Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

«ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ,

 

ΑΠΑΡΝΗΣΑΤΩ ΕΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ» 

(Μάρκ. η΄ 34.Ματθ. ιστ΄24).


1.-«Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκεν»(Ψαλμ. 48,13).

 Ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος Θεός, ὁ Ποιητής  οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων, ἐκ τοῦ μή ὄντος καί  μέ μόνο τό λόγο Του, μετά τή δημιουργία τοῦ Σύμπαντος, εἶπε: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν…καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε  αὐτῆς…» (Γενέσ. α΄26-28).

«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»(Γενέσ. β΄ 7).

«Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί  ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός  τῷ Ἀδάμ λέγων· ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾖ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσ.β΄15-17). Ἡ Ἐντολή προσφέρεται ὡς «ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον». Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά κάνῃ καλή χρῆσι τῶν θείων χαρισμάτων, τοῦ νοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου, καλεῖται νά διαλέξῃ ἀνάμεσα στό δικό του θέλημα καί στό Θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ. Θέλημα δέ τοῦ Δημιουργοῦ εἶναι νά φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὑπακοῆς στήν Ἐντολήν, ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». καί ἀπό «δυνάμει θεός» νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ θεός».
 Ἔπλασεν τόν ἄνθρωπον μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν, μετέχει τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ Σύμπαντος. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ  τήν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας Του. Τίμησε ὁ Θεός τόν  
ἄνθρωπον, μέ τό «κατ’ εἰκόνα», τόν ἔπλασε «δυνάμει θεόν», τόν τίμησε μέ «νοῦν», γιά νά διακρίνει τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί μέ τό αὐτεξούσιον(ἐλευθερίαν Βουλήσεως), ὥστε νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ, ὅ,τι θέλει, χωρίς κανέναν ἀπολύτως ἐξαναγκασμό, καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Καί εἶναι ὑπέυθυνος  διότι ἔχει το χάρισμα τοῦ Λογικοῦ καί συνεπῶς μπορεῖ νά διακρίνει τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, να κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου. Τιμήθηκε ὁ ἄνθρωπος, μέ τό «κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωσιν». Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἐπλάσθη «δυνάμει θεός» και καλεῖται, νά κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου, νά  φθάσῃ εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», νά γίνῃ, δηλαδή, καί «ἐνεργείᾳ θεός». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν κατενόησε τήν τιμήν. «παρασυνεβλήθη  τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13, 21).


Δεν κατενόησε τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού τοῦ ἔδωσεν ὁ Θεός, κυριεύθηκε ἀπό το Πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ καί ἀπό τά γεννήματα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, προέταξε τό δικό του θέλημα και ὄχι τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί, διά τῆς Παρακοῆς, εἰς τήν θείαν Ἐντολήν, ξεντύθηκε το ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας και ντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς. Ξεστράτησε, ἐκτροχιάσθηκε, ἁμάρτησε, δέν βάδισε τήν Ὁδόν τῆς ζωῆς, ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του, πρός τά κτήνη τά ἀνόητα, τά μή ἔχοντα λογικόν, ὅπως αὐτός καί ὡμοιώθη πρός αὐτά, ζῶντας ὡς κτῆνος και πεθαίνοντας ὡς κτῆνος. Ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ και τῆς ἐλευθερίας του. Χωρίσθηκε, μέ τή θέλησί του, ἀπό τον Θεόν. Ἐγκατέλειψε τόν Ἕνα  και Μόνον Ἀληθινόν Θεόν , τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος καί «ὥρυξε, γιά τόν ἑαυτόν του λάκκους συντετριμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἱερεμίας. Ἐγκατέλειψε τόν Θεόν καί ὕψωσε σέ Θεό, τον Ἑαυτούλη του, τόν Διάβολο, τόν Μαμωνᾶ ,το Χρῆμα «ἀργύριον καί χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Κατήντησε «δέσμιος τῆς γῆς». Θέλησε νά γίνῃ θεός, χωρίς Θεόν, και «ἐνεπάγην εἰς ἰλύν βυθοῦ», καί, διά τῆς παρακοῆς, ἔγινε δοῦλος τῶν βρωμερῶν του παθῶν, ἔφθασεν εἰς τήν ἐσχάτην ἀθλιότητα, «βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄ 15). Καί στενάζει δέσμιος τοῦ σκότους, κατάκοιτος στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, ἡμιθανής.

 






2.-Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς λυτρώσῃ.

Καί πραγματικά μᾶς εὐσπλαγνίζεται ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας  ἐλθεῖν»(Α΄ Τιμόθ. γ΄4).Ἐπειδή δέν ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν, ἀλλ’ εἰς σωτηρίαν, συγκαταβαίνει καί ἔρχεται κοντά μας. Ἔτσι «ὁ Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ, σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν.  α΄ 14).

Ἔρχεται κοντά μας και «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν, κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας και θεραπεύων πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ»(Ματθ. δ΄23).«Ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8). Ἔπαθεν Αὐτόςἀντί ἡμῶν, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄21).

 


3.- Ὁ Χριστός μᾶς προσκαλεῖ κοντά Του.

 

Ὁ Χριστός  ἔρχεται νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τόν Κακόν μας ἑαυτόν, να μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό την «ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί να μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων» (Ἀποκ. ζ΄17). Ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς προσκαλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσωμεν.

Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀξίαν καί τή μεγάλη σημασία τῆς προσκλήσεως, πρέπει νά ἐξετάσουμε ποιός εἶναι Ἑκεῖνος, πού μᾶς προσκαλεῖ κοντά Του.

Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Χριστός. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Χριστός , πού εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, το Φρούριόν μας, το μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός και ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, το Φῶς και ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου. Εἷναι ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Ὁδοῦ τῆς Ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα, ἡ Ὁδός ἀπό το· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Μᾶς προσκαλεῖ καί μᾶς ὑποδεικνύει, πῶς θά θέσουμε σέ λειτουργία,  τό ἀμαυρωμένο, τό ἀχρειωμένο, διά τῆς παρακοῆς, τό ἔμφυτον ἐντός ἡμῶν «κατ’ εἰκόνα», τό ἔμφυτον λογικόν καί τό αὐτεξούσιον. Μᾶς ὑποδεικνύει πῶς θά κάμουμε καλή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου, πῶς θά κατορθώσουμε να φθάσουμε ἀπό το· «κατ’ εἰκόνα», εἰς το· «καθ’ ὁμοίωσιν» καί πῶς ἀπό «δυνάμει», θά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ θεοί». Μᾶς ὑποδεικνύει πῶς θά ἀποτινάξουμε τόν ζυγόν τῆς ἁμαρτίας, πῶς θά σπάσουμε τά δεσμά, πού μᾶς κρατοῦν «δεσμίους τῆς γῆς». Και ἐνῶ, ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει, μᾶς ὑποδεικνύει πῶς θά κάνουμε καλή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου.

 

4.- Θέλει νά Τόν ἀκολουθήσουμε, μέ τή θέλησί μας, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα. «Ὅστις θέλει…».

 













                 «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι...»(Ματθ. ιθ΄21).

Ὁ Θεός μᾶς χάρισε τό λογικόν καί τό αὐτεξούσιον (την ἐλευθερίαν Βουλήσεως). Ὁ πρωτόπλαστος, διά τῆς παρακοῆς ἀμαύρωσε, τό «κατ’ εἰκόνα», δέν τό ἔχασε ὅμως. Τώρα ὁ Χριστός μᾶς προσκαλεῖ κοντά Του και μᾶς καλεῖ νά θέσουμε σέ λειτουργία τό Νοῦ καί  τό αὐτεξούσιον καί μέ τόν ζωοποιόν Του λόγο καί μέ τήν Ἁγία Του ζωή, μᾶς βοηθεῖ νά συνειδητοποιήσουμε, διά τῆς λογικῆς, τήν καλή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου. Νά κατανοήσουμε ὅτι «ἡ ἀχαλίνωτη ἐλευθερία», ὅπως, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε καί ὁ Πλάτων, δέν ὁδηγεῖ σέ τίποτε ἄλλο παρά  στή δουλεία καί τά ἄτομα καί τήν Πόλιν. Ἀπό την ἀπεριόριστη ἐλευθερία, ἀπό την ἀσυδοσία, προέρχεται ἡ μεγαλύτερη και ἀγριώτερη δουλεία» (Πλατων. Πολιτεία 564 Β).

Ὁ Πάνσοφος Δημιουργός μᾶς χάρισε τό δῶρον τοῦ αὐτεξουσίου, ἀλλά καί νοῦν ἡγεμόνα, νά ἡδηγεῖ σέ καλή χρῆσι τό αὐτεξούσιον, ὥστε νά καταλάβουμε καλά ὅτι ἐπλάσθη ἐλεύθερος νά κάνῃ ὅ, τι θέλει, ἀλλά ὀφείλει νά μή βλάπτῃ τούς ἄλλους. Δηλαδή ἡ ἐλευθερία του ἔχει ὅρια τήν ἐλευθερίαν τῶν ἄλλων. Και κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νά καταλάβῃ ὅτι εἶναι ἐλεύθερος, ὅτι μπορεῖ νά κάνῃ τό κάθε τί, πού δέν βλάπτει τόν ἄλλον. Ἔχει χαλινάρι τό Λογικόν, τόν νοῦν.

Ἡ ἐλευθερία καί ὁ νοῦς εἶναι ὁ αὐτοπροσδιορισμός τοῦ ἀνθρώπου, τόν ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Ὁ ἐξαναγκασμός εἶναι ξένος πρός τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Γι’αὐτό καί ὁ Θεός, μᾶς προσκαλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσουμε, μέ τή θέλησί μας, χωρίς ἐξαναγκασμό, διά τό αὐτεξούσιον. «Ὅστις θέλει…». «Ἐάν τις διψᾷ…». Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί καλεῖ ἀδιακρίτως ὅλους τοῦ ἀνθρώπους: «Δεῦτε πρός με πάντες…» (Ματθ. ια΄ 28-30), «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον»(Δαμασκηνός).

 

5.-Ὅστις, ὅμως, θέλει, ὀφείλει νά εἶναι ἐλεύθερος.

 

Καί μόνον ὁ ἐλεύθερος παθῶν εἶναι ὄντως ἐλεύθερος. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Χριστός λέγει: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάτω ἑαυτόν…».

Πολλοί παρερμήνευσαν τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί θεώρησαν ὅτι ἐννοοῦσε νά ἀπαρνηθοῦμε τό σῶμα καί βασάνιζαν το σῶμα. Τό σῶμα ὅμως εἶναι «ναός τοῦ ἐν ἡμῑν ἁγίου πνεύματος». Ὁ Παῦλος λέγει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; Εἴ  τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός. Ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές  ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορινθ. γ΄16-17).Καί «οὐδείς γάρ ποτε τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ’ ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν, καθώς καί ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησίαν»(Ἑφεσ. ε΄ 29).Συνεπῶς, ὄχι μόνον δέν πρέπει νά βασανίζουμε τό σῶμα, ἀλλά νά  τό φροντίζουμε, ὡς ναόν τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαίνει , λοιπόν, το· «ἀπαρνησάτω ἑαυτόν»;

Τί ζητεῖ ἀπό μᾶς ὁ Κύριος, σάν πρῶτον ὅρον , για νά Τόν ἀκολουθήσωμεν; Ζητεῖ νά ἐλεθερωθοῦμε ἀπό τά βρωμερά μας Πάθη. Νά κόψουμε κάθε δεσμό μέ τό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Να ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τίς κακές μας συνήθειες και ἀπό τίς κακές μας συναναστροφές. Ζητεῖ νά ἀπαρνηθοῦμε τον ΚΑΚΟΝ μας ἑαυτόν. Νά ἀπαρνηθοῦμε, «νά ἀποθέσουμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης», γιά  νά μπορέσουμε, ἀσφαλῶς, νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά ἐνδυθοῦμε  τόν Νέον, τόν τέλειον, «τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. δ΄ 22-24).Νά ἐνδυθοῦμε τόν Χριστόν, καί νά  Τόν ἀκολουθήσωμεν. Μέ το· «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», μᾶς καλεῖ «νά σταυρώσουμε τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24).Νά «καθαρίσουμε τόν ἑαυτόν μας ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός και πνεύματος»(Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1), ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, να καθαρίσουμε τον ἑαυτόν μας ἀπό κάθε  εἴδους λάσπη, ἀπό κάθε βρωμιά. Νά ἀποτινάξουμε ἀπό πάνω μας, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ,  καί μέ τή θέλησί μας, τόν ἐπάρατο ζυγό τῆς ἁμαρτίας. Γιά νά ἀξιωθοῦμε νά σηκώσουμε τό Σταυρό μας, νά ἀναλάβουμε τόν πνευματικό μας ἀγῶνα, να ἀκολουθήσουμε τόν Χριστόν, τό πρότυπον τοῦ τελείου, τοῦ ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου καί, βαδίζοντες ἀπό το· «κατ’ εἰκόνα», εἰς το· «καθ’ ὁμοίωσιν»  νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα, νά  ἀνέβουμε πάνω ἀπό τά γήϊνα, εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, νά ἀνέβουμε ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. Αὐτός εἶναι καί ὁ δεύτερος ὅρος τῆς ἀκολουθείας τοῦ Χριστοῦ.

 

6.- «… καί ἀράτω τόν Σταυρόν αὐτοῦ».

 

Ὁ πιστός ἀκόλουθος τοῦ  Χριστοῦ ὀφείλει, ἀκριβῶς, νά σηκώνῃ το Σταυρό του, νά λειτουργῇ , ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. «Νά ἐπιτελῇ  ἁγιωσύνην  ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Ἐφεσ. ζ΄ 1). Νά τηρῇ «τά πρός τόν Θεόν, τά προς ἑαυτόν καί ἀνθρώπους διακεῖσθαι», ὅλα τά καθήκοντα καί τίς ὐποχρεώσεις του.  Νά ἀποδεχθῇ ὁλόψυχα καί νά συμπεριφέρεται, μέ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καί αὐτοθυσίας. Νά εἶναι  ἕτοιμος  καί πρόθυμος, ἄν χρειασθῇ, ἀκόμη καί νά Σταυρωθῇ γιά τό  Χριστό. Τότε ἀράτω τον Σταυρόν αὐτοῦ.

 

7.-«…καί ἀκολουθήτω μοι».

 

Ἀκολουθῶ τό Χριστό, σημαίνει: ἀνοίγω τήν καρδιά μου στό Χριστό, ἐγκολπώνομαι τό Εὐαγγέλιον καί τό κάνω «πρᾶξι» στήν καθημερινή μου ζωή. Προσφέρω τήν ψυχή μου στό Χριστό καί γίνεται κατοικητήριον καί Θρόνος Θεοῦ, και βασιλεύει ἐντός μου. Ἀκολουθῶ τό Χριστό, σημαίνει: ἀκολουθῶ τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ, μιμοῦμαι τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθῶ τά ματωμένα Χνάρια Του, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν και θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄ 2), ἔτσι ἀκριβῶς  καί ἐγώ περιπατῶ ἐν ἀγάπῃ καί παραδίδω τόν ἑαυτόν μου ὑπέρ τῶν συνανθρώπων μου, προσφοράν καί θυσίαν στο Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Ἀκολουθῶ τό Χριστό σημαίνει ὅτι δοκιμάζω, ἐξετάζω,  πολύ προσεκτικά,  τά πάντα καί «κατέχω τό Καλόν καί ἀπέχω ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ» (Α΄ Θεσσαλ. ε΄ 21-22). Ἀκολουθῶ τό Χριστό, σημαίνει ὅτι ζῶ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ζῶ καθώς πρέπει ἁγίοις» (Ἐφεσ. ε΄ 3),σημαίνει ὅτι: «δέν ζῶ πιά  ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλάτ. β΄20), σημαίνει ὅτι μένω καθαρός και ἐλεύθερος στήν Ὁδόν τῆς Ἀγάπης, ὁδεύω ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐργάζομαι, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιά τήν πνευματική μου τελείωσι,  διέρχομαι τήν ζωήν μου «εὐεργετῶν καί ἰώμενος πᾶσαν νόσον και μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», ὅπως ὁ Κύριος. Ἀκολουθῶ τό Χριστό, σημαίνει μένω ἐν τῇ ἀγάπῃ, ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει και ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»(Α΄ Ἰωάν. δ΄16).

Ἀκολουθῶ τό Χριστό σημαίνει δοξολογῶ, λόγῳ καί ἔργῳ, ὑμνῶ καί εὐλογῶ τόν Κύριον «ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας Αὐτοῦ»( Ψαλμ. 103,22).

Ποιός ὅμως μπορεῖ  νά περιγράψῃ τή χαρά, τήν εὐφροσύνη  καί τήν ἀγαλλίασιν ἐκείνων, πού ἀξιώνονται νά ἀκολουθοῦν τόν Χριστόν; Ποιός μπορεῖ νά ἐκφράσῃ τό μεγαλεῖον τοῦ ἀνήκειν στό Χριστό; Ποιός μπορεῖ νά λαλήσῃ τά «ἄρρητα ῥήματα, ἅ  οὐκ ἐξόν ἀνθρώπων λαλῆσαι;»(παρβλ. Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 4) Ποιός  μπορεῖ νά ἐκφράσῃ τά ἀνέκφραστα καί νά περιγράψη τά ἀπερίγραπτα μεγαλεῖα τῶν μεταὐτοῦ,  τῶν πιστῶν ἀκολούθων τοῦ Χριστοῦ; Τά λόγια περιττεύουν… μᾶς ἀπομένουν μόνον δάκρυα εὐγνωμοσύνης στό Λυτρωτή! Ἐταπεινώθη ἕως θανάτου,   ὁ Κύριος  «Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. Αὐτόν προσκυνήσωμεν».








  


Λατρευτική προσκύνησιν ὀφείλομεν εἰς τόν Χριστόν. ὁ ὁποῖος πρῶτος μᾶς ἀγάπησε και μᾶς ἔλουσε και μᾶς ἐκαθάρισε μέ  τό αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς ἀξίωσε νά Τόν ἀκολουθήσουμε  καί νά φθάσουμε ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς Μεγαλοσύνης καί νά σταθοῦμε μπροστά Του καί νά χαιρώμαστε τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Σ’ Αὐτόν τόν Λυτρωτήν καί Κύριον, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 


Non finito

 

 

 

 

 

 

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου