Τρίτη 20 Απριλίου 2021

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»





            «Ο ΠΙΣΤΕΥΩΝ ΕΙΣ ΕΜΕ, ΚἌΝ ΑΠΟΘΑΝῌ,

                           ΖΗΣΕΤΑΙ»(Ἰωάν. ια΄ 25-26).





 

Ὁ Χριστός μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ Ἀνάστασις και ἡ Ζωή και μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος, πού πιστεύει εἰς Αὐτόν ἀντιμετωπίζει τόν  χωρισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, τόν πρόσκαιρον θάνατον, χωρίς φόβον, ἐπειδή διά τῆς Πίστεως θά μένῃ πάντοτε ἑνωμένος, μέ τόν Θεόν. Ἡ δε ἕνωσις μέ τόν  αἰωνίως Ζῶντα Θεόν, τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, σημαίνει ὅτι ὁ πιστός δέν θά δοκιμάσῃ ποτέ τόν πνευματικόν Θάνατον, δηλαδή, τόν Χωρισμόν ἀπό τον Θεόν, πού εἶναι ὁ πραγματικός, ὁ ἀνεπανόρθωτος, ὁ αἰώνιος Θάνατος. Ἡ ἀποκάλυψις αὐτή δίνει νόημα καί περιεχόμενο στή ζωή μας, καί μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι διά τῆς Πίστεως στό Χριστό καί διά τοῦ εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ, ἐξασφαλίζωμεν τήν αἰώνιον ζωήν καί μακαριότητα. Ἡ Πίστις καθορίζει τό σκοπό τῆς ζωῆς μας. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου εἶναι, παραγματικά, ζωντανή ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή και ὅτι οἱ πιστοί στό Χριστό, ἑνωμένοι μαζί Του, δέν θά πεθάνουν ποτέ.

Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης ὁ Ἰωάννης, μᾶς διηγεῖται τό γεγονός, τό ὑπερβολικά μεγάλο Θαῦμα, τῆς ἀναστάσεως τοῦ τετραημέρου Λαζάρου, τό ὁποῖο ἀξίζει νά γράψουμε στήν καρδιά μας, καί να ἑνωθοῦμε, μέ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Νά συνειδητοποιήσουμε δε ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής, τέλειος Θεός, Ἐξουσιαστής, Ἄρχων εἰρήνης, ὁ ὁποῖος, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος, ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς συμφιλιώσῃ, μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα, γιά νά μᾶς ἐπανεισάγει εἰς τήν Πατρικήν Ἑστίαν. Καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός και ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί  ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου· καί ὅτι Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, παρά μόνον δι’ Αὐτοῦ». Ὁ Ἠγαπημένος, λοιπόν, Μαθητής, με σκοπόν νά  μᾶς στερεώσῃ εἰς τήν Πίστιν, διηγεῖται τό ὑπερμέγιστον Θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου :





 «Ὑπῆρχε κάποιος ἀσθενής ὀνομαζόμενος Λάζαρος  ἀπό τή Βηθανία, ἀπό τό Χωριό τῆς Μαρίας καί τῆς Μάρθας. Ἡ Μάρθα εἶχε ὑποδεχθῆ στό σπίτι της τόν Κύριον καί «ἡ Μαρία εἶχε παρακαθίσει παρά τούς πόδας Αὐτοῦ και ἤκουε τον λόγον Αὐτοῦ» διότι  εἶχε  κατανοήσει, ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία», γι’ αὐτό καί «τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς»(Λουκ. ι΄ 38-42) Αὐτή ἦταν ἡ Μαρία, πού ἄλειψε τόν Κύριον μέ μύρον καί ἐσπόγγισε, μέ τά μαλλιά της, τά ἄχραντα πόδια Του». Ὁ Λάζαρος  ἦταν ἀδελφός τῆς Μάρθας και τῆς Μαρίας και ἦτο ἀσθενής. Τότε οἱ ἀδελφές  του ἔστειλαν μήνυμα στον Ἰησοῦν και τοῦ εἶπαν· Κύριε, ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶς, εἶναι ἀσθενής.

Ὅταν  ὁ Ἰησοῦς τό ἔμαθε, εἶπε: Αὐτή ἡ ἀσθένεια δέν θά καταλήξῃ σέ θάνατο, ἀλλά συνέβη, γιά νά φανερωθῇ ἡ δόξα καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Διότι θά δοθῇ ἡ εὐκαιρία στόν Κύριον νά δείξῃ τήν ἀγάπη  Του στά πλάσματά Του, νά ἀποκαλύψῃ τήν  ὑπερφυσικήν Του Δύναμιν καί νά ἀποδείξῃ, περιτράνως,  την Θεότητά Του καί τήν ἀποστολήν Του, νά διώξῃ μέσα ἀπό τήν ψυχή μας τό φόβο τοῦ Θανάτου. Νά μᾶς ἀποκαλύψῃ ὅτι Αὐτός εἶναι ὀ Κύριος τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου.




Ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τήν Μάρθαν καί τήν ἀδελφήν της καί τόν Λάζαρον.  Ὅταν λοιπόν ἄκουσε ὅτι ἀσθενεῖ, ἔμεινε τότε δύο  ἡμέρες στόν τόπο, πού βρισκόταν. Ἔπειτα εἶπε στους Μαθητάς, «Ἄς πᾶμε πάλιν στήν Ἰουδαίαν». Ἀλλά τότε οἱ Μαθηταί, πού εἶχαν φοβηθῆ ἀπό τήν ἀντίδρασι, πού εἶχε συναντήσει ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, ἔντρομοι, τοῦ εἶπαν: «Διδάσκαλε, πρό ὀλίγου ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νά σέ λιθοβολήσουν και πάλιν πηγαίνεις ἐκεῖ;» Ὁ Ἰησοῡς τούς ἀποκρίθηκε, «Δέν εἶναι δώδεκα οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας; Ἑάν κανείς περιπατῇ κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, δέν σκοντάφτει, ἀλλά βαδίζει, μέ ἀσφάλεια, διότι βλέπει τόν Ἥλιον, πού φωτίζει τόν κόσμο. Ἐγώ ἔχω ἀπό τόν Πατέρα μου ὡρισμένον χρόνον πρός ἐπιτέλεσιν τῆς  ἐπί τῆς γῆς ἀποστολῆς μου καί  ὀφείλω νά ἀκολουθῶ τόν δρόμον, πού φωτίζεται ἀπό το Θέλημα τοῦ Πατρός μου, μή φοβεῖσθε, λοιπόν, διότι ἐγώ, ὡς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, θά φωτίζω τό δρόμο σας καί μαζί μου θα εἶσθε ἀσφαλεῖς. Ἐάν ὅμως κανείς περιπατῇ κατά τήν νύκτα, σκοντάφτει, διότι τό φῶς δέν εἶναι μαζί του.  Ἔτσι  καί ἐκεῖνοι, πού δέν θά μείνουν  στό Φῶς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά σκοντάψουν καί θά πέσουν καί θά συντριβοῦν. Καί ὕστερα ἀπό αὐτά,  συνέχισε και τούς εἶπε: «Ὁ Λάζαρος ὁ φίλος μας, ἔχει κοιμηθῆ , ἀλλά πηγαίνω νά τον ξυπνήσω».

Τοῦ εἶπαν  τότε οἱ Μαθηταί  Του,« Κύριε, ἄν ἔχῃ κοιμηθῆ θά γίνῃ καλά». Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς εἶχε μιλήσει, γιά τό θάνατό Του, ἐκεῖνοι δέ ἐνόμισαν ὅτι τούς μιλάει, γιά τόν  φυσικόν ὕπνον. Τότε ὁ Ἰησοῦς, τούς εἶπε καθαρά: «Ὁ Λάζαρος ἀπέθανε καί χαίρω για σᾶς, γιά νά στηριχθῆτε στην πίστιν. Χαίρω, διότι δέν ἤμουν ἐκεῖ, διότι θά τόν θεράπευα προτοῦ πεθάνῃ καί δέν θά ἐγίνετο τό θαῦμα, πού θά σᾶς στηρίξῃ στήν Πίστιν.

 Δέν μπόρεσαν να καταλάβουν ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται   καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καταργεῖ τόν Θάνατο. Τώρα πιά γιά τούς πιστούς, δέν ὑπάρχει Θάνατος, οὔτε νεκροί οὔτε νεκροταφεῖα, ἀλλά ὕπνοςκοίμησις, κεκοιμημένοι καί κοιμητήρια, Ἀνάστασις και ζωή.

Ἀφοῦ τούς  ἀνακοίνωσε τό θάνατο τούς καλεῖ νά Τον ἀκολουθήσουν στή Βηθανία, κοντά στό Λάζαρο. Τότε ὁ Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, εἶπε εἰς τούς συμμαθητάς του· «Ἀφοῦ θέλει να ἐπιστρέψῃ στόν τόπο πού οἱ ἐχθροί Του ζητοῦν νά Τόν φονεύσουν, ἄς πᾶμε καί μεῖς, γιά  νά πεθάνουμε  μαζί Του».

Ὅταν,  λοιπόν, ἦλθε στή Βηθανία ὁ Ἰησοῦς, βρῆκε  τόν Λάζαρο πεθαμένον, εἶχε δέ ἤδη τέσσαρας ἡμέρας μέσα εἰς τόν τάφον. Ἦτο δε ἡ Βηθανία πλησίον τῶν Ἱεροσολύμων, σέ ἀπόστασι περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, λιγότερο ἀπό δύο χιλιόμετρα. Καί πολλοί ἀπό τούς Ἰουδαίους εἶχαν ἔλθει στή Βηθανία, γιά νά παρηγορήσουν τήν Μάρθαν καί τήν Μαρίαν, γιά τόν ἀδελφόν τους. Μόλις ἄκουσε ἡ Μάρθα ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐπῆγε νά  Τόν προϋπαντήσῃ, ἔξω ἀπό τό χωριό, ἐνῷ ἡ Μαρία ἐκάθησε εἰς τό σπίτι.




Ὅταν, λοιπόν, ἡ Μάρθα συνήντησε τόν Ἰησοῦν, τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου. Ἀλλά καί τώρα, γνωρίζω, ὅτι καί ἄν ζητήσῃς ἀπό τον Θεόν, θα σοῦ τά δώσῃ ὁ Θεός». Τότε ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, μέ πολύ τρυφερότητα καί ἀγάπη τῆς εἶπε: «Θά ἀναστηθῇ ὁ ἀδελφός σου». Στή διαβεβαίωσί Του αὐτήν ἀποκρίθηκε ἡ Μάρθα καί τοῦ εἶπε: Κύριέ μου, γνωρίζω, ὅτι ὁ ἀδελφός μου θα ἀναστηθῇ κατά τήν ἀνάστασιν, πού θα γίνῃ τήν ἐσχάτην Ἡμέρα τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ αἰῶνος». Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκάλυψε τή Θεότητά Του, τήν Παντοδυναμία Του, τήν ἄπειρη Ἀγάπη Του, καί τή Θεϊκή Του συγκατάβασι καί τῆς εἶπε:

«Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Ἐγώ εἶμαι ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς και τῆς Ἀθανασίας.» Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου καί ἔχω τή δύναμι νά ἀνασταίνω νεκρούς. Ἐκεῖνος, πού πιστεύει εἰς Ἐμέ, καί ἄν ἀποθάνῃ σωματικά, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θά ζήσῃ. Κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ καί πιστεύει Σέ Μένα δέν θά πεθάνῃ ποτέ. Τό πιστεύεις αὐτό;

 Ἀλήθεια, πόσο μᾶς ἐνισχύει καί μᾶς στηρίζει καί μᾶς παρηγορεῖ ὁ λόγος Σου, Κύριε. Βάλσαμο στήν ψυχή μας.  Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ἡ Μάρθα και τοῦ εἶπε: «Κύριέ μου, ναί, ἐγώ ἔχω πιστέψει, μέ ὅλη τη δύναμι τῆς ψυχῆς μου, ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἐρχόμενος εἰς τόν κόσμον. Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου.

Και ἀφοῦ εἶπε αὐτά καί ὡμολόγησε τόν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπήσαντα, ἔφυγε καί ἐφώναξε την Μαρίαν την ἀδελφήν της και τῆς εἶπε μυστικά, «Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ και σέ φωνάζει». ’Εκείνη μόλις ἄκουσε ὅτι ἦλθε ὁ Κύριος, σηκώνεται γρήγορα καί ἔρχεται πρός αὐτόν. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε ἀκόμη ἔλθει στό χωριό, βρισκόταν στόν τόπο, πού τόν προϋπήντησεν ἡ Μάρθα. Οἱ Ἰουδαῖοι, πού ἦσαν μαζί της στό σπίτι καί τήν παρηγοροῦσαν, ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ Μαρία ἐσηκώθηκε γρήγορα καί βγῆκε, τήν ἀκολούθησαν, νομίζοντας ὅτι «πηγαίνει στό μνημεῖον, γιά νά κλάψῃ ἐκεῖ».

Ἦλθε. Λοιπόν, ἡ Μαρία ἐκεῖ πού ἦτο ὁ Ἰησοῦς καί μόλις Τόν εἶδε, ἔπεσε στα πόδια Του καί τοῦ εἶπε:

«Κύριε, ἄν ἦσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου». Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τή Μαρία νά κλαίῃ καί τούς Ἰουδαίους, πού τή συνώδευαν νά κλαίουν ἐπίσης, ἀναστέναξε μέσα Του καί ταράχθηκε και εἶπε· Ποῦ τόν ἔχετε βάλει; Τότε οἱ παρευρισκόμενοι ἐκεῖ τοῦ εἶπαν: «Κύριε, ἔλα νά ἰδῇς».

ΕΔΑΚΡΥΣΕΝ Ο ΙΗΣΟΥΣ. Ποιός μπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τό μυστήριον τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως, τῆς ἄπειρης Ἀγάπης καί τῆς Εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπήσαντος; Ἐδῶ, λακωνικά, ὁ Ἰωάννης προσπαθεῖ να ἐκφράσῃ τά ἀνέκφραστα, νά περιγράψῃ τά ἀπερίγραπτα,  « ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».

Ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής  ἐκτός τῶν ἄλλων, μᾶς δίδει καί τόν ὁρισμό τῆς πραγματικῆς ἐπικοινωνίας καί συνομιλίας μέ τόν Θεόν, τόν ὁρισμόν τῆς πραγματικῆς Προσευχῆς, πού ἀνασταίνει νεκρούς. Μᾶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής πώς στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στόν ἄνθρώπινο Πόνο. Παράδειγμα πρός μίμησιν.

Ὁ Ἰησοῦς μπροστά στόν τάφο τοῦ τετραημέρου Λαζάρου:  Ἀνέβλεψε, Ἐστέναξεν, Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.  Μᾶς διδάσκει ὀ Κύριος ὅτι ἡ Προσευχή δέν εἶναι ἀνόητη φλυαρία, πολυλογία, βαττολογία, ἀλλά Προσευχή εἶναι: Ἕνα δάκρυ, Ἕνα βλέμμα, ἕνας στεναγμός.




Ὁ Ἰησοῦς, βαθειά συγκινημένος, ἔρχεται εἰς τό μνημεῖον. Ἦταν σπήλαιον καί ἕνας λίθος βαρύς εἶχε τεθῆ στό στόμιον τοῦ μνημείου. Τότε λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Σηκῶστε τό λίθο». Ἀλλά ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ Μάρθα τοῦ εἶπε: «Κύριε, τώρα θά μυρίζῃ ἄσχημα, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι. Εἶναι τέσσερις μέρες στόν τάφο καί ἔχει ἀρχίσει ἡ σήψις, τό σάπισμα. Ὁ Ἰησοῦς τότε τῆς εἶπε: «Μάρθα, δέν σοῦ εἶπα ὅτι ἐάν πιστέψῃς θά δῇς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ;» Ἐσήκωσαν τότε τόν λίθον ὅπου εὑρίσκετο ὁ νεκρός. Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τά μάτια πρός τά ἐπάνω(Ἀνέβλεψε, ἐστέναξε, ἐδάκρυσε) καί εἶπε: «Πατέρα μου, Σέ εὐχαριστῶ, διότι μέ ἄκουσες. Ἐγώ βέβαια ἤξερα ὅτι πάντοτε μέ ἀκοῦς, ἀλλά τό εἶπα γιά τό λαό πού παρευρίσκεται, γιά νά πιστέψουν ὅτι Σύ με  ἀπέστειλες εἰς τόν κόσμον». Και μετά τήν Προσευχή Του, ἐφώναξε μέ δυνατή φωνή: «Λάζαρε, ἔλα ἔξω». Καί ἀμέσως ἐβγῆκε  ὁ Λάζαρος, δεμένος τά χέρια καί τά πόδια μέ λευκές ταινίες, καί τό  πρόσωπόν του γύρω δεμένο μέ μαντῆλι. Ἀναστήθηκε. Και τούς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς:

«Λύστε τον καί ἀφῆστε τον νά φύγῃ». Πολλοί ἀπό τούς Ἰουδαίους πού εἶδαν το Θαῦμα, πίστεψαν στο Χριστό. Μερικοί ὅμως πῆγαν στους Φαρισαίους καί τούς εἶπαν τί εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς. Αὐτοί ὅμως , οἱ βολεμένοι καί ἀμετανόητοι, ὁλότελα πωρωμένοι, ὄχι μόνον δέν πίστεψαν, ἀλλά σχεδίασαν νά Τόν θανατώσουν, γιά νά μή κινδυνεύσουν καί χάσουν τή Θεσούλα τους.

Τετραήμερος στό μνημεῖον ὁ Λάζαρος  εἶχε ἀρχίσει να βρωμάει καί ὁ Χριστός τόν ἀνέστησε.

 Οἱ ἄνθρωποι παραμένουν τυφλοί. Καί μπροστά στό ὑπερμέγιστον  αὐτό Θαῦμα δέν συγκινοῦνται. Παραμένουν τυφλοί, γυμνοί, ἐλεεινοί καί ἀνάλγητοι, δυστυχεῖς, συνεχίζουν τήν προβληματική τους συμπερτιφορά, «δέσμιοι τῆς γῆς», βυθισμένοι στό βοῦρκο, στό Βόρβορο, στή λάσπη. Πῶς νά περιγράψω τήν κατάντια μας, τήν ἐξαθλίωσί μας;



Κύριέ μου, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε, πῶς θά λυτρωθοῦμε ἀπό τον Κακό μας ἑαυτό, ἀπό τον κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται», καί ἀπό τό Διάβολο; Ὅπως τότε καί σήμερα συνεχίζουμε νά ἀδικοπραγοῦμε καί νά Σέ Σταυρώνουμε. Παρόλες τίς εὐεργεσίες Σου ἐμεῖς συνεχίζουμε τά ἄνομα ἔργα τῶν χειρῶν μας, κατάκοιτοι στη χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου. Κύριε, δῶσε μας τό Χάρισμα τῆς ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ. Μόνο Σύ , Κύριε δακρύζεις μπροστά στον Πόνο μας. Μόνον Σύ μακροθυμεῖς στήν ἀναλγησία μας. Πιστεύω, Κύριέ μου, ὅτι μόνον Σύ, Θέλεις, ὡς Πανάγαθος καί μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος, νά μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ»,  στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μόνον Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσῃς ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί  νά μᾶς ὁδηγήσῃς «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων», διότι μόνον Σύ μᾶς κυνηγᾶς μέ τό ΕΛΕΟΣ Σου. Κύριέ μου,  εἶναι φτωχός ὁ λόγος μου καί εἶμαι ἀνίκανος να περιγράψω τά θαυμάσιά Σου ἐν παντί καιρῷ!




Δέξου, Κύριε, τά δάκρυα τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας μου και ἄκουσε τίς ἄναρθρες κραυγές μου. Ὁμολογῶ, Κύριε, ὅτι Σύ , πού σταυρώθηκες για μᾶς, τούς ἐλεεινούς, εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ  εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μας. Φώτισε τά σκοτάδια μας. Ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ, γιά νά ξεπλύνῃς τίς ντροπές. Ἕλα γρήγορα ὡς «πῦρ καταναλίσκον». Κάψε  καί ξερίζωσε ἀπό τόν κόσμο τήν ΚΑΚΙΑ.

«Ἀνάστησον ἡμᾶς πεσόντας τῇ ἁμαρτίᾳ». Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Ὅπως ἀνάστησες τόν Λάζαρον, ἀνάστησε καί μᾶς, τούς ἐλεεινούς. Μή μᾶς ἐγκαταλείπῃς , Κύριε. ΕΛΕΟΣ σοῦ ζητῶ. Ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, «ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου!» 

Ε Λ Ε Ο Σ…«Ἐλέησον ἡμᾶς, τούς πταίοντά Σοι πολλά, καθ’ ἑκάστην  ὥραν, ὦ Χριστέ μου· και δός πρό τέλους τρόπους τοῦ μετανοεῖν Σοι». Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου, καί εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ὑμνοῦμεν καί νά δοξολογοῦμε «τήν ἐκ νεκρῶν Σου Ἀνάστασιν καί  τήν εἰς οὐρανούς ἀποκατάστασιν». Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά Σέ δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, και τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.AMHN.


 


 

 

 

 



 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου