ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ, ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΟΠΛΑ.
Ποιά γραφίδα θά σταθῇ ἱκανή νά ἱστορίσῃ,
μέ ἀκρίβεια, τή συμφορά, τίς θλίψεις, τή στέρησι, τίς ἀγωνίες, τήν Ὀδύνη καί
τόν πόνο, τούς βιασμούς, τούς ἀγχονισμούς, τούς στραγγαλισμούς, τούς πνιγμούς,
καί τά ἄλλα ἀνατριχιαστικά μαρτύρια καί τίς θυσίες τῶν ραγιάδων, τόν καθημερινό
ψυχικό καί σωματικό τους θάνατο;
Ποιά γλώσσα μπορεῖ, ὅπως ἁρμόζῃ, νά
μιλήσῃ, γιά τήν Πίστι καί τήν Ἀγάπη στό
Θεό καί τήν Ἑλλάδα τῶν ὑποδούλων τότε Ἑλλήνων;
Ποιά φωνή, χωρίς ἀπό τή συγκίνησι νά σβύνῃ, ποιά
φωνή μπορεῖ νά διαλαλήσῃ τήν πεῖνα καί τή δίψα, γιά λευτεριά τῶν
σκλαβωμένων ;
Ποιός θά μπορέσῃ ποτέ νά ἐκφράσῃ καί, μέ ἐπάξια λόγια, νά περιγράψῃ
τόν Ἱερόν Ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, γιά τήν ἀποτίναξι τοῦ ἐπάρατου
τουρκικοῦ ζυγοῦ;
Ἀλλά καί ποιός, ἐπίσης, θά μπορέσῃ, ἐπάξιο ἐγκώμιον νά
πλέξῃ, γιά Ἐκείνους, πού ἔπεσαν στόν Ἱερόν
Ἀγῶνα,
«Για τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ τήν Πίστι
τήν Ἁγία
καί γιά τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν;»
Τό ὑπόδουλο Γένος, σάν μιά ψυχή, ξεσηκώθηκε καί ἀποτίναξε τόν βαρβαρικό ζυγό. Ἔσπασε τίς ἁλυσίδες τῆς ἐπάρατης σκλαβιᾶς. Τῆς σκλαβιᾶς, πού κράτησε 400 ὁλόκληρα χρόνια. 400 χρόνια βασιλείας τοῦ μισιφέγγαρου στή Χώρα τοῦ Φωτός. 400 χρόνια μαρτυρίου, ἐμπαιγμῶν, ἐξευτελισμῶν, καταφρόνιας καί ἔσχατης ἐξαθλιώσεως καί καθημερινῶν ἀτιμώσεων.
Οἱ ἀπάνθρωποι, οἱ βάρβαροι Ἀγαρηνοί βασανίζουν τούς ραγιάδες, μέ ἀπερίγραπτη ἀναλγησία. Ποδοπατοῦν τή Χριστιανική Ἐκκλησία, χωρίς ντροπή. Μολύνουν τά ἄχραντα μυστήρια. Βλασφημοῦν τήν Πίστι τοῦ Χριστοῦ. Γκρεμίζουν τίς Ἐκκλησιές ἤ τίς χρησιμοποιοῦν ὡς «σταύλους» ἤ τίς μετρατρέπουν σέ «Τζιαμιά», σέ μιαρά προσκυνήματα τοῦ Μωάμεθ.
Σέ ὅλα τά μαρτυρικά αὐτά χρόνια, οἱ ἄπιστοι, δέρνουν, ἁρπάζουν, φυλακίζουν, βιάζουν καί ἐκβιάζουν τά ἀδύνατα μέρη καί θανατώνουν τά θύματά τους, γιά εὐχαρίστησι.
Δείγματα αὐτῶν τῶν βανδαλισμῶν ζήσαμε κι’ ἐμεῖς, πρίν ἀπό λίγα χρόνια, μέ τίς ἀγριότητες αὐτῶν, «τῶν γκρίζων λύκων», τῶν μογγολικῶν ὀρδῶν τοῦ Ἀττίλα, τῶν Τούρκων, τῶν τζιχαντιστῶν, ἀγριότητες, πού διαδραματίσθηκαν στήν Κωσταντινούπολι καί στήν Κύπρο, μπροστά στά μάτια τῶν ἄσπονδων φίλων(!) καί συμμάχων μας.
Δυστυχῶς, μένουμε ἄφωνοι, μπροστά στήν ἀναλγησία, αὐτῶν, πού, «ὅταν τούς φτύσῃς χαμογελοῦν και λέν’ πώς ψιχαλίζει». 400 χρόνια ὑπέφερε τό Γένος μας. Ἡ κοιτίς τοῦ Πολιτισμοῦ, ἡ χώρα τοῦ Φωτός, στή θέα ὅλων αὐτῶν, τῶν δῆθεν πολιτισμένων…
Ἁρπάζουν τά παιδιά ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς μάνας
τους, γιά νά τά τουρκέψουν.400 χρόνια σέ κάθε ἑλληνική γωνιά δέν ἀκούγεται
τίποτ’ ἄλλο, παρά μονάχα «θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς» καί κανείς ἀπό τούς δῆθεν πολιτισμένους δέν συγκινεῖται.
Εὐτυχῶς ὑπάρχει μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού σκεπάζει καί στηρίζει καί παρηγορεῖ τό ὑπόδουλο Γένος.
Γνωστοί, ἀλλά καί ἀφανεῖς Ἱερωμένοι, μαρτυρικές Μορφές, μέ τό «κρυφό Σχολειό» καί μέ κάθε τρόπο, μέ κάθε θυσία καί μέ συνεχῆ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, σπέρνουν και καλλιεργοῦν μέσα στις ψυχές τῶν «ραγιάδων» τόν πόθο, τή λαχτάρα γιά τ ή λευτεριά.Διδάσκουν τούς σκλαβωμένους ὅτι ἡ Ἑλλάς εἶναι
ἡ πηγή τοῦ Φωτός, ἡ Μητέρα τῆς σοφίας, ἡ γενέτειρα τῆς Λευτεριᾶς καί τῆς ὑγιοῦς Δημοκρατίας. Μαθαίνουν ὅτι ὅλα τά ἑλληνόπουλα εἶναι παιδιά τῆς Ἐλευθερίας
καί πρέπει νά κρατοῦν μέσα στήν καρδιά τους, ἄσβυστη τή φλόγα, φλογερό τόν
πόθο, γιά τόν ξεσικωμό, γιά τήν ἀποτίναξι
τοῦ ἐπάρατου τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Καί, πραγματικά, σιγά -σιγά, ἐβλάστησε μέσα στίς Ψυχές ὅλων τῶν Ἑλλήνων ἡ λαχτάρα, γιά τή Λευτεριά καί φούντωσε και θέριεψε και ξέσπασε. Σάν λάβα καυτερή κατέκαψε τό γένος τῶν βαρβάρων καί κατέπληξε τήν Οἰκουμένη.
Ὁ Ξεσικωμός τοῦ Γένους ἀπέδειξεν ,
χωρίς ἀμφιβολία, ὅτι, «τοῦ Ἕλληνος ὁ
τράχηλος, ζυγόν δέν ὑποφέρει». Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ 1821, εἶναι ἡ ἔκφρασις τοῦ
Μεγαλείου τῆς ἀθάνατης Ἑλληνικῆς ψυχῆς. Τότε
οἱ ραγιάδες δέν ἦσαν «συνδικαλιστές», ἀλλά «Πατριῶτες». Τότε ἡ
Φιλοπατρία ἦταν ὑψίστη Ἀρετή. Ξεσηκώθηκαν οἱ Ἕλληνες, μέ μοναδικά ὅπλα τήν
Πίστι στό Θεό καί τήν Ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα. Σήμερα, δυστυχῶς, γιά τούς Γραικύλους, «ἡ φιλοπατρία», εἶναι «ρατσισμός». Τί εἰρωνεία, Θεέ μου!...
Τότε, οἱ γυναῖκες κάθε ἡλικίας δέν ἔβαφαν κόκκινα τά μαλλιά τους, ἀλλά, μέ μοναδικά τους στολίδια, την ἁγνότητά τους καί τή θυσιαστικότητά τους, κουβαλοῦσαν πολεμεφόδια στούς ἀγωνιστές. Τότε, ἄνδρες καί γυναῖκες κάθε ἡλικίας, δέν προσπαθοῦσαν νά προκαλέσουν, μέ κουρέματα «Πάνκ» ἤ «Ράστα», οὔτε, μέ σκουλαρίκια καί μέ χαλκάδες στή μύτη, στά αὐτιά ἤ στόν ἀφαλό, ἀλλά στολίζονταν, μέ τό Θάρρος καί τήν Τόλμην, τή σωφροσύνη καί τήν ἀνδρεία, μέ τό ἑλληνικό, πατροπαράδοτο Φιλότιμο, και γενικά με τίς ἀρετές τῶν προγόνων καί ἔπεφταν στή Μάχη γιά τή Λευτεριά, προκαλῶντας τόν Παγκόσμιο θαυμασμό.
Μπροστά στόν ἡρωϊσμό καί τήν αὐτοθυσία
τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, στάθηκαν ἄφωνοι ἐχθροί καί φίλοι. Ἀποδείχθηκαν ἀντάξιοι
τῶν προγόνων, ὥστε καί γι’ αὐτούς νά ἔχουν ἐφαρμογή τά λόγια τοῦ Λυσίου: «Τίς οὐκ ἄν Θεῶν
ἠλέησεν ὑπέρ τοῦ μεγέθους τοῦ κινδύνου; Τίς ἀνθρώπων οὐκ ἄν ἐδάκρυσεν; Ἤ τίς τῆς
τόλμης αὐτῶν οὐκ ἄν ἠγάσθην;»
Οἱ Ἕλληνες ἀγωνισταί τοῦ 1821 , ἀντάξιοι τῶν προγόνων τους «ἡγησάμενοι κρεῖττον εἶναι μετ’ ἀρετῆς και πενίας καί φυγῆς ἐλευθερίαν, ἤ μετ’ ὀνείδους καί πλούτου δουλείαν τῆς Πατρίδος»(Λυσίου λόγ. Ἐπιτάφ.), βροντοφώναξαν, μέ τή θυσία τους καί διεκήρυξαν σέ ὅλο τόν κόσμον ὅτι τά προβλήματα τοῦ Γένους δέν λύνονται στά «ξενυχτάδικα», ἀλλά στα πεδία τῶν Μαχῶν. Διεκήρυξαν ὅτι πάνω ἀπό ὅλα πρέπει νἆναι ἡ Πίστι στό Θεό, ἡ τιμή και ἡ Ἐλευθερία τῆς Πατρίδος.
Βαθειά λαξευμένοι στήν ἔνδοξη Ἱστορία μας, ἀτόφιοι ὑψώνονται πάνω ἀπό τό χρόνο, οἱ ἀσύγκριτοι ἀγῶνες τῶν ἀθανάτων θνητῶν τοῦ 1821. Τούς στεφανώνουμε «Ἥρωες». Τούς ὀνομάζουμε «Ἀθανάτους», τούς τιμῶμεν «Ἡμιθέους», Καί, παραγματικά, εἶναι. Και αὐτό, γιατί οἱ ἀγῶνες τους, γιά τήν ἀποτίναξι τοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας, δέν ἦσαν φανταστικοί, ἀλλά πραγματικοί. Δεν ἦσαν ἀγῶνες ἐναντίον φανταστικῶν ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἦσαν αἱματηροί ἀγῶνες ἐναντίον πραγματικῶν ἐχθρῶν τοῦ Γένους καί δέν συγκρίνονται μέ τούς συγχρόνους, ἀστόχαστους Δονκιχωτισμούς.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ 1821 δέν ἔχουν καμμιά ἀπολύτως σχέσι καί συγγένεια , με τίς συνδικαλιστικές διαδηλώσεις, πού εἶναι ξένες πρός τήν ἀληθινή Δημοκρατία. Δέν ἔχουν καμμιά ἀπολύτως σχέσι, με την ἀσυδοσία τῶν νεοελλήνων, πού στίς διαδηλώσεις τους καταστρέφουν τά πάντα καί, μέ τό πρόσχημα τῆς ἐλευθερίας, ἔφθασαν στό κατώτατο σκαλοπάτι τῆς ἀθλιότητος, νά κάψουν ἀκόμη καί τό Σύμβολον τοῦ Ἔθνους, αὐτήν τήν ἔνδοξη, την αἱματοβαμμένη Ἑλληνική Σημαία.
Ποιός θά τό περίμενε νά βρίσκονται σήμερα, στήν Ἑλλάδα, ἄνθρωποι
νά προσβάλλουν τίς Θυσίες τῶν Ἡρώων μας, καί νά παρελαύνουν προβάλλοντες
τήν αἰσχρότητά τους και τίς διαστροφές τους, καί νά ἀσελγοῦν μπροστά στό Μνημεῖον
τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου;
Ποιός θά τό περίμενε ὅτι,
στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδόξίας, θά βρισκόταν σήμερα Ὑπουργός νά καυχιέται, γιά τή διαστροφή του καί τήν ἀνωμαλία
του, καί, χωρίς διόλου ντροπή, νά διακηρύττῃ καί νά λέγει: «Εἶμαι ὑπερήφανος,
πού εἶμαι Γκέϊ»; Θεέ μου, ποῦ καταντήσαμε;…
Γι’ αὐτή «τήν κατάντια» θυσιάστηκαν
οἱ Ἥρωες τοῦ 1821;
Οἱ Ἥρωες ἀγωνιστές τοῦ 1821 ἔγραψαν , μέ τό αἷμα τους, χρυσές, ἀθάνατες σελίδες στήν ἔνδοξη Ἱστορία μας, πού εἶναι, γιά κάθε γνήσιο Ἕλληνα, ἐμπνεύσεων πηγή ἀστείρευτη.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, νά ἀφήσουμε τούς ψευτοπανηγυρισμούς, καί νά μελετήσουμε,
προσεκτικά, τήν ἔνδοξη Ἱστορία μας. Να μελετήσουμε τήν Ἱστορία τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ
1821.Νά ἀκούσουμε τά μηνύματα τῶν προγόνων μας, πού θυσίασαν τή ζωή τους καί τό
εἶναι τους,
«Γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστι τήν ἁγία
καί γιά τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν».
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, συνειδητά, νά ἐγκολπωθοῦμε τή Θυσία τους καί νά γράψουμε
βαθειά μέσ’ στήν καρδιά μας τό δικό τους Φιλότιμο, τή Λεβεντιά, τήν Ὀμορφιά, τή
Δύναμι καί τό Θάρρος τους, τή συγκίνησι, τήν Τόλμη, τή σωφροσύνη, τήν ἀνδρεία καί
γενικά τίς πατροπαράδοτες, ἑλληνικές ἀρετές. Νά φωτισθῇ ἡ ψυχή μας ἀπό τό Φῶς
τοῦ 1821.
Βογγοῦν τά αἵματα Ἐκείνων, πού θυσιάστηκαν γιά τήν Πίστι καί τή Λευτεριά βλέποντας, πῶς χρησιμοποιοῦμε τήν ἐλευθερία μας, πῶς δουλωθήκαμε στήν Κοπριά τῆς Εὐρώπης. Καί ζητοῦν ἱκανοποίησι ἀπό ὅλους ἐκείνους, πού προσβάλλουν τίς Θυσίες καί τήν Πίστι τους.
Βογγοῦν, κράζουν καί ζητοῦν ἀπό ὅλους μας ΤΟ ΧΡΕΟΣ: Νά διαφυλάξουμε, μέ κάθε θυσία, τήν Πίστι μας στο Θεό, τήν Ἀγάπη μας στήν Πατρίδα καί τή Λευτεριά.
Ἡ 25η Μαρτίου
καθιερώθηκε καί εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐθνική μας Ἑορτή. Εἶναι Ἡμέρα ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς περισυλλογῆς. Εἶναι Ἡμέρα Ἀναβαπτισμοῦ τοῦ Γένους στα νάματα τοῦ
1821!
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ να ἔλθουμε ὅλοι σέ περισυλλογή καί αὐτοεξέτασι. Νά ἐπιστρέψουμε
στίς πατροπαράδοτες Ἀρχές μας. Να σεβαστοῦμε τά Ἰδανικά τῆς Φυλῆς μας, τήν ἱερή
γλῶσσα μας, τά Ὅσια καί τά Ἱερά μας. Εἷναι ντροπή νά θέλουμε νά μιμηθοῦμε «τήν κόπρο
τῆς Εὐρώπης καί τινων ἄλλων. Θυμηθεῖτε ὅτι, ὅταν ἐμεῖς κτίζαμε Παρθενῶνες, αὐτοί ζοῦσαν σέ τρῶγλες καί πηδοῦσαν σάν Πίθηκοι ἀπό δένδρο σέ δένδρο.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ να ἀφήσουμε τίς διχόνοιες και τίς ἀνόητες κομματικές
διαμάχες καί νά σεβασθοῦμε τίς αἰῶνιες Ἀλήθειες καί τά ἰδανικά τῆς Φυλῆς καί νά
προτάσσουμε πάντοτε τό Συμφέρον τῆς Πατρίδος.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά φροντίσουμε ἑνωμένοι τήν Ἑλληνορθόδοξη ΠΑΙΔΕΙΑ, τήν Ἑλληνορθόδοξη ἀνατροφή τῶν
Παιδιῶν μας. Νά παύσουμε νά προπαγανδίζουμε
τήν ἀθεῒα στα Σχολεῖα, νά ἀφήσουμε τίς ἔμφυλες
Ταυτότητες καί νά φροντίσουμε τή Νέα Γενιά, νά ξεφύγῃ ἀπό τά Ναρκωτικά, τήν κραιπάλη καί τή μέθη, ἀπό τήν
ἀσωτία καί τήν ἀσυδοσία. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΛΛΙΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά βοηθήσουμε τά Νέα Παιδιά νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τά δεινά τοῦ ἐπαίσχυντου συνδικαλισμοῦ καί νά γίνουν Πατριῶτες ἀντάξιοι τῶν ἐνδόξων Προγόνων, ἕτοιμοι νά ὑπερασπισθοῦν τά «ὅσια καί τά ἱερά μας», τήν Πίστι στο Θεό, τήν Ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί τήν Οἰκογένεια, τήν ἀκεραιότητα καί τή Λευτεριά τῆς Πατρίδος.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ἀκουσθῇ ἡ κραυγή τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητή, Κωστή Παλαμᾶ, πού λέει, ἀνεξαιρέτως, σέ ὅλους μας:
«ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΛΛΟ
ΚΑΝΕΝΑ:
ΜΕΘΥΣΤΕ ΜΕ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ! »
Ζήτω το 1821!
ΑπάντησηΔιαγραφή