Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

«ΦΟΒΕΡΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ,


 

             ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΟΝ ΚΑΘΟΡΑΤΑΙ»

 

«Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον…Ὁ  περιπατῶν ἐπί πτερύγων ἀνέμων…Ὁ ποιῶν τούς Ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καί τούς λειτουργούς αὐτοῦ πῦρ φλέγον…Ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν  αὐτήν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καί καπνίζονται…» (παρβλ.Ψαλμ.103), «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο»(Ἰωάν. α΄ 3), ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, ὁ ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς Εἰρήνης (Ἡσ. 9, 6), ὁ Μονογενής Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὤν και ὁ Ἦν και ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ(Ἀποκ. α’ 8), λαβών δούλου μορφήν… ἐγένετο ὑπήκοος τῷ Πατρί, μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυροῦ» (Φιλιπ.β΄7-8). Διότι «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»(Ἰω.γ΄15-16). Μέγα καί ἀνερμήνευτον εἶναι το Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Δεν το χωράει ὁ νοῦς μας. Εἶναι ὑπέρ λόγον και ἔννοιαν.

Τά λόγια περιττεύουν… Το μόνο, πού ἀπομένει εἶναι ἡ σιωπηλή, λατρευτική Προσκύνησις!...

ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ, ΑΝΤΙ ΗΜΩΝ!

Πεῖνα καί δίψα τοῦ Χριστοῦ ἡ σωτηρία μας. Γιά νά μᾶς λυτρώσῃ Σταυρώθηκε. Καί πάνω ἀπό τό Σταυρό Του φώναξε· ΔΙΨΩ. Δήλωσε τη λαχτάρα τῆς Παναγίας Του Ψυχῆς, γιά τή σωτηρία μας. Καί διεκήρυξε σέ ὅλους την «Καινήν ἐντολήν»:

«Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄ 34). Καί μεῖς, ἀποκριθήκαμε στή λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του, ὡς «γεννήματα ἐχιδνῶν», ὡς ἀγνώμονες, υἱοί Παραφροσύνης. Καί στή δίψα Του, Ἐκεῖνον, πού μετέβαλε, στήν ἔρημο, τό πικρόν ὕδωρ, σέ γλυκύ καί μᾶς ἔθρεψε μέ τό Οὐράνιον Μάννα, Τόν ποτίσαμε, μέ «ὄξος μετά χολῆς μεμιγμένον», οἱ ἀχάριστοι…«Καί  ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος  ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται. «ΓΕΓΟΝΕ»(Ἀποκ. ιστ΄ 17). Δηλαδή: «Ἄρτι ἐγένετο ἡ σωτηρία καί  ἡ δύναμις και ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν και ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ,…»(Ἀποκ. ιβ΄10). Και μετά τό· «Τετέλεσται» ὁ Ἰησοῦς ἔκλινε την κεφαλήν και παρέδωκε τό πνεῦμα»(Ἰωάν. ιθ΄ 30).




«Ἐπειδή ὅμως ἦταν Παρασκευή και για να μή μείνουν τά σώματα στο Σταυρό τη μεγάλη Ἡμέρα ἐκείνην τοῦ Σαββάτου, παρεκάλεσαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν Πιλᾶτον, να συντριβοῦν τά σκέλη τῶν ἐσταυρωμένων και να κατεβάσουν τά σώματα ἀπό το Σταυρό. Ἦλθαν λοιπόν οἱ στρατιῶται  σύντριψαν τά σκέλη τῶν δύο ληστῶν. Ἀλλ’ ὅταν ἦλθαν στον Ἰησοῦν, εἶδαν ὅτι εἶχε πεθάνει καί δέν συνέτριψαν τά σκέλη Του. Ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ την πλευράν αὐτοῦ ἔνυξε και εὐθύς ἐξῆλθεν αἷμα και ὕδωρ» (Ἰωάν.ιθ΄31-34). Τότε  ἦλθεν ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων Βουλευτής, πού ἐπερίμενε καί αὐτός την Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἐτόλμησε καί ἦλθε στόν Πιλᾶτο καί ἐζήτησε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Και ὁ Πιλᾶτος ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε πεθάνει, ἐδώρησε  τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ στόν Ἰωσήφ. Αὐτός δέ ἀγόρασε σινδόνι καί Τόν κατέβασε ἀπό το Σταυρό, τόν τύλιξε μέ τόν σινδόνι και Τον ἑτοίμασε, για να Τον θέσῃ εἰς τό καινόν αὐτοῦ μνημεῖον(Μάρκ. ιε΄ 42-47). Ὁ θρῆνος τοῦ Ἰωσήφ, πού εἶναι και θρήνος κάθε  πιστοῦ, ὅπως μᾶς τόν περιγράφει ὁ Ἱερός ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς συγκλονίζει και μᾶς ὁδηγεῖ σέ σιωπηλή λατρευτική Προσκύνησι τοῦ Λυτρωτοῦ και Σωτῆρος τοῦ Σύμπαντος Κόσμου:





«Ἐσένα, πού φορᾶς σάν ἔνδυμα τό Φῶς, ἐνῶ σέ ἀποκαθήλωνε ἀπό τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τόν Νικόδημο, βλέποντας Σέ τόν ζωοδότην καί Θεόν, νεκρόν γυμνόν ἄταφον, βαθειά συγκινημένος, μέ θρήνους ἐκφράζει τόν πόνον καί  τήν ὀδύνη του. Πιστεύει στόν Κύριον, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα του καί Λυτρωτήν Κόσμου. Δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί ὀδυρόμενος λέγει:

Οἴμοι, ἀλλοίμονο σέ μένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν λίγο ὁ Ἥλιος βλέποντάς Σε κρεμασμένο στό Σταυρό, ντύθηκε τό βαθύ, τοῦ ᾏδου τό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο ἐκ θεμελίων ἐταράσσετο καί τοῦ Ναοῦ τό καταπέτασμα ἀπότομα  ἐσχίσθη. Ἀλλά  νά τώρα  Σέ βλέπω καί διαπιστώνω ὅτι καταδέχθηκες, νά θανατωθῇς, για χάρι μου. Θεέ μου, πῶς νά περιγράψω τήν ἄφατη συγκατάβασί Σου; Σέ θωρῶ χωρίς πνοή, Ἐσένα, πού ἔδωκες σέ ὅλους μας τήν πνοή, τήν ζωήν καί τά πάντα. Ἕχεις κλεισμένα τά μάτια, πού κανείς δέν μπόρεσε νά τά ἐτενίσῃ. Παραμένεις ἄφωνος, Ἐσύ, πού, μέ μόνο τό λόγο Σου δημιούργησες τόν κόσμο ἐκ τοῦ μή  ὄντος. Θωρῶ, Κύριε, ἄφωνο Ἐσένα, πού μέ ἕνα Σου λόγο θεράπευες ἀνίατες ἀρρώστιες, ἀνάσταινες νεκρούς, καθάριζες λεπρούς, ἔδινες τό φῶς, σ’ αὐτούς πού ζοῡσαν στο σκοτάδι. Ἄφωνος, Κύριε, Ἐσύ, πού ὁ λόγος ἔρρεεν ἀπό τό πανάγιον στόμα  Σου, γλυκύτερος καί ἀπό τό μέλι; Κύριε, πῶς παραμένει ἄφωνος Σύ, ὁ γλυκύλαλος. Σέ θωρῶ σιωπηλό καί ἀπορῶ, διότι γνωρίζω ὅτι κανείς ἄλλος δεν μίλησε ποτέ μέχρι σήμερα, οὔτε καί πρόκειται να μιλήσῃ σάν κι’ Ἐσένα, Λόγε τοῦ Θεοῦ. Μήν παραμένῃς ἄλλο σιωπηλός…Ἀνάστα Κύριε, μίλησε στήν καρδιά μας, ἁπάλυνε τόν πόνο μας, ὅπως πάντα, Ἰησοῦ μου…Πῶς νά Σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Ἤ πῶς νά Σέ τυλίξω στό σεντόνι; Ἐγώ   ὁ ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος δοῦλος Σου, μέ ποιά χέρια νά ἀγγίξω τό ἄχραντον, τό ἀκήρατον, τό ἁγνόν καί ἀμόλυντό Σου σῶμα; Ἤ ποῖα ἄσματα, ποιά τραγούδια, ποιούς ὕμνους νά ψάλλω στήν Ἔξοδό Σου, Οἰκτίρμων; Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μου, γονατίζω μπροστά Σου!

Τί κι’ ἄν εἶναι ματωμένο τό πρόσωπό Σου, χωρίς εἶδος, χωρίς κάλλος ἡ μορφή Σου; Σύ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μου, ὁ Λυτρωτής τοῦ Κόσμου. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Κύριος και ὀ Θεός μου. Μεγαλύνω τά Πάθη Σου, ὑμνολογῶ, καί τήν Ταφήν Σου, προσκυνῶ τόν Σταυρόν Σου καί δοξάζω τήν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν, κραυγάζων· Κύριε Δόξα Σοι.

Κύριέ μου Ἰησοῦ, ἔρχου ταχύ.

Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου!

Ἀνάστησον καί ἡμᾶς πεσόντας τῇ ἁμαρτίᾳ.

Ἀνάστησέ μας, Κύριε ἀπό κάθε μας πτῶσι!

Λύτρωσέ μας ἀπό τόν κακό μας ἑαυτό.

Ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας.

Σύ, πού  Σταυρώθηκες, για μᾶς, συγχώρεσέ μας.

Ἐκτός ἀπό Σένα, ἄλλον βοηθόν δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Κανένα. Σύ και Μόνον Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας. Μόνον Σένα πιστεύουμε καί Ἐσένα λατρεύουμε. ΔΟΞΑ  ΣΟΙ, ΚΥΡΙΕ, ΔΟΞΑ  ΣΟΙ!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου