουμε καί βέβαια ἐκεῖνα
πού δέν βλέπουμε.
Πιστεύουμε, ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, στό Χριστό. Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, πού ἔρχεται στόν κόσμο νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς, μεταξύ τῶν ὁποίων πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Πιστεύω καί ὀμολογῶ ὅτι εἶναι ὁ προσωπικός μου Σωτῆρας καί ὁ Λυτρωτής του Σύμπαντος κόσμου. Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι ὁ Χριστός, τέλειος Θεός, ἔγινε γιά χάρι μας, καί υἱός ἀνθρώπου, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι τό ὑπερκόσμιον γεγονός. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶτε, ὁ ἀναφής ψηλαφᾶτε κ.λ.π. Τό Πῶς, ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι ἄγνωστον. Εἶναι ἕνα γεγονός «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν», ξεπερνάει τή νοητική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὑπέρλογο, δέν τό χωράει ὀ νοῦς μας. Εἷναι Μυστήριον ξένον καί παράδοξον. Προσεγγίζεται μόνον μέ τόν πυρήνα τῆς ψυχῆς , μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ἄν θέλουμε νά ἐρευνήσουμε καί νά κατανοήσουμε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ θά τρελλαθοῦμε: «Μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες παραπληκτήσομεν». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ: «Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἄνθρωπος ὤν, Θεόν πολυπραγμονεῖς»;
Ἐμεῖς πιστεύουμε στό Χριστό καί στό ζωοποιό Του λόγο. Πιστεύουμε στό Πανάγιον ὄνομά Του, τό ὑπέρ
πᾶν Ὄνομα. Πιστεύομεν δέ ὅτι «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ
γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄12).
Πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε υἱοί Θεοῦ, διότι ὅσοι βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πιστεύοντες Σέ Αὐτόν ὡς Σωτῆρα, ἐνεδύθημεν τόν Χριστόν καί ἑνωθήκαμε μαζί Του, ὥστε νά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τώρα δέν ζοῦμε πλέον ἐμεῖς , ἀλλά ζῆ μέσα μας ὁ Χριστός (Γαλάτ. β΄ 20. γ΄ 27).
Ὁ
Χριστός ἔρχεται νά μᾶς συμφιλιώσῃ καί νά μᾶς ἑνώσῃ μέ τόν Θεόν, νά μᾶς ἑνώσῃ μαζί Του καί
μεταξύ μας. Ἱδρύει ὁ Χριστός τήν Κοινωνίαν τῆς Πίστεως, τήν Κοινωνίαν Προσώπων,
τήν Κοινωνίαν ἁγίων, τήν Ἐκκλησίαν Του, ὅπου δέν ὑπάρχουν διαφορές ἐθνικότητος
καί κοινωνικῆς τάξεως καί φύλου. Στήν Ἐκκλησία Του δέν ὑπάρχει διαφορά Ἰουδαίου
καί Ἕλληνος, δέν ὑπάρχει διάκρισις δούλου καί ἐλευθέρου, δέν ὑπάρχει ἄρσεν καί
θῆλυ. Διότι ὅλοι ἐμεῖς ἐγίναμε ἕνας νέος ἄνθρωπος, διά τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Ἰησοῦν
Χριστόν» (Γαλάτ. γ΄ 27-28). Ὅλοι οἱ πιστοί εἴμαστε ἴσοι μπροστά στό Θεό.
Στήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων δέν φορᾶμε μάσκα- φίμωτρο. Παρουσιαζόμαστε μέ τό ἀληθινό μας πρόσωπο. Ἔντιμοι, εἰλικρινεῖς, πιστοί στό Χριστό. Διατηροῦμε τήν ἐθνική μας Ταυτότητα. Σεβόμαστε τό φύλο, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός, ἀλλά εἴμαστε νέοι ἄνθρωποι, ἐν Χριστῷ καινή κτίσις. Εἴμαστε ὅλοι παιδιά τοῦ Θεοῦ, πιστοί στό Χριστό, καί περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως ὁ Χριστός.
Ἀπορρίπτουμε, σάν παλιό ἔνδυμα, τόν παλαιόν ἄνθρωπο, μέ τά πάθη καί τίς κακίες του, καί ἐνδυόμεθα τόν Χριστόν, τόν Νέον ἄνθρωπον. Καί ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὁμολογοῦμε τήν
Πίστιν μας στό Χριστόν ὡς Θεόν καί σωτῆρα τοῦ κόσμου καί ὅπως ὁ Χριστός, κηρύσσουμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, λόγῳ καί ἔργῳ, θεραπεύοντες πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ(Ματθ. θ΄ 35), ὑμνοῦντες δέ καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου