«ΕΤΙ ἝΝ ΣΟΙ ΛΕΙΠΕΙ» (Λουκ. ιη΄ 22).
Ἕνας
πλούσιος νέος πλησίασε τό Χριστό(Ματθ. ιθ΄ 16-26.Λουκ.ιη΄18-27).
Πίστευε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀγαθός καί μέγας Διδάσκαλος. Δέν
πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, πού, ἀπό ἄπειρη
ἀγάπη, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, γιά τή σωτηρία μας.
Αὐτός
, λοιπόν, ὁ Νέος ρώτησε τόν Κύριο: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω
ζωήν αἰώνιον; Τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»
Ὁ
Κύριος, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ἄκουσε μέ προσοχή τόν Νέον καί, μέ τρυφερότητα τοῦ εἶπε: «Τί
μέ λέγεις ἀγαθόν; Οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός».
Ὁ
καρδιογνώστης γνωρίζει ὅτι ἐνῶ ὁ Νέος δέν πιστεύει ὅτι εἶναι Θεός, ἀλλά ἄνθρωπος,
καί ὡς ἄνθρωπον, τόν ἀποκαλεῖ «ἀγαθόν». Μέ τρυφερότητα, ὁ Κύριος τόν διορθώνει καί
τόν διδάσκει καί μαζί μέ τόν νεανίσκον, διδάσκει καί ὅλους ἐμᾶς καί λέγει: Γιατί,
ἀφοῦ δέν πιστεύεις ὅτι εἶμαι Θεός, μέ ἀποκαλεῖς ἀγαθόν; Κανείς ἄνθρωπος δέν
εἶναι ἀγαθός. Πραγματικά Ἀγαθός εἶναι μόνον Ἕνας, ὁ Θεός.
Καί καλόν εἶναι νά κατανοήσουμε τήν ἀλήθεια, πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος καί νά φροντίσουμε, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας ἐνώπιον τοῦ μόνου Ἀγαθοῦ Θεοῦ, νά ἀποκτήσουμε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός καί μόνον Αὐτός εἶναι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ καί πρέπον εἶναι νά ἀγωνιζώμαστε κι'ἐμεῖς νά πλησιάσουμε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀφοῦ
ὡς πάνσοφος διδάσκαλος ἐδίδαξε ὅτι μόνον ὁ Θεός εἶναι Ἀγαθός, ἔδειξε ὅλην τήν
συμπάθειά του στόν πλούσιο αὐτόν Νέον
καί τοῦ ὑπέδειξε Πῶς καί Τί ὀφείλει νά κάμῃ,
γιά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν: Τοῦ εἶπε: Μάθε ὅτι ἀγαθός εἶναι μονάχα ὁ
Θεός. Καί ἐάν θέλῃς νά εἰσέλθῃς εἰς τήν αἰώνιον ζωήν τήρησε τάς Ἐντολάς.
Τότε ὁ Νέος Τόν ρώτησε: Κύριε ποίας ἐντολάς; Καί ὁ Κύριος μέ πρᾳότητα καί ἀγάπη εἶπε: Τό νά μή φονεύσῃς, νά μή μοιχεύσῃς, νά μή κλέψῃς, νά μή ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου καί ἀγαπήσῃς τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Μέ δύο λόγια: Ἄν θέλῃς νά κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν, ὀφείλεις νά ἀγαπᾶς τό Θεό μέ τέλεια ἀγάπη καί τόν πλησίον σου ὅπως ἀκριβῶς ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου. Νά κάνῃς ὑπακοή εἰς τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης.
Τότε ὁ
Νέος ἀπήντησε: Ὅλα αὐτά τά ἐφύλαξα ἀπό τήν τρυφερή μου ἡλικία. Ἀπό μικρό
παιδί τηρῶ τίς Ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τί μοῦ
λείπει ἀκόμη; Τί ἔτι ὑστερῶ;
Νόμιζε ὁ Νεαρός ὅτι τηρεῖ τίς Ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νόμιζε ὅτι εἶχε πίστιν καί ἀγάπη στό Θεό καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Τηροῦσε τά τυπικά. ἀλλά εἶχε χάσει τήν «οὐσίαν». Ὁ Καρδιογνώστης ὅμως γνωρίζει ὅτι ὁ Νέος εἶναι δέσμιος τοῦ πλούτου, εἶναι ἐμπεπηγμένος εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Καί εἶναι βέβαιον ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπηρετῇ δύο κυρίους μέ ἀντίθετα θελήματα. Κανείς δέν μπορεῖ συγχρόνως νά ὑπηρετῇ τό Θεό καί τό Μαμωνᾶ, τό Διάβολο, τό Χρῆμα. Λέγει, λοιπόν, στό Νέο:
«Ἔτι ἕν σοι λείπει.
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ἀκούσας δέ ὁ Νεανίσκος τόν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά».
Ἦταν βυθισμένος στό Βόρβορο τῆς ὕλης στή λάσπη, καί δέν εἶχε καταλάβῃ ὅτι ὅλα τά ἀγαθά, ὑλικά καί πνευματικά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν εἶναι δικό μας. Ὁ Νέος ἔφυγε λυπημένος, γιατί δέν ἤθελε νά ἀποχωρισθῇ τόν πλοῦτο, τή χλιδή, τίς ἀπολαύσεις. Νόμιζε πώς τά ἀγαθά ἦταν δικά του. Δέν εἶχε συνειδητοποιήσῃ ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε τά ἀγαθά Του, καί τόν διώρισε Οἰκονόμον, Διαχειστήν τῶν ἀγαθῶν καί τώρα ὁ Κύριος τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ἐάν θέλῃ νά εἶναι τέλειος, ἐάν θέλει νἀ κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν, ὀφείλει νά διαχειρισθῇ καλῶς τά ἀγαθά , πού τοῦ ἔδωσε Θεός. Ὕπαγε πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς.
Ὁ ἄνθρωπος δέν χάνει τίποτε, ἄν τηρήσῃ καί κατά γράμμα τήν Ἐντολήν. Ἀλλά πιστεύω ὅτι τό· «Πώλησον» ἔχει τή σημασία: Καλλιέργησε καί πολλαπλασίασε ὅσα ἀγαθά σοῦ ἔδωκα. Γιατί μόνον σύ ἔχεις τή δύναμι καί τή θέλησι καί τήν ἱκανότητα νά ἐργασθῆς καί νά πολλαπλασιάσῃς τά ἀγαθά μου, μέ σκοπό νά τά διαμοιράσῃς, νά τά διαχειριστής δίκαια καί νά τά δώσῃς εἰς τούς πτωχούς, πού δέν μποροῦν οἱ ἴδιοι νά τά διαχειρισθοῦν και νά τά πολλαπλασιάσουν. Κατάλαβε καλά ὅτι τίποτε δέν ἔχεις, πού δέν τό ἔλαβες. Καί ἀφοῦ τό ἔλαβες, μή καυχιέσαι πώς εἶναι δικό σου, σάν νά μήν τό ἔλαβες. Εἷσαι Διαχειριστής, Οἰκονόμος τῶν ἀγαθῶν. Καί ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος τῶν ἀγαθῶν, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, πού θά τόν βρῆ ὁ Κύριος νά διαχειρίζεται σωστά καί δίκαια τά ἀγαθά Του. Δυστυχής καί ἀξιοκατάκριτος θά εἶναι ὁ Κακός Οἰκονόμος, ὁ Κακός Διαχειριστής.
Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός ἐφοδίασε μέ ἀγαθά, μέ
πολύτιμα δῶρα, ὅλους
τούς ἀνθρώπους:
«ᾯ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν, ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν». Στόν καθένα ἔδωκε σύμφωνα μέ τήν ἱκανότητα, πού εἶχε νά ἐργασθῇ καί νά πολλαπλασιάσῃ τά χαρίσματα, γιά νά τά χρησιμοποιήσῃ εἰς τό ἀγαθόν καί πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Αὐτό σημαίνει κατά κύριον λόγον τό· «πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ». Ἡ ἐκ μέρους τῶν πλουσίων κακή διαχείρησις, δημιουργεῖ τήν Κοινωνικήν Ἀδικία. Ὁ Θεός μᾶς ὥρισε καί θέλει νά εἴμαστε καλοί Διαχειριστές, ὥστε νά κυριαρχεῖ στόν κόσμο ἡ Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Δυστυχῶς ὁ πλούσιος νεανίσκος, δέσμιος του ὑλικοῦ του πλούτου, ἔφυγε λυπούμενος. Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δέν κατανοοῦν τήν τιμήν τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν. Ἐξισώσαμε τόν ἑαυτό μας καί τόν ρίξαμε στήν τάξιν τῶν ζώων, πού δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν ὅπως ἐμεῖς καί, «δέσμιοι τῆς γῆς», ζοῦμε, βυθισμένοι στήν Ὕλη, στή λάσπη, σάν κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
δέχεται τόν ὑλικόν καί πνευματικόν πλοῦτον,
ὡς δῶρον Θεοῦ, καί τόν διαχειρίζεται καλῶς, ὅταν ἀνακουφίζῃ καί θάλπει
καί στηρίζει τόν ἀνήμπορο συνάνθρωπόν του, ὅταν τρέφει τόν πτωχόν, τότε δανείζει
Θεῷ, τότε πλουτοῖ εἰς Θεόν, τότε θησαυρίζει ἐν οὐρανῷ.
Ὅταν ὅμως κυριεύεται ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἐαυτόν του στή γῆ, τότε αἰχμαλωτίζεται στή φθορᾶ, δέσμιος τῆς γῆς, βυθίζεται στό Βόρβορο τῆς Ὕλης, σκορπίζει γύρω του τή δυστυχία καί τήν κοινωνική ἀδικία καί δύσκολα, πολύ δύσκολα εἰσέρχεται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἀπέρχεται λυπούμενος, ὡς ὁ πλούσιος νεανίσκος, καί δέν θησαυρίζει ἐν οὐρανῷ, δέν ἀκολουθεῖ τό Χριστό, μένει ἔξω τῆς Βασιλείας Τοῦ Θεοῦ, δέν κληρονομεῖ, δέν ἔχει μέρος εἰς τήν αἰώνιον ζωή, ἀλλά «πορεύεται εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».
Λοιπόν, έφτασε ο καιρός να επανεύρομε τον πραγματικό εαυτό μας, να βάλουμε αρχή στη πνευματική μας ζωή και με καθαρή καρδιά να βαδίσουμε πάνω στα ματωμένα Χνάρια του του Χριστού, που προπορεύται και μας ανοίγει Τις πύλες του ουρανού.
ΑπάντησηΔιαγραφή