ΟΧΙ ΤΟΠΙΚΗ ΜΕΤΑΚΊΝΗΣΙΣ, ΑΛΛΑ
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ.
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς
ἁλιεῖς ἀνθρώπων».
Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα, τό πλοῖον
καί τόν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτόν»
(Ματθ. δ΄ 19).
Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην, νά σᾶς ἐξομολογηθῶ ὅτι κάθε φορά πού
ἀναφέρομαι στόν Κύριο και τολμῶ να ἀναφέρω τό
Ὄνομά Του, τό Ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν
Ὄνομα, νοιώθω μέσα στα ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς ἕνα δέος, καί συγχρόνως μιά
ξεχωριστή, ἀνερμήνευτη, συγκίνησι, χαρά, εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασι. Αἰσθάνομαι ὅτι ἀναχωρῶ, νοερά, ἀπό
αὐτόν τόν ἄθλιο κόσμο, καί κάθομαι παρά τούς πόδας τοῦ γλυκυτάτου
Διδασκάλου, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀκούω τό ζωοποιῶ Του λόγο, πού καί νεκρούς ἀνασταίνει. Ἀναβαίνω πάνω ἀπό τά γήϊνα, σέ ἄλλη διάστασι, στή θεία
διάστασι, στό Χῶρο τῆς σιωπῆς. Σᾶς ἐξομολογοῦμαι
δέ ὅτι ἀρκεῖ καί μόνον νά προφέρω τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μου, γιά νά νοιώσω καλά.
Καί μόνη ἡ προφορά τοῦ Ὀνόματός Του ἀρκεῖ, γιά νά νοιώθω ἀσφαλής, δυνατός, χαρούμενος, πλήρης, εὐτυχισμένος. Ἴσως, στή σχιζοφρενική μας ἐποχή, σᾶς παραξενέψῃ ἡ ἐξομολόγησίς μου. Ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτά εἶναι τά ἀγαθά τῆς Ἀναχωρήσεως. Καί μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, ἀγαπητά μου παιδιά, σᾶς καλῶ, ὅλες και ὅλους, σέ αὐτή τήν ἀγία ἀναχώρησι. Θά πρέπει δέ ἐδῶ νά σᾶς ἐξηγήσω τί ἐννοῶ. Τί σημαίνει Ἀναχώρησις ἀπό τον κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»(Α’ Ἰωάν ε΄19);
Ἡ Ἀναχώρησις ἐδῶ δέν
σημαίνει τοπική ἀναχώρησι. Δέν σημαίνει
μετακίνησι ἀπό ἕνα τόπο σέ ἄλλο τόπο, δέν σημαίνει φεύγω ἀπό τήν πόλι καί
πηγαίνω στό χωριό, στό βουνό, μακριά ἀπό τό θόρυβο, σέ ἕνα ἥσυχο μέρος, στήν ἐρημιά.
Ἡ Ἀναχώρησις ἐδῶ, σημαίνει ἀναχώρησι ἠθική, πνευματική. Ἀναχώρησι ἀπό τό Κακό
καί τήν ἁμαρτία, ἀπό τίς κακές συνήθειες
καί ἀπό τίς κακές συναναστροφές, σημαίνει ἀπομάκρυνσις ἀπό τό Βόρβορο, ἀπό τή λάσπη, ἀπό κάθε
βρωμιά καί ἀκαθαρσία. Σημαίνει ἔξοδο ἠθική, πνευματική, ἀπό τή Βαβυλῶνα.
Σημαίνει καθαρότητα. Σημαίνει νέκρωσι τῶν βρωμερών μας παθῶν. Σημαίνει σταύρωσι
τῆς σαρκός σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις (Γαλατ.ε΄24). Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, Ἀναχωρητής δέν εἶναι αὐτός, πού ὅπου κι' ἄν πάῃ, κουβαλάει μαζί του τά «ἔνοικα Πάθη», ἀλλ' αὐτός, πού ἀπαρνεῖται τά βρωμερά του Πάθη, αὐτός πού καθαρίζει τή λάσπη ἀπ' τήν ψυχή του.
Σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν Ἀναχώρησι μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν λέγει: «ἐξέλθετε ἐξ αὐτῆς (ἐκ τῆς Βαβυλῶνος) ὁ λαός μου» (Ἀποκ.ιη΄4).Ἤ ὅταν λέγει ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχῃ ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στό ΦΩΣ καί στό ΣΚΟΤΑΔΙ, ἀνάμεσα στό Χριστό καί στό Σατανᾶ. Ἀναχώρησις σημαίνει ἀπομάκρυνσι ἀπό τά εἴδωλα, καί Πίστι στόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν. Σημαίνει ἀφιέρωσι, προσήλωσι τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας στό Χριστό. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο μᾶς λέγει: «Ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός. Διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Λευιτ. 26, 12. Ἱρεμ. 39,38. Ἡσ. 52,11. Β΄Κορινθ.στ΄16-18).
Πνευματική Ἀναχώρησις σημαίνει: νοερά ἔξοδος ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ»,
καί εἴσοδος εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Ἔξοδος ἀπό
τά γήϊνα καί εἴσοδος εἰς τόν χῶρον τοῦ
πνεύματος. Ἀνάβασις πρός τά ὕψη θείας ἀναβάσεως, προσήλωσις στό Χριστό, πού χαρίζει τήν αἰώνιον μακαριότητα ἀπό τώρα. Ὁ Ἀναχωρητής, ὅπου κι' ἄν βρίσκεται προσέχει τάς θυρίδας, δι' ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή μας ὁ θάνατος. Προσέχει στόν ἑαυτό του, καί ἔχει προσηλωμένο τό νοῦ του διαρκῶς στό Θεό καί χαίρεται νά συνομιλεῖ μέ τόν Θεόν. Ἡ ἀναπνοή του εἶναι κολλημένη μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Τέρπεται νά ψελίζῃ τόν Νόμον τοῦ Κυρίου καί νά βρίσκεται νοερά «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» καί νά εὐφραίνεται μέ τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, πού δέν θέλει νά τήν ἀλλάξῃ ποτέ καί για τίποτε.
Γιά τούς πολλούς ἡ πνευματική αὐτή Ἀναχώρησις εἶναι μιά κατάστασις ζωῆς ξένη καί ἀπροσπέλαστη, ἀπλησίαστη. Ὄχι μόνον χαίρονται νά ἀμαρτάνουν, ἀλλά καί καυχῶνται ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι, λέγει ὁ Χρυσόστομος.
Γι'αὐτό εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε, «ἄρτος Ὀδύνης».
Βλέπει ὁ Κύριος, ὡς ἄπειρη ἀγάπη τήν κατάντια μας, τήν Ὀδύνη καί τόν πόνον μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ την ἄθλια παροικία καί
μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Ἔρχεται κοντά μας, λαμβάνει δούλου μορφήν, καί μᾶς καλεῖ κοντά Του, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».
Μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς…» (Ματθ. ια΄ 28-30). Αὐτή εἶναι ἡ Γενική πρόσκλησις τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά ἀναχωρήσουν ἀπό τό Κακό καί τήν ἁμαρτίαν, νά ἀποθέσουν τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά ἐνδυθοῦν τόν καινόν, τόν Νέον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν, καί, ὡς «καινή κτίσις» ἐν Χριστῷ, νά ἐξέλθουν ἀπό τή Βαβυλῶνα καί νά εἰσέλθουν καί πάλιν εἰς τήν Πατρικήν Ἑστίαν, εἰς τόν Χῶρον τοῦ Πνεύματος, ζῶντες καθώς πρέπει ἁγίοις, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά ἐπιστρέψουν στήν Πηγήν τοῦ ζῶντος Ὕδατος, νά εἰσέλθουν καί πάλιν εἰς τήν Πατρικήν Ἑστίαν. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν, μέ εἰδικήν πρόσκλησι, ἐκλεγει καί προσκαλεῖ κοντά Του εἰδικούς ἐργάτες, τούς Ἀποστόλους του, γιά νά συνεχίσουν τό κοσμοσωτήριον ἔργον Του. Καί τούς Ἐργάτες αὐτούς, δέν τούς ἐκλέγει ἀπό τούς ἀνθρώπους τῶν Ἀνακτόρων, οὔτε ἀπό τά Συνέδρια τῶν Ἰουδαίων, οὔτε ἀπό τά Πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς Του, Κέντρα τοῦ Φαρισαϊσμοῦ, τῆς Ὑπεροψίας, τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας. Ὁ Κύριος βδελύσεται τούς ὑπερηφάνους, «τούς ξερόλες» καί τούς Ψευτοαγίους καί ἀναζητεῖ τούς Μαθητάς Του, μεταξύ τῶν ἁγνῶν, τῶν ταπεινῶν, τῶν ἁπλοϊκῶν, τῶν ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἵνα τά ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορινθ. α΄ 27-29).
Ὁ Πάνσοφος καί καρδιογνώστης καλεῖ κοντά Του τούς ταπεινούς καί ἄδολους Ψαράδες καί τούς βεβαιώνει ὅτι ἀπό τώρα θά ψαρεύουν καί θά σώζουν ἀνθρώπινες ψυχές: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»(Ματθ. δ΄ 19). «Και εἶπε πρός τόν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μη φοβοῦ· ἀπό τοῦ νῦν ἄνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. ε΄10). Καί πραγματικά πίστεψαν στόν Κύριον καί δέχθηκαν τήν πρόσκλησί Του. Τοῦ ἄνοιξαν τήν καρδιά τους, και ἀφιερώθηκαν στό Χριστό καί στό ἔργο πού τούς ἀνέθεσε. Ὄχι μόνο «εὐθέως» ἄφησαν, τά δίκτυα καί τό πλοῖον καί τόν πατέρα τους, ἀλλά «εὐθέως», μέ ὅλη τήν καρδιά τους, πρόθυμα, μέ ἀφοσίωσι, μέ λατρεία στό Διδάσκαλό τους, μέ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καί αὐτοθυσίας, ἀφέντες ἅπαντα, ἠκολούθησαν Αὐτόν» καί θυσίασαν καί τή ζωή τους, γιά νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ πάσῃ τῇ κτίσει. Πράγματι ἡ ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥΣ ὑπῆρξε ὐποδειγματική καί ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ὅλους νά μιμηθοῦμε τούς Ἀποστόλους, ὥστε καί ἡ δική μας Ἀναχώρησις νά εἶναι ἠθική, πνευματική ἀναχώρησις και ἀνάβασις ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν. Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ἐξέλθουμε ἀπό τήν Βαβυλῶνα, καί ἡ δική μας ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ἀπό τό Κακό καί τήν ἁμαρτία, νά μᾶς ὁδηγῇ στά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων Του, ὥστε νά καταντήσωμε ἐν αὐλαῖς οἴκου Θεοῦ ἡμῶν, ἀσιγήτως, ὑμνοῦντες Αὐτόν εἰς αἰῶνας αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου