ΤΑΠΕΙΝΟΙΣ ΔΕ ΔΙΔΩΣΙ ΧΑΡΙΝ»
(Παροιμ. γ΄ 34. Ἰακ. δ΄ 6. Α΄ Πετρ.
ε΄ 5).
Μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, κι’ ἐφέτος, ὅπως κάθε χρόνο, τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, ἀνοίγει ἡ κατανυκτική περίοδος τοῦ Τριῳδίου.
Τριῴδιον λέγεται τό λειτουργικό
βιβλίο, τοῦ ὁποίου οἱ περισσότεροι Κανόνες ἀποτελοῦνται ἀπό τρεῖς ᾠδές.
Περιέχει κατανυκτικούς ὕμνους καί ἀναγνώσματα, πού μᾶς κατανύγουν καί μέ τά ὁποῖα ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει νἀ ὑποδεχθοῦμε τόν Σωτῆρα, νά τοῦ ἀνοίξουμε
την καρδιά μας καί να γίνουμε κοινωνοί
τοῦ Πάθους και τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἡ Ἐκκλησία μας, μᾶς βοηθεῖ νά βροῦμε τήν ψυχική μας γαλήνη καί νά προσέξουμε στόν ἑαυτό μας. Νά ξεχωρίσουμε τά γήϊνα, ἀπό τά ἐπουράνια, τά φθαρτά, ἀπό τά ἄφθαρτα καί, ἀφοῦ καί πάλιν βάλουμε «ἀρχήν» στή ζωή μας, νά ἀρχίσουμε νά ζοῦμε, συνειδητά, «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ», νά ἐπιτύχουμε τήν πνευματική μας τελείωσι. Μᾶς βοηθεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ὁδηγεῖ στη Θέωσι.
Κάθε Κυριακή ἤ γιορτή τοῦ Τριωδίου εἶναι καί ἕνας ἀναβαθμός, ἕνα σκαλοπάτι στήν πνευματική Κλίμακα.
Στό πρῶτο σκαλοπάτι τοποθετεῖ «τή μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος», τή βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας
μπροστά στόν πανάγιο Θεό, τήν ἄκρα Ταπείνωσι. Τήν ἀρετή ,δηλαδή, πού ὑψώνει
τόν ἄνθρωπο μέχρι τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, βέβαια, αὐτονόητον
ὅτι στό ὕψος αὐτό μᾶς κρατάει ἡ γνήσια ἀγάπη.
Ἐπειδή πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χάνουμε τόν πραγματικό, τόν
γνήσιο ἑαυτό μας, και πλάθουμε ἕναν ψεύτικο, ἕναν πλαστό ἑαυτό, ἐπειδή
ἀφανίζουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τούς
κατανυκτικούς ὕμνους, τίς προσευχές και τά ἀναγνώσματα, νά μᾶς βοηθήσῃ να ἐπανεύρουμε τόν γνήσιον ἑαυτόν μας. Μᾶς συνιστᾶ νά ἀποβάλουμε τό προσωπεῖον, νά πετάξουμε
τή Μάσκα καί νά ἐμφανίσουμε τόν πραγματικό ἑαυτό μας, νά φανερώσουμε τό ἀληθινό
μας Πρόσωπο.
Μᾶς ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία καί δι’ αὐτῆς στή θεογνωσία, και προστάσει νά ἀποβάλουμε τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Μᾶς συμβουλεύει νἆναι, οἱ διανθρώπινες σχέσεις μας, ὄχι περοσωπειακές, ὄχι Φαριασϊκές,ἀλλά προσωπικές, γνήσιες, ἔντιμες, εἰλικρινεῖς.
Καλλιεργεῖ στην ψυχή μας τήν ταπείνωσι, πού δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτογνωσία, ἀλλά εἶναι ἡ τελεία γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας και τῶν συνανθρώπων μας, πού συνοδεύεται ἀπό βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ἡ ταπείνωσι, ὅλως ἀντίθετη ἀπό τήν ἐπάρατη καί θεομίσητη ὑπερηφάνεια, εἶναι ἡ πραγματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ὑλική, σωματική, διανοητική καί ἠθική του κατάστασι, πού συνοδεύεται ἀπό ἕνα βαθύ αἴσθημα εὐθύνης, τό ὁποῖον καθορίζει τή σωστή θέσι του ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἡ Ταπείνωσις εἶναι φύλακας ἄγγελος ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, σέ ἀντίθεσι πρός τόν ἀλλοπαρμένο ὑπερήφανο, τόν ὑποκριτή
Φαρισαῖο, θεωρεῖ ὅλους ὅλους τούς ἄλλους καλλίτερους ἀπό τον ἑαυτό του. Ἀγαπᾶ,
με γνήσια ἀγάπη καί θυσιάζεται γιά ὅλους. Ὑποχωρεῖ, ἀνέχεται, συγχωρεῖ.
Μακροθυμεῖ καί ἀντιμετωπίζει μέ ἐπιείκεια τούς ἄλλους. Ὑποτάσσει τό Ἐγώ του
στό «Ὑπέρτατο ΕΓΩ», στό Θεό.
Ὁ ταπεινός ἀποδέχεται κατά τρόπον ἀπόλυτο τήν προσωπική του ἐνοχή, δέν τήν μεταβιβάζει σέ ἄλλους, σάν τον Φαρισαῖο. Ἁναγνωρίζει τά
σφάλματά του, ἀποδέχεται τίς ἁμαρτίες του,
μετανοεῖ εἰλικρινά καί ζητεῖ το Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παρουσιάζεται μπροστά στό Θεό καί μπροστά στούς ἄλλους ἀνθρώπους,
μέ τό ἀληθινό του πρόσωπο. Τύπτει το στῆθος
του καί εἰλικρινά μετανοημένος ζητεῖ ἕλεος και κράζει: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ἡ Ἁγία μας Εκκλησία, κατά τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἀναλύει
τήν σχετική Παραβολή τοῦ Κυρίου (Λουκ.ιη΄9-14) τήν ὁποίαν ἀπευθύνει σέ
κείνους, πού ἔχουν πεποίθησι στόν ἑαυτό τους, νόμιζουν, οἱ ὑποκριτές καί ἐλεεινοί,
πώς εἶναι δίκαιοι καί ἐνάρετοι, και γι’αὐτό κρίνουν καί κατακρίνουν καί περιφρονοῦν τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Μᾶς παρουσιάζει ὁ Κύριος δύο ἀνθρώπους πού ἔρχονται στό ναό νά
προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος τολμᾶ καί παρουσιάζεται μπροστά στό Θεό, κρύβοντας το ἀληθινό του πρόσωπο. Φοράει Μάσκα, τό προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου. Θεωρεῖ τον ἑαυτό του Ἅγιο και ὅλους τούς ἄλλους παρακατιανούς. Γίνεται ἀκατάδεκτος, κομπαστής, ὑψήγορος, ἀλαζών. Ἔχει πολύ μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Κουρελιάζει ὅλους τούς ἄλλους μέ τή στάσι του καί μέ τή συμπεριφορά του. Χωρίς ἀγάπη, καυχιέται γιά τίς φανταστικές του ἀρετές : Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, διότι ΕΓΩ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, κλέφτες, ληστές, μοιχοί, ἤ καί σάν αὐτόν ἐκεῖ δά κάτω τόν Τελώνη. ΕΓΩ ἔχω ἀρετές. Νηστεύω δυό φορές την ἑβδομάδα, δίδω το δέκατο ἀπό ὅσα ἀποκτῶ…
Δέν ἀποδέχεται, ὁ δυστυχής, τήν προσωπική του ἐνοχή. Τή μεταβιβάζει στους ἄλλους… Δέν ἀναγνωρίζει τήν πνευματική του γύμνια, δέν βλέπει πόσο ταλαίπωρος καί ἐλεεινός, καί πτωχός καί τυφλός και γυμνός, εἶναι ὁ δυστυχής… Περιφρονεῖ τούς συνανθρώπους του καί δέν θέλει νά καταλάβῃ ὅτι, μέ τόν τρόπον αὐτόν, χωρίς ἀγάπη, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι Χάριν»(Παροιμ.3,34).
Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγωμεν
τήν ὑψηγορίαν, τήν ἔπαρσιν, τόν Ἑωσφορισμό τοῦ Φαρισαίου. Καί μᾶς βεβαιώνει
ὅτι ὁ ταπεινός Τελώνης ἐπέστρεψε δικαιωμένος στό σπίτι του, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος δέν
δικαιώθηκε. Διότι «Πᾶς ὁ ὐψῶν ἑαυτόν
ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται».
Και εἶναι καιρός, νά καταλάβουμε ὅλοι πόσο πολύ εἶναι μισητός στό Θεό, ὁ Ἐγωϊστής, ὁ Ψέφτης καί Ὑποκριτής, ὁ καυχησιάρης, ὁ ἀλαζών ἄνθρωπος. Πραγματικά, κάθε Φαρισαῖος, εἶναι «βδέλυγμα παρά τῷ Θεῷ». Εἶναι «ἀκάθαρτος παρά τῷ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος»(Παροιμ. Ι6, 5). Εἶναι βρωμερός μπροστά στό Θεό κάθε ὑπερήφανος, κάθε Ἐγωϊστής. Ὁ Κύριος φέρει ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν τόν Τελώνη, πού προσέρχεται ἀθόρυβα, ταπεινά καί γονατίζει μπροστά στό Θεό, συντετριμμένος καί εἰλικρινά μετανοιωμένος, καί ζητεῖ τό Ἔλεός Του:
«Κύριε, εἶμαι αμαρτωλός, Θεέ μου, συγχώρεσέ με!». «Ἵλαθι
μόνε ἡμῖν εὐδιάλακτε!».
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν,
καί Τελώνου μάθωμεν, τό ταπεινόν
ἐν στεναγμοῖς, πρός τόν Σωτῆρα
κραυγάζοντες:
Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλακτε».
Πόσο επίκαιρο και διαχρονικό το μήνυμα της αρετής της ενσυνείδητης Ταπεινότητας.....
ΑπάντησηΔιαγραφή