Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

«ΕΙ ΔΥΝΑΣΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΙ,



ΠΑΝΤΑ  ΔΥΝΑΤΑ  Τῼ ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΙ»

(Μάρκ. θ΄ 23)

 

Μετά τήν Μεταμόρφωσι ἦλθε ὁ Κύριος στούς Μαθητάς Του, πού Τόν περίμεναν στούς πρόποδες τοῦ Θαβωρίου ὄρους, καί εἶδε ὅτι πολύς κόσμος τούς εἶχε περιστοιχίσει καί Γραμματεῖς, νά συζητοῦν μαζί τους. Μόλις ὅμως  ὅλος αὐτός ὁ κόσμος εἶδε τόν Ἰησοῦν ἔκθαμβοι ἀπό χαρά ἔσπευσαν να Τον χαιρετίσουν. Και ρώτησε ὁ Κύριος τούς Γραμματεῖς· Τί συζητεῖτε μεταξύ σας;

Ἀμέσως ἀποκρίθηκε ἕνας ἀπό τό πλῆθος  τοῦ λαοῦ, ἕνας ἄπιστος, ἀλλά δυστυχισμένος πατέρας καί τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τό γιό μου, πού ἔχει καταληφθῆ ἀπό πνεῦμα ἄλαλον, ἀπό πονηρόν πνεῦμα, πού τοῦ πῆρε τή λαλιά, καί σέ ὅποιο μέρος τόν πιάσῃ, τόν ρίχνει κάτω καί ἀφρίζει καί τρίζει τά δόντια του καί μένει ξερός καί ἀναίσθητος. Καί εἶπα στους Μαθητάς σου νά τό βγάλουν καί δέν μπόρεσαν».




Ὁ δυστυχισμένος καί ἀστόχαστος αὐτός πατέρας κατηγορεῖ στό Χριστό τούς Μαθητάς Του, ὡς ἀνίκανους νά θεραπεύσουν τό γιό Του, ἀλλά οὔτε γιά μιά στιγμή δέν σκέφτηκε, μήπως ὁ γιός του ἔπασχε ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς του ἀπιστίας(;)

Εἶναι μεγάλο τό Θέμα αὐτό. Μέ δυό λόγια θά πῶ ὅτι τό οἰκογενειακό περιβάλλον, ἡ πίστις ἤ ἡ ἀπιστία τῶν γονέων, ὁ τρόπος ζωῆς καί τό κάθε τί, πού συμβαίνει μέσα στην Οἰκογένεια ἐπηρεάζει τήν ψυχοσωματική ὑγεία καί τήν ἀνατροφή τῶν Παιδιῶν. Ἡ ἀπαξιωτική π.χ. συμπεριφορά τοῦ πατέρα πρός τό Παιδί μπορεῖ νά τό ὁδηγήσῃ σέ ἀτραπούς συμφορᾶς, στή Μέθη, στά Ναρκωτικά, καί γενικά στήν ἀσωτία, νά καταλαμβάνεται, δηλαδή, καί νά κυριεύεται ἀπό  πνεῦμα ἄλαλον καί κωφόν, ὥστε,  ἀφ’ ἑνός μέν, νά μήν ἔχῃ ποτέ να πῇ καλόν καί χαριτωμένο λόγο, καί ἀφ’ ἑτέρου, νά μήν ἀκούῃ λόγον Θεοῦ, νά μή δέχεται καμμιά καθοδήγησι. Κι’ αὐτό, ἐπαναλαμβάνω, ἐξ αἰτίας τοῦ περιβάλλοντος, μέσα στό ὁποῖο μεγαλώνει.

Ὁ Χριστός, μέ τρυφερότητα, καλύπτει τήν ἀπιστίαν τῶν Μαθητῶν Του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δεν μπόρεσαν νά διώξουν τό πονηρόν πνεῦμα ἀπό τόν  ἄρρωστον νέον, καί ἐλέγχει τήν ἀπιστία τοῦ Πατέρα: «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!  Ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; Ἕως πότε  ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ.ιζ΄17. Μάρκ. θ΄ 19).

Αὐτή εἶναι μιά πικρή μέν, ἀλλά ἀληθής  διαπίστωσις καί τῆς σημερινῆς πραγματικότητος.

Μᾶς δέρνει ἡ ἀπιστία , μᾶς ὁδηγεῖ στή διαστροφή καί σωρεύει στή ζωή μας συμφορές, θλίψεις, στενοχώριες καί «θανατικό». Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς εὐσπλαγχνίζεται και μᾶς καλεῖ κοντά, γιά νά  μᾶς θεραπεύσῃ, ὅπως θεράπευσε καί τόν Νέον, πού ἔπασχε ἀπό αὐτό το πονηρό πνεῦμα,  τό πνεῦμα τό ἄλαλον και κωφόν.

Εἶπε τότε στόν ἄπιστον ἐκεῖνον πατέρα: «Φέρετε αὐτόν προς με. Και ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν» (Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Και τόν ἔφεραν κοντά Του).

Μόλις τό ἀκάθαρτον, τό πονηρόν πνεῦμα ἀντίκρισε τόν Καθαρότατον, τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐσπάραξεν αὐτόν, και πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Τό πονηρόν πνεῦμα δέν μποροῦσε νά ἀτενίσῃ τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πονηρός τρέμει καί φρίσει μπροστά στον Ἐξουσιαστή, στόν Ἰσχυρόν Θεόν και ζητεῖ ἔλεος. Ὁ Κύριος δέν διώχνει ἀμέσως τό πνεῦμα, πού τρόμαξε μπροστά στήν εὐλογημένη Παρουσία τοῦ Παντάνακτος. Θέλει νά φέρῃ σέ συναίσθησι αὐτόν τόν ἄπιστον πατέρα. Τοῦ δίδει τήν εὐκαιρία, νά δῇ τόν τρόμο τοῦ Πονηροῦ μπροστά στόν Κύριο,  νά συνετισθῆ καί νά πιστεύσῃ. Καί τόν ρώτησε, ὄχι γιατί ὁ καρδιωγνώστης δέν γνωρίζει, ἀλλά γιά νά τονίσῃ σ’ αὐτόν τόν δυστυχισμένον, τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος, γιά τό ἄρρωστο Παιδί,  καί πόσο φοβερό κακό εἶναι ἡ ἀναβολή φροντίδος, γιά τὴ θεραπεία του, και εἶπε: Πόσο καιρό ὑποφέρει τό Παιδί; Και τότε ὁ πατέρας  εἶπε: παιδιόθεν, ἀπό μικρό παιδί. Καί πολλές φορές τόν  ἔρριξε στή φωτιά καί σέ νερά, γιά νά τόν θανατώσῃ. Ἀλλά  ἐάν μπορῇς, νά κάμῃς τίποτε, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας. Καί τότε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Ἀγάπης καί τῆς ἄκρας ταπεινώσεως, τοῦ εἶπε τοῦτο· «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Δέν ἀποδίδει τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ νέου στή Χάρι Του καί στή  Δύναμί Του, ἀλλά μετροφρονῶν, προτρέπει τόν ἄπιστον εἰς πίστιν καί ἀποδίδει τό Θαῦμα σέ κεῖνον πού πιστεύει. Ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πολύ πιστεύει.  Και τότε ἀμέσως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, μετά δακρύων,  με δάκρυα,  εἰλικρινά μετανοιωμένος, ἐφώναξε και εἶπε: «Πιστεύω , Κύριε, βοήθησε τήν ἀπιστία μου». Καί τότε ἀμέσως ὁ Κύριος, βραβεύοντας τή μεταστροφή καί  τή μετάνοιά του, ἐπέπληξε τό πονηρόν καί ἀκάθαρτον  πνεῦμα καί τοῦ εἶπε: «Τό πνεῦμα τό ἄλαλον και κωφόν ἐγώ, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Κύριος, ὁ παντοκράτωρ, σοί ἐπιτάσσω, ἐγώ σέ διατάσσω, ἔβγα ἀπό αὐτόν καί νά μή  μπῇς ποτέ πλέον μέσα του».

Τότε τό πονηρόν πνεῦμα, ἀφοῦ ἐφώναξε καί ἐσπάραξε δυνατά τόν νέον, ἐβγῆκε, τό δέ Παιδί ἔγινε σάν νεκρός, ὥστε νά λένε πολλοί ὅτι πέθανε.

Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν σήκωσε καί ἀνέστη, ἐστάθηκε ὄρθιος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος τόν βοήθησε, ἀλλά καί ὅτι ὁ θεραπευθείς ἀνέστη, δέν ἔμεινε ἀδρανής, δέχθηκε τή Χάρι καί ἐπέδειξε ἐνδιαφέρον πρός τό ἀγαθόν.




Ὅλα εἶναι δυνατά σ’ αὐτόν πού πιστεύει. Ἡ δύναμις τῆς Πίστεως στό Χριστό,  τά θαύματα δέ καί τά κατορθώματα τῆς Πίστεως δέν περιγράφονται. Ὅταν εἶναι ζωντανή ἡ Πίστις μας, και ὅταν ἔχουμε στραμμένο τό βλέμμα, μέ θερμή πίστι στό Χριστό, περιπατοῦμε πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα καί μετακινοῦμε βουνά. Ὁ Κύριος μᾶς δίδει ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καί οὐδέν ἡμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ» (Λουκ. ι΄19).

Τό ἐρώτημα πού γεννᾶται  καί στό ὁποῖον ὀφείλουμε νά δώσουμε εἰλικρινῆ ἀπάντησιν ὅλοι μας εἶναι: Ἐμεῖς σήμερα στήν «πρᾶξιν» τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, ἔχουμε θερμή, καυστικήν, ὡς κόκκον σινάπεως, ὀρθόδοξον Πίστιν, δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην»;

Ἄς παρακαλέσουμε θερμά, μετά δακρύων, τόν Κύριον, νά μᾶς βοηθήσῃ νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό την ὀλιγοπιστία μας, νά μᾶς στερεώνῃ στήν ὀρθόδοξον Πίστιν, νά μᾶς ἐνισχύῃ εἰς τήν, λόγῳ καί ἔργῳ, ὁμολογίαν τῆς Πίστεώς μας καί νά μᾶς ἀξιώνῃ νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου