Τῼ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΙ ΕΝ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ»;
Κύριε μου, Ἰησοῦ, Κριτά Δικαιώτατε,
«Ἐννοῶ τήν Ἡμέραν τήν φοβεράν, καί θρηνῶ μου τάς πράξεις τάς πονηράς· Πῶς, Κύριέ μου, θά ἀπολογηθῶ Σέ Σένα, τόν ἀθάνατο Βασιλέα καί Δεσπότη; Πῶς θά τολμήσω νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, μέ ποιά παρρησία θά μπορέσω νά ἀτενίσω Ἐσένα τον δίκαιο Κριτή, ὁ ἄσωτος ἐγώ; Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ Μονογενές το Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐλέησόν με» (Κάθισμα τοῦ ὄρθρου).
«Πολύ φοβερά θά εἶναι ἡ Κρίσις Σου, Κύριε! ἐκεῖ θά παρευρίσκωνται ἐνώπιόν Σου οἱ Ἄγγελοι καί θά εἰσέρχωνται σέ δίκη οἱ ἄνθρωποι, θά εἶναι ἀνοικτά τά βιβλία, θά ἐρευνῶνται τά ἔργα τοῦ καθενός ἀκόμη δέ θά ἐξετάζωνται και οἱ λογισμοί. Ποιά κρίσις θά γίνη γιά μένα, πού ἔχω συλληφθῇ βουτηγμένος στίς ἁμαρτίες; Ποιός θά σβύσῃ τή φλόγα, πού κατακαίει τά σωθικά μου, πού μέ φθείρει σωματικά καί ψυχικά; Ποιός θά σβύσῃ τή φωτιά, πού κατακαίει τό εἶναι μου; Ποιός θά φωτίσῃ τά σκοτάδια μου καί θά λάμψῃ, μέ θεῖον, οὐράνιο Φῶς τήν ψυχή μου, ἐάν Σύ Κύριε, πού σταυρώθηκες και Ἀναστήθηκες, γιά μένα δέν μέ ἐλεήσεις, ὡς Φιλάνθρωπος ;» (Τροπάρ. Μεγάλου Ἀποδείπνου).
«Οἴμοι μέλαινα ψυχή! Ἀλλοίμονο μαύρη καί σκοτεινή ψυχή μου! Ἕως πότε, ἀπό κακή σου θέλησι, θα παραμένῃς δέσμια τῆς γῆς; Ἕως πότε θά ἐπιμένῃς στό Κακό; Ἕως πότε θά ἀδικοπραγῆς καί δέν θά ἀποκόπτῃς τούς δεσμούς σου με το Κακόν; Πότε θά σταματίσῃς νά διαπράττῃς τά κακά καί νά ἀντιστρατεύεσαι στό Θεῖον Θέλημα;
Ἕως πότε, θά παραμένῃς κατάκοιτος στή ῥαθυμία, ἀπρόθυμος γιά
τό καλό, ὀκνηρός, νωθρός, στήν πνευματική ζωή, δέσμιος τῆς γῆς;
Γιατί μέ τόσο ζῆλο διαπράττεις τό Κακό, δέν θυμᾶσαι τήν ὥρα τοῦ θανάτου; Ψυχή μου, δεν τρέμεις ὁλόκληρη; Πῶς θά σταθῇς μπροστά στό φρικτόν Βῆμα τοῦ Σωτήρος; Τά ἔργα σου παρευρίσκονται, γιά νά σέ ἐλέγχουν. Σέ ἐλέγχουν και σέ κατηγοροῦν. Λοιπόν, Ψυχή μου, συλλογίσου. Ὁ χρόνος, ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως ἔφθασε. Τρέξε, πρόφθασε, μετανόησε, μέ πίστι φώναξε δυνατά στόν Δικαιοκρίτη: Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός, ἁμάρτησα Θεέ μου, ἁμάρτησα Σέ Σένα. Ἁλλά γνωρίζω, Φιλάνθρωπε, πόσο Εὔσπλαγχνος εἶσαι. Σύ, ὁ Ποιμένας ὁ Καλός, μή μέ χωρίσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν Σου παραστάσεως! Σέ ἱκετεύω, Κύριε, ἀξίωσέ με, νά σταθῶ στά δεξιά Σου, ὄχι γιατί τό ἀξίζω, ἀλλά διά τό μέγα Σου Ἔλεος και ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου.
Κύριε, ἡ ζωή μας μακρυά ἀπό Σένα εἶναι Κόλασι. Δέν ἀντέχεται. Οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, ἄν ὄχι ὅλοι, διά τῆς παρακοῆς τῶν ἐντολῶν, φθάσαμε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. «ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». Ἐγκαταλείψαμε ἐσένα, Κύριε, τήν Πηγή τοῦ ζῶντος Ὕδατος καί ὠρύξαμε γιά τόν ἑαυτό μας λάκκους συντετριμμένους, πού δέν μποροῦν νά κρατήσουν νερό. Προσπαθοῦμε , δυστυχῶς, νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας, στά λασπονέρια τῆς Ἀποστασίας καί ἐπιθυμοῦμε νά γεμίσουμε τήν κοιλία μας ἀπό τῶν κερατίων, πού εἶναι ἡ τροφή τῶν χοίρων.
Μετουσιώσαμε τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, σέ «Χοιροστάσι», εἶναι δέ «πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε και το ψωμί πού τρῶμε «ἄρτος ὀδύνης». Κύριε μου, Ἰησοῦ, μή βραδύνῃς. Ἔρχου ταχύ. Ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά ξεπλύνῃς τίς ντροπές καί ὡς «πῦρ καταναλίσκον» κάψε τό ἄχυρον τῶν ἔργων μας, Φιλάνθρωπε, και πρίν νά εἶναι ἀργά, πρίν τελειωτικά χαθοῦμε, λυπήσου μας και ἐλέησέ μας. Φώτισε τά σκοτάδια μας, καθάρισε τόν ῥύπο, τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μας, χάρισέ μας μετάνοια καί ἀξίωσέ μας νά σταθοῦμε στά δεξιά Σου τή φοβερή Ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, Φιλάνθρωπε! Ταπεινά Σέ ἱκετεύω. Ἄκουσε τίς κραυγές τῆς Ὀδύνης μου καί μή ἀργοπορῇς. Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου. Λύτρωσέ μας ἀπό τά δεινά, πού σωρεύουμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μας ἁμαρτιῶν. Βάλε ὁριστικό Τέλος στήν Ἀνομία καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἔλεος Σοῦ ζητῶ. Κύριε. Μη ἀργοπορῇς, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης! Ἔρχου ταχύ, Κύριέ μου, Ἰησοῦ ! Ναί. Ἔρχου ταχύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου