Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

«ΕΝΟΣ ΕΣΤΙ ΧΡΕΙΑ»


«ΜΑΡΙΑ ΔΕ ΤΗΝ ΑΓΑΘΗΝ ΜΕΡΙΔΑ ΕΞΕΛΕΞΑΤΟ»

 

Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος Θεός, ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀπό ἄπειρη Ἀγάπη, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», μέ νουν δηλαδή, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, ἀλλά καί μέ ἐλευθερίαν, ὥστε νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ.  Τοῦ ὑπέδειξεν δέ ὅτι, μέ τήν ἐκλογή τοῦ Καλοῦ, θά φθάσῃ ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Τοῦ ὑπέδειξε τό Πῶς, ἀπό «δυνάμει Θεός», θά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ Θεός». Τοῦ ἔδωσε δέ τήν Ἐντολήν, «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον». Τοῦ πρόσφερε τήν Ἐντολήν, ὥστε νά ἐννοήσῃ τήν τιμήν καί νά συνειδητοποιήσῃ ὅτι διά τῆς ὑπακοῆς θά γίνη Θεός κατά χάριν, ἐνῶ διά τῆς παρακοῆς, θά χωρισθῇ ἀπό τόν Δημιουργόν του καί θά ὁδηγηθῇ εἰς τόν αἰώνιον Θάνατον. Καί πραγματικός Θάνατος εἶναι ὁ Χωρισμός ἀπό τό Θεό.



Ὁ Πολυεύσπλαγχνος Θεός ἀπ’ ἀρχῆς τῆς Δημιουργίας παρέθεσε ἐνώπιόν μας τό πῦρ καί τό ὕδωρ, τήν Ζωήν καί τόν Θάνατον, τό ἀγαθόν καί τό κακόν (Δευτερ. Λ΄ 15). Καί μᾶς συνιστᾷ νά ἐκλέξουμε τήν ζωήν: «Ἔκλεξαι τήν ζωήν σύ, ἵνα ζήσῃς σύ καί τό σπέρμα σου» (Δευτερ. Λ΄ 19 ἑξ.). Μᾶς συμβουλεύει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά ἀγαπᾶμε τό Θεό. Νά κάνουμε ὑπακοή στό Νόμο Του. Νά ἀκοῦμε τή φωνή Του καί νά μένουμε σταθερά κοντά Του. Διότι αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ μόνιμη ἐγκατάστασίς μας κοντά στο Θεό, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Ὀφείλουμε νά ἐκλέξουμε τήν ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα, τό εὐάρεστον , τό ἀγαθόν καί τέλειον.

Ὁ Προφήτης Δαυῒδ λέγει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἐννόησε τήν τιμήν, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός καί κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του μέ τά ἀνόητα κτήνη, τά μή ἔχοντα νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός καί ὡμοιώθη πρός αὐτά  καί ζῆ σάν κτῆνος καί πεθαίνει σάν κτῆνος (πρβλ. Ψαλμ.48, 13, 21).

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς ἐκλογῆς του, ἔφθασε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι, ἀλλά καί σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς προαιρέσεως καί τῆς κακῆς τοῦ ἐκλογῆς βυθίζεται εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Κατατρύχεται καί καταβασανίζεται ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν του ἐπιλογῶν. Π.χ. διαλύεται κυριολεκτικά  καί βυθίζεται «εἰς ᾏδου βυθόν», μέ τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσότερων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ καί χάνει τήν ψυχή του.

Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὅμως ὁ Θεός καί ἔρχεται κοντά μας ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». Γίνεται Τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλα, γιά νά μᾶς βοηθήσῃ νά διακρίνουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί νά ἐκλέξουμε τό Καλόν, τό Ἀγαθόν καί διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ νά φθάσωμεν εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Τό Θέμα δέν ἐξαντλεῖται. Λακωνικά θά ἀναφέρω τή σύστασι τοῦ Κυρίου, πρός τή Μάρθα τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου. Ἡ σύστασις αὐτή τοῦ Θεανθρώπου, μᾶς βοηθεῖ νά ξεχωρίσουμε τά ἄχυρα ἀπό τό σιτάρι. Μᾶς συνιστᾶ νά ξεχωρίσουμε τά γήϊνα ἀπό τά ἐπουράνια, τά φθαρτά ἀπό τά ἄφθαρτα. Μᾶς ὑποδεικνύει τήν Καλήν ἐκλογήν πού μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν καλήν ἀλλοίωσιν.

Μᾶς συνιστᾶ νά ἀποθέσουμε πᾶσαν τήν βιοτικήν μέριμναν καί νά ζητήσουμε  τό «Ἕν», τό ὁποῖον ἔχουμε χρεία, πού μᾶς εἶναι χρήσιμον καί ἀναγκαῖον. Λέγει ὁ Κύριος στή Μάρθα:


«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ  ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς» (Λουκ. ι΄ 38-42).

Ἡ ἐκλογή τῆς Μαρίας, ἡ ἀγαθή μερίς, εἶναι ἡ ἐκλογή τοῦ Ἑνός. Ἦταν ἡ προσεκτική ἀκρόασις, ἡ μελέτη καί ἡ τήρησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὕτη «παρακαθήσασα παρά τούς πόδας τοῦ Ἱησοῦ ἤκουε τόν λόγον αὐτοῦ( Λουκ. ι΄ 39). Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου εἶναι ζωντανό  παράδειγμα καλής  ἐκλογῆς. Παράδειγμα ἀφιερώσεως καί ἀφοσιώσεως στό Θεό.

Εἶναι παράδειγμα προσήλωσις τοῦ νοῦ πρός τόν Θεόν, ἀναχώρησις  καί ἔξοδος ἀπό τή Βαβυλῶνα. Ἡ ἀναχώρησις δέν νοεῖται μόνον ὡς μετακίνησις τοπική, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό τό Θόρυβο καί μετάβασις στήν ἡσυχία, ἀλλά κυρίως  νοεῖται ὡς ἀναχώρησις ἠθική, πνευματική ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, ὡς ἀπομάκρυνσις  ἀπό κάθε τί τό βέβηλον, ὡς ἐπίπονη προσπάθεια ἀποκτήσεως τῆς καθαρότητος, τῆς ἁγιότητος, ὡς ἀνάβασις πάνω  ἀπό τά γήϊνα, ὡς ἀνάβασις ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν.

Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου εἶχε προφανῶς ὡς πρότυπον πρός μίμησιν τή Μεγαλόχαρη, τήν «Κεχαριτωμένην», «τήν μόνην εὐλογημένην καί καλήν», τήν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Καί μέ τό ζωντανό της παράδειγμα μᾶς καλεῖ νά παρακαθήσωμεν,  νοερά, παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, ἀκούοντες καί φυλάσσοντες τόν λόγον αὐτοῦ. Νά παρακαθήσωμεν ἐκεῖ ὅπου ξεχύνονται ἄφθονα, καθάρια τά νερά, οἱ δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά μελετᾶμε τό ζωοποιό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς ἴαμα, θεραπεία.  Καί, ὡς δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, πεφυτευμένα παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, νά ἀποφέρουμε στόν κατάλληλο καιρό, τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης ἀγαθωσύνη , πρᾳότης, ἐγκράτεια.

 Μᾶς ὑποδεικνύει νά ἐκλέξουμε τό «Ἕν». Καί τό Ἕν εἶναι ὀ ἐνανθρωπήσας Κύριός  μας, ὁ Ἱησοῦς Χριστός, ὁ Θησαυρός τῶν θησαυρῶν, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, τό Bene Supremo. ΝΑΙ, τό «Ἕν», «ἡ ἀγαθή μερίς» εἶναι ὀ ΧΡΙΣΤΟΣ, τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὀ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκτράτωρ. Αὑτόν  καί μόνον Αὐτόν ἔχομεν χρεία. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγαθή μερίς, ἡ ὁποία δέν θά μᾶς ἀφαιρεθῇ ποτέ. Εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας νά ἐκλέξουμε τήν ἀγαθήν μερίδα , τόν Χριστόν, πού ἔρχεται κοντά μας, ὡς αὔρα λεπτή, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Διάβολο καί τούς ἀρνητές διαβολανθρώπους, καί μᾶς χαρίζει τή ζωή.



Ἔρχεται κοντά μας καί κρούει τήν Θύραν. Μᾶς καλεῖ  νά ἀκούσουμε τή φωνή Του, νά πιστέψουμε στό Ὄνομά Του, νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά ἐγκολπωθοῦμε τό ζωοποιό Του λόγο καί νά τόν κάνουμε «πρᾶξι». Καί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος, πού δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Ναι. Αὐτόν καί μόνον Αὐτόν ἔχομεν χρεία.

Αὐτός «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. Αὐτόν προσκυνήσωμεν».

Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Αὐτός ἔγινε ὑπήκοος μέχρι Θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, γιά νά μᾶς διδάξῃ τήν τέλεια ὑπακοή στό Θεό καί νά μᾶς ὑποδείξῃ ὅτι μόνον διά τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα θά γίνουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, θεοί κατά χάριν.


Αὐτόν, τόν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Ἐσταυρωμένον, τον Μονογενῆ Του Υἱόν, ὁ Θεός -Πατήρ καί ὡς ἄνθρωπον «αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα, τό ὐπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ Ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἱησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β΄ 7-11).

Αὐτόν μᾶς ἔδωκε ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὡς τό «Ἕν», τό ὁποῖον ἔχομεν χρεία καί μᾶς εἶπε: «Οὗτος ἐστιν ὀ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούεται». Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὀ μάρτυς ὁ πιστός καί ὁ ἀληθινός. Μόνον αὐτός δεν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ καί μόνον ὅποιος τόν ἐπικαλεῖται μέ πίστι σώζεται. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου. «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς» (Πραξ. δ΄12).

 

 

 

1 σχόλιο:

  1. Ο Κύριος συνεχώς κρούει τη θύρα, κι οι περισσότεροι από εμάς κοφεύουμε στη φωνή του ή στο άκουσμα της φωνής του δεν του ανοίγουμε τη θύρα.
    Έρχεται και χτυπά τη θύρα μας σαν φτωχός, σαν ένας πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, κουρελής, γυμνός και άρρωστος ή σαν εργάτης σαν ξένος.
    Βλέπουμε στο πρόσωπο όλων αυτών των αδελφών μας το Χριστό; Ανοίγουμε σε κάθε έναν απ αυτούς την πόρτα μας και την πόρτα της ψυχής μας;
    Προσφέρουμε τα αγαθά, που μας χάρισε ο Θεός στον καθένα που τα έχει ανάγκη;
    Εα Εάν Ναι, τότε ανοίγουμε την καρδιά μας στο Χριστό και γίνεται η ψυχή και η ζωή μας μας Παράδεισος.
    Μήπως είναι καιρός να ακούσουμε τη φωνή του Κυρίου, να ανοίξουμε την ψυχή μας, για να δειπνήσει μαζί μας και εμείς μαζί του; Γένοιτο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή