«ΔΙΑ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΣΑΡΚΑΣ»
(Γενέσ.6,3)
Πράγματι. Ταραγμένος, ἀνήσυχος βαδίζει στο δρόμο ὁ σύγχρονος, ὁ τεχνοκράτης ἄνθρωπος, με σκυμμένο στη γῆ το κεφάλι. Ἡ ἀγωνία και το ἄγχος ζωγραφίζονται στό πρόσωπό του. Ψεύτικο, πλαστό εἶναι τό χαμόγελό του. Ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ ἀπληστία καί ἡ πλεονεξία κυριεύουν το εἶναι του. Την ἀκόρεστη δίψα, για την εὔκολη ἱκανοποίησι τῶν βρωμερῶν του παθῶν, ἀλλά και την Ὀδύνη διαβάζεις στο βλέμμα του.
Βαρειά ἡ καρδιά, θολωμένο τό μυαλό, ἡ ψυχή τρικυμισμένη, θανάσιμα
ταραγμένη.
Ἐρευνᾶ, ἐναγωνίως ψάχνει κι’ἀποζητᾶ…
Τί;
Τρώγει καί μένει ἀχόρταγος. Πίνει καί δέν ξεδιψᾶ. Πλανιέται στό
κενό, στο Χάος.
Ἀκολουθεῖ ἕνα δικό του δρόμο, πού δέν βγάζει πουθενά, χωρίς ἀρχή και τέλος.
Ἀγωνίζεται χωρίς πρασανατολισμό. Χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, χωρίς
νόημα, χωρίς περιεχόμενο…
Ἀστόχαστες προσπάθειες, γεμάτες ἀγωνία, ἄγχος καί ἀγονία. Δουλωμένος στά πάθη του, συπεριφέρεται , σάν ἄγριο θηρίο. Τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τον ἀδελφό του. «… και οὐ μή ἐμπλησθῇ ἄνθρωπος ἔσθων τάς σάρκας τοῦ βραχίονος αὐτοῦ. Φάγεται γάρ Μανασσῆς τοῦ Ἐφραίμ καί Ἐφραίμ τοῦ Μανασσῆ»(Ἡσ. 9,19-20).
Προσέχει μόνον τό φθαρτόν του σαρκίον καί λησμονεῖ τήν ἀθάνατη ψυχή του. Θέλει νά κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον και κυριεύεται ἀπό μιά ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτό του στή γῆ καί ἔτσι καταλύει ὁλότελα την προσωπικότητά του και εἶναι δυστυχής. Ἐγκληματοῦμε γιά τά γήϊνα, τά ἀνάξια λόγου πράγματα.
Δύσμοιρε συνοδοιπόρε, τί πιστεύεις; Νομίζεις, πώς θά μείνῃς αἰώνια,
σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆ; Δέν
καταλαβαίνεις πόσο πολύ ματαιοπονεῖς καί πόσο ἄδικα ὑποφέρεις;
Τί πλάνη, Θεέ μου!...Τί κατάντημα!...
Τό τελειότερο πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ, τό ἔργο τῶν Χειρῶν Του, ἡ κορωνίδα τῆς
ὅλης Δημιουργίας, ὁ «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ»
πλασμένος, ἔχασε τόν προσανατολισμό του καί πλανιέται «στῆς ἐρημιᾶς τἄχαρα
μονοπάτια», μέ μόνιμη συντροφιά τή
θλῖψι.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, δύσμοιρε συνοδοιπόρε, δέν νομίζεις, πώς εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅτι, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, εἴμαστε προσωρινοί, περαστικοί, διαβάτες; Ναί. «Ξένοι και παρεπίδημοι ἐσμέν ἐπί τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια΄13).Ὅμηρος λέγει ὅτι « Οἴη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ἀνδρῶν» (Ὁμ. Ἰλ. Ζ΄ 145). Καί ὁ Πίνδαρος
ἐρωτᾶ καί συμπεραίνει: «Τί δέ τις; Τί δ’ οὔ τις; Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος»
(Πινδ. Πυθιονῖκαι 8, 95).
Ὁ Προφήτης Δαυῒδ, μᾶς ἐξηγεῖ, Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καί λέγει ὅτι « Ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθίσει· ὅτι πνεῦμα (καυστικός
ἄνεμος) διῆλθεν ἐν αὐτῷ, και οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τον τόπον αὐτοῦ»
(Ψαλμ. 102/103,15-16). Και ὁ Προφήτης Ἡσαῒας λέγει ὅτι «πᾶσα σάρξ χόρτος, και πᾶσα
δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου. Ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καί τό ἄνθος ἐξέπεσε» (Ἡσ.40,6-7). Ἔτσι εἶναι
κάθε ἄνθρωπος. Βραχύς εἶναι ὁ βίος του, ἔρχεται καί φεύγει, λησμονούμενος
βαθμηδόν ὁλοσχερῶς.
Δύστυχε συνοδοιπόρε, τί μένει σ’ αὐτόν τον κόσμο; Τί συνοδεύει
τόν ἄνθρωπον εἰς τήν πέραν τοῦ Τάφου ζωήν; Τί κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἀγχώδη
βιοτική μέριμνα; Τί κερδίζουμε ὅλοι, μέ τήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τό Θεό καί ἀπό τόν
πανάγιο Νόμο τῆς Ἀγάπης Του;
Νομίζω πώς εἶναι καιρός καί πρέπον νά ἐλευθερώσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν ἐπάρατο Ἐγωϊσμό, νά συνέλθουμε «ἐπί τό αὐτό», νά ἔλθουμε σέ περισυλλογή καί αὐτοεξέτασι, καί, χωρίς προκαταλήψεις, μέ σύνεσι, νά συζητήσουμε. Ὁ διάλογος εἶναι γνώρισμα κάθε καλοπροαίρετου καί πολιτισμένου ἀνθρώπου. Νά ἀκούσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ σεβασμό καί ἀπό κοινοῦ νά ἐξετάσουμε μέ προσοχή τά ἀνθρώπινα καμώματα καί νά δοῦμε καθαρά ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν. Νά ἐξετάσουμε καί νά δοῦμε· Τί ἀξία ἔχουν ὅλα τά κοσμικά, ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα;
Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ἐρωτᾷ: «Τίς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;»(Ματθ. στ΄ 27). «Ἤ τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδίσῃ τον κόσμον ὅλον, και ζημιωθῇ την ψυχήν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Μαρκ. η΄36-37).«Ἔστι ψυχή παντάπασιν ἀθάνατον και ἀνώλεθρον», λέγει καί ὁ Πλάτων. Ὁ Κύριος σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Ὁ ἱερός Δαμασκηνός, μᾶς συγκλονίζει με τά ἐρωτήματά του: «Ποῖα τοῦ βίου τρυφή διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποῖα δόξα ἕστηκεν ἐπί γῆς ἀμετάθετος; Ποῦ ἔστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσός και ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστιν τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα και ὁ θόρυβος;» Τονίζει ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι πρόσκαιρα, φθαρτά. «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά» καί «σκιᾶς ἀσθενέστερα και ὀνείρων ἀπατηλότερα». Και διακηρύττει ὁ Ἅγιος ὅτι εἶναι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Καί συνιστᾶ σέ ὅλους μας νά ἐννοήσωμεν «τό βραχύ τῆς ζωῆς», γιά νά βροῦμε την ψυχική μας ἀνάπαυσι , «ἐν τῷ φωτί και τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού ἔχει ἀντίρρησι σέ ὅλα αὐτά, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ὅτι εἶναι σίγουρα τρελλός.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἰς τόν λόγο του· Εἰς Εὐτρόπιον λέγει: «Ποῦ νῦν ἡ λαμπρά τῆς ὑπατείας περιβολή; Ποῦ δέ αἱ φαιδραί λαμπάδες; Ποῦ οἱ κρότοι και οἱ χοροί και αἱ θαλίαι ( τά συμπόσια) και αἱ πανηγύρεις; Ποῦ οἱ στέφανοι καί τά παραπετάσματα; Ποῦ ὁ τῆς πόλεως θόρυβος, καί αἱ ἐν ἱπποδρομίαις εὐφημίαι, καί τῶν θεατῶν αἱ κολακεῖαι;…Ποῦ νῦν οἱ πεπλασμένοι φίλοι; Ποῦ τά συμπόσια καί τά δεῖπνα; Ποῦ ὁ τῶν παρασίτων ἑσμός (το πλῆθος); Καί ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας ἐγχεόμενος ἄκρατος (οἶνος), και αἱ ποικίλαι τῶν μαγείρων τέχναι, καί οἱ τῆς δυναστείας θεραπευταί, οἱ πάντα προς χάριν ποιοῦντες και λέγοντες; Νύξ ἦν πάντα ἐκεῖνα και ὄναρ, και ἡμέρας γενομένης, ἠφανίσθη. Ἄνθη ἦν ἐαρινά, και, παρελθόντος τοῦ ἔαρος, ἅπαντα κατεμαράνθη. Σκιά ἦν και παρέδραμε· καπνός ἦν, και διελύθη· πομφόλυγες ἦσαν και διερράγησαν· ἀράχνη ἦν, και διεσπάσθη».
Μήπως ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού ἔχει ἀντίρησι; Ἔχω την γνώμη ὅτι ὅλοι, ὅσοι
ἔχουν μυαλό συμφωνοῦμε ἀπόλυτα μέ ὅλες αὐτές τίς ἀλήθειες.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὅλοι συμφωνοῦμε· Γιατί κυριεύει την ψυχή μας
τόσο μῖσος; Γιατί ὑπάρχει στήν καρδιά μας τόση παγωνιά, τόση κακία; Γιατί,
με τη θέλησί μας, γινόμαστε δοῦλοι στα πάθη μας; Γιατί μᾶς δέρνει τόση
τρέλλα;
Μήπως ὅλα αὐτά συμβαίνουν,
ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό καί ἀθετοῦμε
τίς Ἐντολές τῆς Ἀγάπης Του; Μήπως ἐπειδή ἀμελοῦμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας; Μήπως ἀγαπᾶμε
περισσότερο το σκοτάδι, παρά το Φῶς καί, μέ τή θέλησί μας, παραμένουμε «δέσμιοι
τῆς γῆς»;
Πιστεύω, πώς εἶναι καιρός καί ἀνάγκη ὅλων μας, νά συνειδητοποιήσουμε
ἐπιτέλους ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει (Φιλιπ. γ΄ 19) και ὅτι «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν
ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ.ιγ΄14).Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε «συμπολῖται τῶν ἁγίων και οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» καί
ὅτι ὀφείλομεν νά περιπατοῦμεν ἐν ἀγάπῃ, νά ζοῦμε εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, «καθώς
πρέπει ἁγίοις».
Αὐτό σημαίνει: Νά ξεχωρίσουμε τά ἄχυρα ἀπό το σιτάρι, τά ἐπίγεια ἀπό τά ἐπουράνια, τά φθαρτά ἀπό τά ἄφθαρτα, τά πρόσκαιρα, ἀπό τά αἰώνια, τό Φῶς, ἀπό το σκοτάδι. Νά διώξουμε ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν Ψευτιά και την Ὑποκρισία καί πάνω ἀπό ὅλα, τόν Ἐγωϊσμό. Νά ἐγκολπωθοῦμε τή γνήσια Ἀγάπη καί τήν Ταπείνωσι. Να ἀνέβουμε πάνω ἀπό τά γήϊνα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει λέγων: «Τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολόσ. γ΄ 1 ἑξ.).
Εἶναι καιρός καί ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὀφείλομεν να συμπεριφερώμαστε σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» και ἡ πορεία του εἶναι συγκεκριμένη: Ἀπό τόν Θεόν, πρός τόν Θεόν. Ὁ δρόμος μας , λοιπόν, εἶναι ἕνας καί ὡρισμένος. Τό Α δέ και τό Ω αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια και ἡ Ζωή. Καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ , ὁ τέλειος Θεός, πού ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, ὑπήκοος στόν Οὐράνιον Πατέρα μέχρι θανάτου καί, μέ τή Σταυρική Του Θυσία, μέ τό Αἷμα Του, ἐχάραξε τό δρόμο πρός τόν Θεόν, «ἵνα ἐπακολουθήσωμε τοῖς Ἰχνεσιν Αὐτοῦ». Αὐτός εἶναι καί ὁ δικός μας δρόμος. Αὐτός εἶναι και ὁ δικός μας ὀρθός προσανατολισμός. Καί δρόμος τοῦ Χριστοῦ καί δικός μας δρόμος εἶναι: Το· «ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ, ΚΑΘΩΣ ΗΓΑΠΗΣΑ ΥΜΑΣ ΙΝΑ ΚΑΙ ΥΜΕΙΣ ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ»( Ἰωάν. ιγ΄34).Εἶναι, λοιπόν καιρός καί ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, «νά σταυρώσουμε την σάρκα σύν τοῖς παθήμασι και ταῖς ἐπιθυμίαις». Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον, καί νά ἐνδυθοῦμε τόν Νέον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν, τήν ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη. Νά καταλάβουμε καλά ὅτι τό μόνο, πού ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη στήν πρᾶξι. Ἡ ἀγάπη μᾶς ἑνώνει, μέ τό Θεό καί μεταξύ μας καί τό μόνο, πού μένει καί μᾶς συνοδεύει εἰς τήν πέραν τοῦ τάφου ζωήν εἶναι ἡ Ἀγάπη, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ». Λοιπόν, ἀδελφέ, «Πρόσεχε σεαυτῷ· ὑπερόρα σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου» και μή λησμονῇς ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα» και ὅτι μόνον Η ΑΓΑΠΗ ΜΕΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑ.
ΟΛΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΝΟΝΤΑΙ,
ΜΟΝΗ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΕΚΕΙΝΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου