Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

ΝΑΙ ΕΡΧΟΜΑΙ ΤΑΧΥ






Ναι ἔρχου ταχύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ.



Κύριέ μου, Ἱησοῦ, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου,
μόνη μου καταφυγή, μοναδική μου ἀγάπη.
Κύριε καί Θεέ μου, μονάχα Σέ Σένα ἐλπίζω.
Ἔρχου ταχύ. Ἰησοῦ  μου,  μήν ἀργοπορῇς,
Κύριε μή χρονήσῃς. Πολλές φορές,  ἔχω τήν
αἴσθησι, πώς χάνω τή χάρι Σου κι’ αἰσθάνομαι
ὁλότελα γυμνός, στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς
αὐτῆς ἐδῶ τῆς κοιλάδας τοῦ Κλαυθμῶνος.
Κι’ ὅταν σέ χάνω χάνομαι. Κύριέ μου ἔρχου.
Ἔρχου ταχύ. Πονηροί λογισμοί, φαντασίες
ἀπρεπεῖς, ἐπιθυμίες βλαβερές, θολώνουν τόν
νοῦν, κατακλύζουν τήν ταλαίπωρη ψυχή μου.
Νοιώθω τόσο πολύ χοϊκός, προσηλωμένος
στά σαρκικά, φιλόσαρκος, ἡδυπαθής, σαρκικός,
πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν. Καί  «οὐ γάρ ὅ
θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ μισῶ τοῦτο ποιῶ...
Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω
κακόν  τοῦτο πράσσω» καί βυθίζομαι στήν
ἄβυσσο. Κύριε, νοιώθω ὅτι καταποντίζομαι.
«Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τίς με ῥύσεται ἐκ
τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;(πρβλ. Ρωμ. ζ΄ 15-24).
Ποιός θά μέ λυτρώσῃ ἀπό αὐτό τό θάνατο ;
Κυνηγόντας τή ματαιότητα, ἡ ψυχή μου Ἐσένα
λαχταράει, Ἐσένα  ἀναζητεῖ, Μακρόθυμε Κύριε.
Πρός Σέ καταφεύγω τόν ἐλεήμονα Θεόν. Προστρέχω στή σκέπη Σου, φιλάνθρωπε, καί ζητῶ Ἔλεος...
Ἐπιτάχυνον ρῦσαι λαόν ἀναπολόγητον.
Σύ, Κύριέ μου, Φῶς, ὡς πῦρ καταναλίσκον, ἔρχου
ταχύ καί κάψε τό ἄχυρον τῶν ἔργων μου, κάψε καί εξαφάνισε τῶν σαρκικῶν μου ἐπιθυμιῶν τό ὄνειδος, σβῆσε τή φωτιά, πού κατακαίει τήν ἄθλια, τήν ταλαίπωρη ψυχή μου. Νέκρωσε τά μέλη μου τά ἐπί τῆς γῆς. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με. Ἔρχου ταχύ. Χωρίς τή δική σου συμμαχία, ὁ ἀγῶνας μου εἶναι βέβαιη ἀποτυχία. Φώτισε τά σκοτάδια μου, καθάρισε τήν καρδιά μου. Βοήθησέ με νά νικήσω τό φρόνημα τῆς σαρκός, Δός μου τή Χάρι Σου, νά σταυρώσω τή σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις. Γιατί, χωρίς τή Χάρι Σου καί τή δύναμί Σου, εἶναι σίγουρα ἀδύνατο να νικήσουμε τό τῆς σαρκός εὐόλισθον καί ὀλισθηρόν, δύσκολον νά νικήσουμε τόν κακό μας ἑαυτό. Χωρίς τή Χάρι Σου εἴμαστε σίγουρα ὁλότελα χαμένοι. Κράτησε, Πανάγαθε, ἀνοικτά τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Πράγματι εἶναι «δέλεαρ δεινόν ἡ ἡδονή». Καί πολλές εἶναι οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, πολλά τά δελεάσματα...



Σύ ὁ πάντων ἐπέκεινα, ὁ πανταχοῦ Παρών, ἡ αἰωνία ὕπαρξις, ἡ ἄπειρη Ἀγάπη, ἔρχου ταχύ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν. Δέν ἀξίζουμε τό Ἔλεός Σου...
Εἴμαστε ὄντως ἀνάξιοι, τυφλοί, γυμνοί, πτωχοί, ἀλλά δικοί Σου  ἀχρεῖοι δοῦλοι. Καί Σύ, Ἰησοῦ μου, εἶσαι ὁ δικός μας Θεός. Ἐκτός ἀπό σένα δέν ἔχουμε  καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Κανέναν. Σέ ποιόν μποροῦμε νά καταφύγουμε, ἄν ὄχι Σέ Σένα, πού Σταυρώθηκες γιά μᾶς.



Ποιός ἄλλος, ἐκτός ἀπό σένα, θά μποροῦσε νά ἀνεχθῇ τίς τόσες ἀνοησίες μας καί τίς ἀστοχασιές μας; Σύ εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Ὡς Πανάγαθος θέλεις καί ὡς παντοδύναμος μπορεῖς.  Μονάχα Σύ, Κύριε, μπορεῖς νά μᾶς λυτρώσῃς ἀπό τόν κακό μας ἐαυτό. Μόνον Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἀνασύρης ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ. Μόνον Σύ μπορεῖς καί θέλεις νά μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων. «Κύριε, σῶσον ἠμᾶς,  ἀπολλύμεθα» (Ματθ. η΄ 25). 

Σύ, Κύριε, καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Ἐρχόμενος.
Κύριέ μου, Ἰησοῦ  ἔρχου ταχύ.
Κύριε, μή χρονίσῃς. Εἶμαι σίγουρος, γιά τήν
ἀπόκρισί σου, στίς ὀδυνηρές κραυγές μου.







«Ναί ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν». Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε,
Μακρόθυμε καί Πολυέλεε. Δέξου τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης μου, Λυτρωτά ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ. Ὅτι πρέπει Σοι πᾶσα δόξα τιμή καί προσκύνησις, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ  ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου