«ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ»(Ματθ. κα΄ 9)
Οἱ ἄνθρωποι, διά τῆς παρακοῆς,
χωρίσθηκαν καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα και
Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί περιῆλθον εἰς ἐσχάτην ἀθλιότητα. Κατάκοιτοι στή Χώρα
καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, χωρίς ἀγάπη, χωρίς Θεόν, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό στή ζωή τους.
Διά τῆς παρακοῆς στην Ἐντολήν τῆς ἀγάπης, ἁμαύρωσαν, ἄχρείωσαν το· «κατ’
εἰκόνα», δέν τό ἔχασαν ὅμως. Καί «δέσμιοι τῆς γῆς», ὡμοιώθηκαν μέ τά
ἄλογα ζῶα καί ζοῦν σάν κτήνη καί πεθαίνουν σάν κτήνη (πρβλ. Ψαλμ.48,13).
Ὑποφέρουν καί στενάζουν κάτω ἀπό τήν ἐπάρατη δουλεία τῆς φθορᾶς καί
τοῦ θανάτου. Καί μέ λαχτάρα περιμένουν τόν Λυτρωτή, τόν Ελευθερωτή, τόν Μεσσία.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνον ἡ λαχτάρα τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά καί «ἡ προσδοκία πάντων τῶν Ἐθνῶν».
Ὁ Θεός εὐσπλαγχνίζεται τά πλάσματά Του καί ἐπισκέπτεται τήν «ἡμιθανῆ» ἀνθρωπότητα. Ἀνατέλλει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης «τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις» καί φωτίζει τά σκοτάδια μας. Ἔρχεται κοντά μας, καί ἁπαλύνει τόν πόνο μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, θεραπεύει τίς πληγές μας, μᾶς στηρίζει, μᾶς παρηγορτεῖ, μᾶς τρέφει πνευματικά καί μᾶς ζωοποιεῖ, μέ τόν Πανάγιο λόγο Του, ἀλλά δέν μᾶς στερεῖ καί τό καθημερινό ψωμί, μέ τήν Εὐλογημένη Παρουσία Του.
Ἕρχεται κοντά μας καί μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά, χωρίς να μᾶς ἐξαναγκάζει,
γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσι καί ψυχική
γαλήνη. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς…»«(Ματθ. ια΄28-30).
Ἕρχεται κοντά μας. Καί «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν,
διδάσκων καί κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί
πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ»(Ματθ.δ΄23).
Στό ὄνομά Του «τυφλοί ἀναβλέπουσι, καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί
καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται»( Ματθ.ια΄5).
Λίγες μέρες πρίν ἀπό τό Πάθος Του, ἀνέστησε καί τόν τετραήμερον Λάζαρον, ἐνῶ τό σῶμα του
τέσσερις μέρες στό μνημεῖον εἶχε ἀρχίσει νά σαπίζει καί νά βρωμάει.
Πολλοί, ὄχι ὅλοι, πίστεψαν στό Ὄνομά Του καί Τόν ἀκολουθοῦσαν. Πίστεψαν
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυῒδ, ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.
Μετά τήν Ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα καθήμενος ἐπί πώλου ὄνου, καί Τόν ὑποδέχονται τά πλήθη τοῦ Λαοῦ, θριαμβευτικά, «μετά Βαῒων καί κλάδων», ὡς Βασιλέα καί Ἐλευθερωτήν, στρώνουν τά ἱμάτιά τους, γιά νά περάσῃ καί μιά κραυγή ἱκεσίας σείει καί συγκλονίζει τά Ἱεροσόλυμα:
«Ὠσαννά τῷ υἱῷ Δαυῒδ· Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου·
ὠσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Ματθ. κα΄ 9,15).
Σῶσε μας, λοιπόν, τώρα, ὑἱέ τοῦ Δαυῒδ, λύτρωσέ μας ἀπό τή δουλεία, ἐλευθέρωσέ
μας ἀπό τά Πάθη καί τίς κακίες μας. Σύ, ὁ Μεσσίας, ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.
Δοξασμένο τό Ὄνομά Σου. Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν Ὀνόματι Κυρίου. Εὐλογημένος
καί δοξασμένος να εἶσαι Σύ, Κύριε, πού ἔρχεσαι σταλμένος ἀπό τόν Κύριον νά μᾶς λυτρώσῃς
ἀπό τά βάσανά μας. Σέ δοξάζουν και Σέ παρακαλοῦν καί οἱ Ἄγγελοι στόν οὐρανόν καί κράζουν «Ὠσαννά».
Σῶσε μας λοιπόν, τώρα, Εὐλογημένε· «ὦ Κύριε, σῶσον δή, σῶσε μας
λοιπόν τώρα, ὦ Κύριε, εὐόδωσον δή»(Ψαλμ. 117,25), καθοδήγησέ
μας καί δῶσε ἕνα αἴσιον καί εὐτυχισμένο τέλος στή δυστυχία μας, Σύ, ὁ Εὐλογημένος,
πού ἔρχεσαι κοντά μας στό ὄνομα τοῦ Κυρίου( παρβλ.
καί Ψαλμ. 117,25-26).
«Οἱ καλοβολεμένοι», «τά γεννήματα ἐχιδνῶν». οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, οἱ «Ψεῦτες καί Ὑποκριτές», οἱ βασανιστές τοῦ λαοῦ, κλονίζονται, τρέμουν γιά τή Θεσούλα τους, καί ὄχι μόνον δέν χαίρονται, ἀλλά ἀγανακτοῦν καί ἀποφασίζουν νά καταδικάσουν σέ θάνατο τόν Κύριον, ἀλλά καί τόν Λάζαρον, διότι πολλοί πίστεψαν στό Χριστό, πού τόν ἀνέστησε, ἤδη σεσηπότα, τέσσερις μέρες μετά τό θάνατό του.
Ἀγανακτοῦν διότι διαπιστώνουν τά θαυμάσια ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί τούς παῖδας κράζοντας καί λέγοντας, ὠσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ, καί, μέ θρασύτητα ἀδιάντροπη, ἀπευθύνονται στόν Κύριο και τοῦ λένε: «ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσι; Ὁ δέ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον»(Ματθ. κα΄ 15-16). Γιατί ἀγανακτεῖτε, δέν ἀναγνώσατε ποτέ τί προεφήτευσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πού εἶπε ὅτι «ὁ Θεός ἔφτιασε τέλειον ὕμνον ἀπό τό στόμα νηπίων καί μικρῶν παιδιῶν;»
Κατά τήν Θριαμβευτική Εἴσοδο τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα, ὁ «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», δέν χαίρεται, εἶναι πολύ πικραμένος, ὄχι μόνον ἐξ αἰτίας τῆς ἀγανακτήσεως τῶν διωκτῶν Του, ἀλλά καί διότι, ὡς Καρδιογνώστης, γνωρίζει ὅτι ὁ Λαός αὐτός, πού Τον ζητωκραυγάζει, «μόνον τοῖς χείλεσι Τόν τιμᾷ». Δέν πιστεύει Σ’ Αὐτόν σωστά, δέν Τόν ὑποδέχονται ὡς Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, Πνευματικόν Βασιλέα τοῦ Σύμπαντος, Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, ἀλλά Τόν ὑποδέχονται ὡς κοσμικόν Βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, πού θά τούς ἐλεθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῶν Ρωμαίων καί θά τούς παρέχει ἀνέσεις. Λίγοι κατάλαβαν τή Χάρι Του τή Θεϊκή Του συγκατάβασι καί τόν ζωοποιόν Του λόγον.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ὀκτακόσια
χρόνια πρίν ἀπό τόν Ἐρχομό Του, περιγράφει τήν πικρία, πού αἰσθάνεται ὁ Κύριος, γιά τήν στάσι καί τήν ἀντιμετώπισι τῶν
περισσοτέρων ἀνθρώπων ἀπέναντί του, καί λέγει: «Καί ἐγώ εἶπα· κενῶς ἐκοπίασα,
εἰς μάταιον καί εἰς οὐδέν ἔδωκα τήν ἰσχύν
μου· διά τοῦτο ἡ κρίσις μου παρά Κυρίῳ, καί ὁ Πόνος μου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μου»
(Ἡσ. 49,4).
Τόν ὑποδέχονται, «μετά βαῒων καί κλάδων», μέ ὕμνους καί επευφημίες καί ζητωκραυγές, καί δέν χαίρεται. Εἶναι πικραμένος καί μονολογεῖ … Λοιπόν εἰς μάτην ἐκοπίασα, εἰς μάτην ἐξήντλησα τάς δυνάμεις μου. Λοιπόν τό δίκαιόν μου παρά τῷ Θεῷ. Σ’ Αὐτόν ἐναποθέτω τήν ἐλπίδα μου. Αὐτός θά βραβεύσῃ τό ἔργον μου.
Καί πραγματικά, τόν Ὑπήκοον μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, ὁ Θεός -Πατήρ, τον Υἱόν Του και ὡς ἄνθρωπον
«αὐτόν ὑπερύψωσεν καί ἐχαρίσατο αὐτῷ Ὄνομα , τόν ὑπέρ πᾶν Ὄνομα…» ( Φιλιπ.
β΄9-11).
Πικραίνεται ὁ Κύριος, διότι συγχρόνως μέ τίς ζητωκραυγές ἀκούει τίς κραυγές ἀχαριστίας τοῦ λαοῦ , πού μετά ἀπό λίγο θά Τόν ἐμπτύῃ καί θά Τόν ραπίζῃ καί θά Τόν προσηλώσῃ στό Σταυρό. Ἡ πίκρα δέν εἶναι γιά τά φρικτά πάθη, πού θά ὑπομείνῃ γιά χάρι μας ὁ Κύριος, διότι γι’ αὐτό ἦλθε στόν κόσμο, νά Σταυρωθῇ Αὐτός , ἀντί ἡμῶν. Πικραίνεται, γιά τό δικό μας κατάντημα, πού ἐμμένουμε στήν ἁμαρτία και ὑποφέρουμε. Τί ἄλλο θά μποροῦσε νά κάνῃ; Καταδέχεται ἀκόμη καί τόν Σταυρόν, για μᾶς. Σταυρώθηκε, γιά νά μήν ὑποφέρουμε. Και μεῖς… Τί ἔκαμαν τότε καί τί κάνουμε σήμερα; Δυστυχῶς γιά μᾶς. Ἐμεῖς Λατρεύουμε τό Βόρβορο, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα καί προδίδουμε τόν Εὐεργέτην, τόν ἴδιο τό Θεό, «ἀντί πινακίου φακῆς» ἤ «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων», ὡς ὁ Ἰούδας.
«Λαός μου τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα,
χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με, Σταυρόν με προσηλώσατε…».
Μαζί μέ τίς ζητωκραυγές , ἀκούει καί τίς ἰαχές τῶν ἀχαρίστων, τό· «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». «Ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μή Καίσαρα». Πικραίνεται ὁ Ἰησοῦς, γιά μᾶς, γιά τήν ἀχαριστία καί τήν ἀμετανοησία, πού σωρεύει στή ζωή μας συμφορές.
«Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτήνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα
τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν! Ποσσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν
τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς
ὑπό τάς πτέρυγας, και οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ.
κγ΄37).
Πικραίνεται, διότι προβλέπει τήν ἀθλιότητα καί τήν δυστυχία,
τή συμφορά, τή θλῖψι καί την Ὀδύνη, τά δεινά στά ὁποῖα μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Παραφροσύνη,
ἡ πώρωσι και ἡ ἀμετανοησία μας. «Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς Χριστοκτονίας, τῆς τῶν προφητοκτόνων!...
Καί εἶναι καιρός νά ἔλθουμε στόν ἑαυτό μας καί συναισθανθοῦμε τήν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐξαθλίωσι καί νά μετα-νοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Και ἑνωμένοι, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, καί, μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης, νά εὐχαριστήσουμε τόν Χριστόν, πού Σταυρώθηκε, γιά Χάρι μας καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς ἀξιώσῃ νά μήν Τόν πικραίνουμε, μέ τά καμώματά μας, ἀλλά, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου