ΚΡΑΥΓΕΣ ΙΚΕΣΙΑΣ
«Ὤ πόσων ἀγαθῶν ἐστέρησα, ὁ ἄθλιος, τόν ἑαυτόν μου! Ὤ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα,
πόσο πολύ ἐξέπεσα και ἐξαχρειώθηκα, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! Ἐξόδευσα ἀλόγιστα, τόν πλοῦτον,
πού ἔλαβα ἀπό τον Θεόν. Κατεσπατάλησα τά θεῖα χαρίσματα ζῶν ἀσώτως, ὁ ἄμυαλος και
ἐλεεινός ἐγώ! Ἔγινα ἀνόητος παραβάτης τῆς θείας Ἐντολῆς. Ἀλλοίμονό μου, πονηρή,μαύρη
μου ψυχή! Δίκαια, λοιπόν, στό αἰώνιο πῦρ καταδικάζεσαι. Διά τοῦτο, πρίν
τελειωτικά χαθῆς φώναξε δυνατά, στό Χριστό,
ζήτησε ἐπίμονα βοήθεια ἀπό Αὐτόν, τόν μόνον
ἀγαθόν φιλάνθρωπον Θεόν· Αὐτός ἀκούει καί τίς ἄναρθρες κραυγές μας. Φώναξέ Του με
ὅλη τη δύναμι τῆς ψυχῆς σου: Βοήθησέ με ,Χριστέ μου!
Ὡς τόν ἄσωτον δέξαι με υἱόν, Θεέ μου, καί ἐλέησόν με»( Δοξαστικόν τοῦ ἑσπερινοῦ).
«Πατέρα Ἀγαθέ, ἀλόγιστα, ἀπομακρύνθηκα ἀπό Σένα, τήν ἄπειρη Στοργή· Σέ ἱκετεύω, πανάγαθε, μή με ἐγκαταλείπῃς… Μηδέ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου. Κάλυψέ με, Εὔσπλαγχνε, καί μή φανερώσῃς πόσο ἀνάξιος εἶμαι τῆς Βασιλείας Σου. Ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρος, ὁ Ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ λαοπλανής, μέ ξεγύμνωσε και μοῦ ἀφῄρεσε, μοῦ ἅρπαξε τόν πλοῦτον, πού μοῦ χάρισες, Θεέ μου.Ἀσώτως διεσκόρπισα,ἀλόγιστα ἐσπατάλησα τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς μου, ἀπό κακή μου θέλησι, ξεντύθηκα τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκα τή φθορά, τόν πόνο, τήν Ὀδύνη καί τό Θάνατο.
Ἀλλά ἦλθα στόν ἑαυτό μου, ἀναγνώρισα τήν πτῶσι μου καί ἀφοῦ ἀναστήθηκα, ἐπιστρέφω κοντά Σου, εἰλικρινά μετανοιωμένος καί μέ κραυγές σέ ἱκετεύω· Πατέρα μου, λυπήσου με! Δεν εἶμαι ἄξιος νά καλοῦμαι υἱός Σου, δέξου με ὡς ἕνα τῶν μισθίων Σου. Ἀξίωσέ με νά Σέ ὑπηρετῶ, σάν ἀχρεῖος δοῦλος Σου. Σύ, πού ἅπλωσες στό Σταυρό τά ἄχραντα Χέρια Σου, γιά νά μέ ἁρπάξῃς ἀπό τό φοβερό Θηρίο, γιά νά μέ λυτρώσῃς ἀπό τόν πυρρό Δράκοντα καί γιά νά μέ ἐπενδύσῃς τήν πρώτην καταστολήν, δηλ. γιά νά μέ ἀποκαταστήσῃς ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τήν θέσιν καί τά δικαιώματα, πού εἶχα πρίν ἀπομακρυνθῶ ἀπό κοντά Σου, Πανάγαθε καί γιά νά μέ προστατεύῃς αἰώνια, ὡς μόνος Πολυέλεος»(Δοξαστ. τοῦ Ὄρθρου).
προστατεύῃς αἰώνια, ὡς μόνος Πολυέλεος» (Δοξαστ. τοῦ Ὄρθρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου