Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

«ΜΕΓΑΛΑ ΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ»



ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΧΗΤΕ ΠΙΣΤΙΝ ΘΕΟΥ.

 

Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, δυστυχῶς, βασιλεύει ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία. Οἱ  περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουμε ξεφύγει ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Δέν πιστεύουμε στό Θεό. Λατρεύουμε τήν Ὕλη, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ το Χρῆμα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού προδίδουν ὄχι μόνον τήν Πατρίδα, ἀλλά προδίδουν ἀκόμη καί τή μάνα τους τήν ἴδια, «ἀντί πινακίου φακῆς», καί τό Χριστό, «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων». Τό στόμα τους στάζει δηλητήριον, στό διάβα του χαίρονται νά χύνουν αἷμα καί στό καθε τους βῆμα σωρεύουν συμφορές.

Καταντήσαμε νά ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο, πού «Ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται», «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Πολύς ὁ πόνος, ἐξ αἰτίας, ἀσφαλῶς τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ὅλες μας οἱ συμφορές ὀφείλονται στήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν.

Δέν πιστεύουμε καί ὑποφέρουμε. «Ἐσθίομεν ἄρτον Ὀδύνης». Τρικυμισμένη θάλασσα ἡ ζωή μας. Θεόρατα τά κύματα, βουνά οἱ δυσκολίες. Πόνος πολύς. Κι’ ὁ πόνος δέν μετριέται.

Ποιός, ἀλήθεια,  μπορεῖ νά μᾶς  ἀνασύρῃ ἀπό τήν

«ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ;

Ποιός μπορεῖ νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς; Ποιός μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τόν κακό μας ἑαυτό; Ποιός μπορεῖ νά ἀλλάξῃ τήν κακή μας προαίρεσι;

ΚΑΝΕΙΣ δεν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσῃ, ἄν δέν τό θελήσουμε.

Ὁ Πανάγαθος καί Παντοδύναμος Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί μᾶς ἐπισκέπτεται. Τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 15-16).

Ὁ Ἰησοῦς, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» ἔρχεται ταπεινά, ἀθόρυβα, κοντά μας, «οὐκ ἐν συσσεισμῷ», ἀλλ’ ὡς «αὔρα λεπτή»(Βασιλ. Γ΄ 19,11-12),καί «κρούει τήν θύραν» (Ἀποκ. γ΄ 20). Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Μᾶς καλεῖ κοντά Του. Θέλει ὁ Κύριος νά ἀκούσουμε τή φωνή Του. Νά πιστέψουμε σ’ Αὐτόν, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου,  νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή.

Μᾶς καλεῖ νά μετα-νοήσουμε, νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας καί, μέ τή θέλησί μας, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του, στήν Πατρική Ἑστία, στήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, εἰλικρινά μετανοιωμένοι.

Ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός  εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἠ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ἔρχεται στή γῆ, «ἵνα τήν ἐαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι». Ἔρχεται νά ζητήσῃ καί νά σώσῃ τό ἀπολωλός.


Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης ὁ Ἰωάννης, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅσοι δέχθηκαν τό Ἰησοῦν Χριστόν καί πίστεψαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, πού γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος, γιά νά σώσῃ τούς ἀμαρτωλούς ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, ὅσοι Τόν δέχθηκαν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ Κόσμου, σέ αὐτούς πού πίστεψαν στό ὄνομά Του, ὁ Κύριος  ἔδωκεν ἐξουσίαν «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. α΄ 12). Καί πραγματικά οἱ πιστοί Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἔλαβαν, «ὡς τέκνα Θεοῦ»,  ἐξουσίαν «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καί οὐδέν αὐτούς οὐ μή ἀδικήσῃ»(Λουκ. ι΄ 19).

Ἄν ἔχῃς πίστι στό Χριστό καί βουνά μεταθέτεις. Ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πού πιστεύει. «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. θ΄ 23).

Καί πραγματικά «Μεγάλα εἶναι τά τῆς Πίστεως κατορθώματα». «Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καί ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο».

Ὁ ‘Απόστολος Παῦλος, πολύ πιστός στό Χριστό, διακηρύττει σέ ὅλους τή δύναμι τῆς πίστεως καί λέγει: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ».

Ἐάν μπορῇς νά πιστέψῃς, ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πού πιστεύει(Μάρκ. θ΄ 23).«Ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ ια΄ 1). Ἡ πίστις κάνει χειροπιαστά ἐκεῖνα , πού ἐλπίζουμε καί βέβαια ἐκεῖνα πού δέν βλέπουμε. Εἶναι δέ μεγάλη ἡ δύναμις τῆς Πίστεως.

Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει καί λέγει: «Ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καί ματαβήσεται, καί οὐδέν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. ιζ΄20).

Μετά τή Μεταμόρφωσί Του, κατέβηκε μαζί μέ τόν Πέτρον, τόν Ἰάκωβον καί τόν Ἰωάννην ἀπό τό Ὄρος Θαβώρ καί τόν συνήντησε κάποιος δυστυχής Πατέρας καί Τόν παρεκάλεσε νά θεραπεύσῃ τόν ἄρρωστο γιό του, γιατί οἱ Μαθητές Του δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν. Ὁ Κύριος τότε εἶπε:

«Ὧ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’  ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φέρετέ μοι αὐτόν ὧδε. Καί ἀμέσως τόν ἐθεράπευσε» (Ματθ. ιζ΄ 14-21. Μάρκ. θ΄14-29. Λουκ. θ΄37-43).

Τότε Τόν πλησίασαν οἱ Μαθητές, πού δέν  ἀξιώθῃκαν νά ἀνέβουν μαζί Του στό Ὄρος καί Τοῦ εἶπαν: Κύριε, «διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήμεν ἐκβαλεῖν αὐτό;»(Ματθ. ιζ΄19). Καί ὁ Κύριος ἀπήντησε ξεκάθαρα καί τούς εἶπε: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν» (Ματθ.ιζ΄20).

Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἐξηγεῖ καί τό λόγο, πού δέν ἀξιώθηκαν νά ἀνέβουν μαζί Του εἰς τό ὄρος.

Κι’ ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε τό ἴδιο πρόβλημα. Εἴμαστε μιά γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη.

Γιατί δέν μποροῦμε νά θεραπεύσουμε τήν ἀρρώστια μας; Γιατί δέν μποροῦμε νά ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τή ζωή μας κάθε εἴδους  εἰδωλολατρία, κάθε εἴδους μάστιγα καί τόν Κορωναϊό; Γιατί δέν μποροῦμε νά διώξουμε τά δαιμόνια καί νά γαληνέψῃ τήν ψυχή μας;  Γιατί χάσαμε τήν ἐξουσία, πού μᾶς ἔδωκεν ὁ Χριστός; Γιατί δέν μποροῦμε νά θεραπεύσουμε τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια, πού συναντοῦμε στή ζωή μας; Ἡ ἀπάντησις εἶναι μία καί ἡ ἴδια:  «Διά τήν ἀπιστίαν ἡμῶν».

«Ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐάν ἔχητε πίστιν θερμήν, καυστικήν, πίστιν, τήν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην, τότε θά μπορῆτε νά μετακινῆτε καί βουνά. Καί τίποτε δέν θά εἶναι ἀδύνατον σέ σᾶς».

Καί εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μόνον διά τῆς Πίστεως στό Χριστό θά γαληνέψῃ ἡ ψυχή μας. Ἡ Πίστις, ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, ἡ ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσις στό Χριστό, θά ἀπομακρύνῃ ἀπό τή ζωή μας τήν Ἐγωπάθεια, τήν ἀλαζονία τοῦ βίου, τήν πλεονεξία, πού εἶναι Εἰδωλολατρία καί κάθε Κακόν, καί θά μᾶς χαρίσῃ τήν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν.

 Τότε καί μόνον τότε θά ἀξιωθοῦμε νά θεραπεύουμε πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Τότε καί μόνον τότε,   ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, θά ἀξιωθοῦμε νά λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας, νά ὐμνοῦμεν καί νά δοξολογοῦμεν Ἐκεῖνον, τόν Τριαδικόν Θεόν, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.


 

1 σχόλιο:

  1. Δεν αρκεί να επικαλείται κανείς το όνομα του Κυρίου. Χρειάζεται να πιστεύει και να λατρεύει τον Κύριο με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Να αγωνίζεται και να εργάζεται τα έργα του Θεού μέχρι θανάτου, άχρι τέλους. Να καλλιεργεί και να πολλαπλασιάζει τα χαρίσματα, που του έδωσε ο Θεός. Γένοιτο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή