Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

«ΠΑΝΤΑ ΔΥΝΑΤΑ Τῼ ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΙ»




ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

(Ματθ. θ΄14-29)

 

ΠΑΣΧΕΙ, ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ, ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ.

 

γλυκύς καί πρᾶος Ἰησοῦς, μετά τήν Μεταμόρφωσίν Του εἰς τό Θαβώριον, καταβαίνει ἀπό τό Ὄρος, μαζί μέ τούς τρεῖς πρωτοκορυφαίους τῶν Μαθητῶν καί ἔρχεται κοντά στούς ἄλλους Μαθητές, καί ἀμέσως ὅλος ὁ λαός, ὅταν τόν εἶδε ἔκθαμβοι ἀπό χαρά τρέχουν κοντά Του καί Τόν χαιρετοῦν καί Τόν ἀσπάζονται. Ὁ Κύριος  ἐρωτᾶ τούς Γραμματεῖς νά τοῦ ποῦν τί συζητοῦν μεταξύ τους. Τότε μέσα ἀπό τό πλῆθος ἀποκρίθηκε ἕνας ὀλιγόπιστος, ἀλλά δυστυχισμένος καί πολύ πονεμένος Πατέρας, καί Τοῦ εἶπε:

Κύριε, ἔφερα τό ἄρρωστο παιδί μου, πού πάσχει καί βασανίζεται ἀπό πνεῦμα ἄλαλον καί σέ ὅποιο μέρος τόν πιάσῃ, τόν ρίχνει κάτω καί ἀφρίζει καί τρίζει τά δόντια του καί ξηραίνεται. Καί εἶπα στούς Μαθητάς σου νά τό βγάλουν καί δέν μπόρεσαν.

Τότε ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, μέ πικρία, μπροστά στήν ἀπιστία καί τήν ἀμετανοησία τῶν ἀνθρώπων, προεξαγγέλλει ὅτι ὑπάρχει ὅριον ἀνοχῆς καί μακροθυμίας, καί ὅτι πλησιάζει τό Τέλος τῆς ἀνομίας καί λέγει: «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;  Ἕως πότε θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν ἄρρωστο νέο σέ Μένα. Καί τόν ἔφεραν ἀμέσως κοντά στόν Ἰησοῦν. Καί μόλις τό πνεῦμα εἶδε τόν Κύριον, ἀμέσως ἐτάραξε μέ σπασμούς τόν Νέον, πού ἔπεσε στή γῆ καί ἐκυλιότανε καί ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα. Τότε ὁ καρδιογνώστης Κύριος ρώτησε τόν ὀλιγόπιστο, ἀλλά πονεμένο πατέρα· Πόσος καιρός εἶναι, ἀφ’ ὅτου τοῦ συνέβη αὐτή ἡ διαταραχή; Ἀπό πότε ὑποφέρει; Καί τότε ὁ δυστυχής ἀποκρίθηκε καί εἶπε: «Κύριέ μου, παιδιόθεν, πάσχει ἀπό μικρό παιδί. Καί πολλές φορές τόν ἔρριξε στή φωτιά καί στά νερά, γιά νά τόν ἐξολοθρεύσῃ. ἀλλά τώρα, ἔστω καί ἀργά, τόν ἔφερα κοντά Σου. Ἄν μπορῇς  νά κάνῃς κάτι, λυπήσου μας, Κύριε εὐσπλαγχνίσου μας καί βοήθησέ μας».

«Ὁ δέ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τό· Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι. Καί ἀμέσως ὁ πονεμένος πατέρας ἔκραξε, ἐφώναξε δυνατά, μέ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας καί εἶπε·  Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τή Δύναμι νά με βοηθήσῃς. Βοήθησέ με Σέ παρακαλῶ, νά ἀπαλλαγῶ ἀπό  τήν ὀλιγοπιστία μου καί ἀναπλήρωσε Σύ, Κύριε, μέ τήν ἀγάπη Σου, τήν ἔλλειψι τῆς πίστεώς μου».


Τότε ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει τή δύναμι τῆς Πίστεως καί μᾶς καλεῖ νά ἔλθουμε κοντά Του  καί νά φέρνουμε καί τά παιδιά μας, ἀπό τήν τρυφερή τους ἡλικία κοντά Του, πρίν καταληφθοῦν ἀπό τά βρωμερά τους Πάθη, ἀπό τά κακά πνεύματα, ἀπό τά ἀκάθαρτα δαιμόνια. Ὑποδεικνύει στούς γονεῖς νά φέρνουν τά παιδιά τους κοντά Του, ἀπό τήν  τρυφερή τους ἡλικία. Νά τά ἀνατρέφουν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου», καθῆκον, πού, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι γονεῖς, ἀμελοῦν.

Κύριέ μου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, στά ἄχραντα Χέρια Σου ἐναποθέτω τίς ψυχές καί τά σώματα ὅλων τῶν παιδιῶν μου, τῶν σαρκικῶν καί τῶν πνευματικῶν. Προστάτεψέ τα ἀπό κάθε Κακό. Στερέωσέ τα ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου καί  ὁδήγησέ τα σέ κάθε ἔργο ἀγαθό. Εὐσπλαγχνίσου μας καί ἐλέησέ μας. Ἀμήν.









Ὁ Κύριος δέχεται τή μετάνοιά μας καί ἀποκρίνεται καί θεραπεύει τίς ἀρρώστιες μας  ἀμέσως. Ἐπιπλήττει τά κακά πνεύματα, πού μᾶς βασανίζουν, ὅπως ἐπέπληξε τό ἀκάθαρτον πνεῦμα  τοῦ σεληνιαζομένου Νέου. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό ὅλα τά κακά. Ἀρκεῖ νά πιστεύουμε Σ’Αὐτόν, μέ τήν καρδιά μας, ὅπως ἐλευθέρωσε τόν Νέον αὐτόν, λέγων: Τό πνεῦμα τά ἄλαλον καί κωφόν ἐγώ σοι ἐπιτάσσω· ἔβγα ἀπό αὐτόν καί ποτέ πιά μή εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Στήν προσταγή τοῦ Παντοκράτορος, ἀφοῦ  τό πονηρό πνεῦμα ἐφώναξε καί ἐσπάραξε πολύ τόν νέον, ἐβγῆκε. Καί ἔγινε ὁ νέος σάν νεκρός, ὥστε ἔλεγαν πολλοί ὅτι ἀπέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν σήκωσε καί τόν παρέδωσε ὑγιῆ στόν πατέρα του. Ὅταν ἀργότερα, τόν ρώτησαν οἱ Μαθηταί καί τοῦ εἶπαν·  «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό πονηρόν πνεῦμα; Ὁ Κύριος τούς εἶπε ξεκάθαρα: Δέν μπορέσατε νά θεραπεύσετε τόν Νέον ἀπό τό πονηρός αὐτό πνεῦμα, γιά τόν ἴδιο λόγο, πού δέν ἀξιωθήκατε νά εἶσθε μαζί μου στόν Ὄρος τῆς μεταμορφώσεως. Δέν μπορέσατε ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΙΑΝ ΥΜΩΝ.

ΤΟΝΙΖΕΙ δέ ὅτι τοῦτο τό δαιμόνιον τό ἄλαλον καί κωφόν δέν βγαίνει μέ τίποτε παρά μονάχα μέ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ. Καί διακηρύσσει σέ ὅλους μας ὁ Κύριος ὅτι εἶναι μεγάλα τά τῆς Πίστεως κατορθώματα καί τονίζει ὅτι ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΣΕ ΚΕΙΝΟΝ, ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ.




ΕΙΝΑΙ καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι αὐτήν ἀλήθεια, ὅτι Κύριος μᾶς χαρίζει τή δύναμι καί τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Διάβολο. Νά συνειδητοποιήσουν οἱ γονεῖς «τήν ἀνάγκην τοῦ ἀνήκειν». Εἶναι βασική ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλά σέ ποιόν ἄλλον νά ἀνήκωμεν, ἄν ὄχι στόν ΧΡΙΣΤΟΝ, πού Σταυρώθηκε γιά μᾶς; Σέ ποιόν ἄλλον νά πιστέψουμε; Σέ ποιόν ἄλλον νά ἐμπιστευθοῦμε τά παιδιά μας; Μόνον κοντά στό Χριστό βρίσκουμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι. Μόνον κοντά στό Χριστό νοιώθουμε ἀσφαλεῖς ἐμεῖς καί τά παιδιά μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ Εἰρήνη τοῦ Κόσμου. Μόνον ἑνωμένοι μαζί Του φέρουμε καρπόν πολύν, ἔργα Ἀγάπης καί Καλωσύνης. Αὐτός εἶναι ὁ βασιλεύς τῆς Εἰρήνης. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Αὐτόν, πιστοί, λατρεύσωμεν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Αὐτόν, τόν Ἠγαπημένον, τόν γλυκύν καί πρᾷον Ἰησοῦν, τήν ἐνσαρκωμένην Ἀγάπην, τόν Μάρτυρα τόν πιστόν καί ἀληθινόν, Αὐτόν ἀνυμνήσωμεν πάντες οἱ πιστοί. Αὐτόν δοξολογήσωμεν,λόγῳ καί ἔργῳ, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ. ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ. Διότι Σ’Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ Βασιλεία καί ἡ Δύναμις, ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.





 

 

 

 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

«Ω ΓΕΝΕΑ ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ,


ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΠΡΟΣ ΥΜΑΣ ΕΣΟΜΑΙ;

ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΑΝΕΞΟΜΑΙ ΥΜΩΝ;»

(Ματθ. ιζ΄17. Μαρκ. θ΄19. Λουκ.θ΄41).

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Πανάγαθος καί Πάνσοφος Δημιουργός εἶναι ἄπειρη Ἀγάπη. Εἶναι Μακρόθυμος καί Πολυέλεος καί «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄ 4). Εἶναι ὅμως καί ἄπειρη Δικαιοσύνη. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί προεξαγγέλλει  ἕνα  Ὅριον ἀνοχῆς, μακροθυμίας. « Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Προεξαγγέλλει τό Τέλος τῆς  Ἀνομίας.


θεόπλαστος ὅμως ἄνθρωπος, λέγει ὀ Δαυῒδ, δέν κατενόησε τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού χάρισεν ὁ Δημιουργός, πού τόν δημιούργησε κατ’εἰκόνα Θεοῦ. Δέν κατενόησε, ἤ δέν θέλησε νά κατανοήσῃ τήν τιμήν τοῦ κατ’ εἰκόνα: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48, 13,21). Κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός. Καθημερινά ὅλο καί περισσότερο ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν ΕΝΑ καί ΜΟΝΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΘΕΟΝ, καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ἔγινε ὅμοιος μέ τά ἄλογα κτήνη καί ζῇ καί συμπεριφέρεται, σάν κτῆνος καί πεθαίνει σάν κτῆνος.

Ἐάν ρίξουμε ἕνα ἐξεταστικό βλέμμα στήν καθημερινή ζωή ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, θά διαπιστώσουμε, ὅτι ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, πετρῶσαν οἱ καρδιές, καί ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «στρέφει ὁ Μανασσῆς καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφόν του». Ζοῦμε χωρίς Θεόν, χωρίς Ἀγάπη, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο. Φθάσαμε στό ἄκρον ἄωτον τῆς Παραφροσύνης. Ἀρνούμαστε, χωρίς ἴχνος ντροπῆς, τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, καί λατρεύουμε τά ΕΙΔΩΛΑ, τά ἄψυχα καί κωφά, τό Βόρβορο, τήν  Ὕλη, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Υψώσαμε σέ Θεότητα τόν ΕΑΥΤΟΥΛΗ ΜΑΣ. Καί συνεχίζουμε νά ζοῦμε σάν Κτήνη, συνεχίζουμε τά ἄνομα ἔργα τῶν χειρῶν μας. ΠΟΥ καταντήσαμε; ΥΠΑΡΧΕΙ  χειρότερη ἐξαθλίωσι ἀπ’ αὐτή, πού καθημερινά ζοῦμε, ὄχι μόνον σέ ἀτομικό, προσωπικό, οἰκογενειακό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ παγκόσμια Κλίμακα;

ἕνας ἄνθρωπος συμπεριφέρεται σάν λύκος, σαν ἁρπακτικό ὄρνεον, στόν συνανθρωπό του (Homo Hominis lupus). Ὁ ἕνας στέκεται ἀπέναντι στό ἄλλον σάν ἐχθρός.  Εὐτελίζουμε τό ἀνθρώπινον Πρόσωπον. Ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι φανερόν ὅτι ἀμαυρώνουμε, ἄχρειώνουμε τό κατ’εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρᾶγμα, Res, ἀντικείμενον συναλλαγῆς. Μεταβάλλουμε τόν Παράδεισο, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός, σέ Κόλασι, σέ σωστό Χοιροστάσι.


ΣΤΡΈΦΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΡΩΓΕΙ ΤΙΣ ΣΑΡΚΕΣ ΤΟΥ,

 ΚΑΤΕΣΘΙΕΙ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΝ ΤΟΥ

Κι’ ἐμεῖς οἱ δύσμοιροι ΘΝΗΤΟΙ, προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας, στά «λασπονέρια τῆς ἀποστασίας», «ὀρύσσουμε λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄ 13) καί ἐπιθυμοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας «ἀπό τῶν κερατίων , ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι»(Λουκ,ιε΄16).

Χάθηκε ἡ ἀδελφοσύνη, χάθηκε τό φιλότιμο, χάθηκε τό κάλλιστον χρῶμα τῆς ντροπῆς, χάθηκε «τό τῆς αἰδοῦς ἐρύθημα». Μετουσιώσαμε τή γῆ, σέ Χώρα Παραφροσύνης. ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ... Γι’αὐτό  εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε, «ἄρτος Ὁδύνης».

Ὑπάρχουν δέ καί λύκοι βαρεῖς, ἀνάμεσά μας, προβατόσχημοι, πού δέν λογαριάζουν τό Λαό τοῦ Θεοῦ, δαιμονάνθρωποι, ἐγκληματίες μέ τό λευκό κολλάρο, καταχραστές κάθε ἐξουσίας, πού ἐκμεταλεύονται τό Λαό τοῦ Θεοῦ καί κατατυραννοῦν τόν κόσμο.  Παντοῦ ἀνάβουν Φωτιές, καί ἄλλοι διεξάγουν Πολέμους καί θανατώνουν ἀθώους, ἄλλοι δέ ὑποδαυλίζουν πολέμους καί «δολίως ρίχνουν λάδι στή φωτιά τοῦ πολέμου», γιά νά κερδίσουν ΤΙ;;; Ἄφρονες, ἄμυαλοι, ταλαίπωροι ἄνθρωποι Τί κερδίζουμε μέ τήν ἐγκληματική μας  συμπεριφορά;



«Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ; Ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλαγμα τῆς ψυχῆς  αὐτοῦ;»(Μάρκ. η΄36-37).

Δυστυχισμένε ἄνθρωπε, γυμνός ἐξῆλθες ἀπό τήν κοιλία τῆς μητρός σου καί γυμνός πάλιν ἐπιστρέφεις στή γῆ. Ἐρχόμενοι στόν κόσμο δέν φέραμε τίποτε μαζί μας καί εἶναι φανερόν ὅτι δέν μποροῦμε οὔτε  νά πάρουμε τίποτε μαζί μας(Α΄Τιμόθ. στ΄ 7) καί τό μόνο, πού γνωρίζουμε πολύ καλά, εἶναι ὅτι ἐδῶ στή γῆ, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία εἴμαστε προσωρινοί, διαβάτες, πάροικοι καί παρεπίδημοι. Καί εἶναι καλόν, νά κατανοήσουμε τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε  ὅτι μέ τήν προβληματική, τήν ἐγκληματική μας συμπεριφορά, ὄχι μόνον δέν κερδίζουμε ΤΙΠΟΤΕ, ὄχι μόνον ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ, ἀλλά καί σωρεύουμε συμφορές, ὀδύνη, πόνο καί θάνατο στόν ἑαυτό μας, καί στούς ἄλλους γύρω μας.

Τί κερδίζει ὁ ἀνθρωπος, μέ τόν  ὀλέθριο Πόλεμο; Τί ἀποκομίζει, μέ τίς ἔριδες, μέ τή διχόνοια, μέ τόν Ἐγωϊσμό, μέ τήν ψευτιά, μέ τήν ὑποκρισία; Τί κερδίζει μέ τό θησαυρισμό γιά τόν ἑαυτό του στή γῆ, μέ τή φιλαργυρία, πού εἶναι ἡ ρίζα πάντων τῶν κακῶν;

Μπόρεσε ποτέ κανείς νά προσθέσῃ, μέ τά πλούτη του ἕνα κλάσμα δευτερολέπτου περισσότερο, στή ζωή του; Μήπως μπόρεσε νά διώξῃ τήν ἀρρώστια ἤ τό θάνατο;

Τί σημασία ἔχει ἐάν ὁ πλούσιος φτύνει αἷμα σέ χρυσό κύπελο καί ὁ πτωχός φτύνει αἷμα σέ πήλινο; Αἷμα φτύνει καί ὁ πλούσιος , αἷμα φτύνει καί ὀ φτωχός. Γιατί, λοιπόν, νά γίνονται τόσοι πόλεμοι, γιατί  τόση ἀλληλοσφαγή, τόσος σπαραγμός; Γιατί τόση Ὀδύνη, τόσος Πόνος , τόσοι θάνατοι; Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ,  ἔρχεται ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ, καί μέ πικρία, ἐρωτᾷ: «Ω ΓΕΝΕΑ ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ,ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΠΡΟΣ ΥΜΑΣ ΕΣΟΜΑΙ; ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΑΝΕΞΟΜΑΙ ΥΜΩΝ;»

Ἔρχεται ἡ στιγμή τοῦ θανάτου μας, ἡ στιγμή τῆς Κρίσεως, ἡ στιγμή τοῦ τέλους τῆς μακροθυμίας, ἡ στιγμή τοῦ Τέλους τῆς ἀνομίας. Ἔρχεται ὁ Πανάγιος Θεός καί ἐρωτᾷ: «ἄφρον· ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»(Λουκ. ιβ΄ 20). Ἀνόητε ἄνθρωπε, στήριξες τήν εὐτυχία σου στό βόρβορο, στήν ὕλη, θεοποίησες τήν κοιλία σου καί τίς ἀπολαύσεις αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἄθλιας παροικίας. Νόμισες ὅτι ἡ μακροζωῒα σου ἐξηρτᾶτο ἀπό τά πλούτη σου καί ἀρνήθηκες τό Θεό σου. Αὐτή τή στιγμή, πού νόμισες ὅτι θά ἀρχίσῃ ἡ ἀπολαυστική ζωή σου, αὐτή τή στιγμή ἀρχίζει τό τέλος τῆς ἀνομίας σου, αὐτή τή στιγμή ἀπαιτοῦν καί ἔρχονται νά πάρουν τήν ψυχή σου οἱ δαίμονες, πού ὑπηρέτησες στή ζωή σου, αὐτή τή στιγμή θά πεθάνῃς. Αὐτά, λοιπόν, πού μέ τόση ἀγονία ἀποθήκευσες σέ ποιούς θά περιέλθουν:

 Αὐτό εἶναι τό τέλος ὅλων ἐκείνων, πού ἀρνοῦνται τό Θεό καί ζοῦν χωρίς Ἀγάπη, ὅλων ἐκείνων πού κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους Πάθη,  βυθίζονται «εἰς ἰλύν βυθοῦ» καί ζοῦν στό σκοτάδι τοῦ ΜΙΣΟΥΣ.

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὐδάτων», ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΕΛΗΣΩΜΕΝ. ΕΡΧΕΤΑΙ νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, νά μᾶς ἐξάγῃ ἀπό τή Βαβυλῶνα. Μᾶς καλεῖ, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα,  νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί νά ἐγκόλπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί, μέ τή Χάρι Του, νά τό κάνουμε «Πρᾶξι», στήν καθημερινή μας ζωή. Μᾶς καλεῖ ὀ Κύριος, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, νά ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια Του, περιπατοῦντες ἐν ἀγάπῃ.



Ἕως πότε θά εἴμαστε γενεά ἄπιστος καί διεστρμμένη;

Ἕως πότε θά παραμένουμε βυθισμένοι στό σκοτάδι;

Ἕως πότε θά παραμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου; Ἕως πότε θά τρῶμε τίς σάρκες μας καί θά πίνουμε τό αἷμα τῶν ἀδελφῶν μας;



Καί εἶναι καιρός νά ξεφύγουμε ἀπό τήν ἀθλιότητα, μέσα στήν ὁποίαν ζοῦμε καί ζῶντες εὐσεβῶς «ἐν Χριστῷ», «καθώς πρέπει Ἀγίοις», νά διώξουμε ἀπό τή ζωή μας τή διχόνοια, τόν ἐγωϊσμό, τήν ψευτιά καί τήν ὑποκρισία, νά ἀντισταθοῦμε στό Διάβολο καί στούς δαιμονανθρώπους, νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τούς ἐγκληματίες μέ «τό λευκό κολλάρο», Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, μᾶς συμβουλεύει καί λέγει: «Ὑποτάγητε τῷ Θεῷ·  ἀντίστητε τῷ Διαβόλῳ, καί φεύξεται  ἀφ’ ὑμῶν· ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καί ἐγγιεῖ ὑμῖν» ( Ἰάκ. δ΄ 7-8).

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά φυλάξουμε τίς θυρίδες, δι’ ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή μας ὁ Διάβολος. Εἶναι καιρός νά ἀντισταθοῦμε στό Διάβολο καί τούς ἀγγέλους αὐτοῦ, δαίμονες καί δαιμονανθρώπους. Ἄν θέλουμε, μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε καί νά νικήσουμε. Ὁ Πανάγαθος μᾶς ἔπλασε μικρούς θεούς, μικρούς δημιουργούς καί μᾶς κατέστησε κυρίους πάσης τῆς κτίσεως. Σέ κείνους, πού πιστεύουν στό Ὄνομά Του δίδει τήν «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι( Ἰωάν. α΄12-13),  καί «ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑΝ ΤΟΥ ΠΑΤΕΙΝ ΕΠΑΝΩ  ΟΦΕΩΝ ΚΑΙ ΣΚΟΡΠΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙ ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ, ΚΑΙ ΟΥΔΕΝ ΑΥΤΟΥΣ ΟΥ ΜΗ ΑΔΙΚΗΣῌ» (Λουκ. ι΄19). Μποροῦμε, λοιπόν, ἄν θέλουμε νά ἀντισταθοῦμε καί νά νικήσουμε τόν ἐχθρό, τόν παμπόνηρο καί νά ἐγγίσουμε  τό Θεό. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «τό φρόνημα τῆς σαρκός εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο (πρβλ. Ρωμ. η΄6,7). Νά προσέξουμε στόν ἑαυτό μας καί νά μή ξεχνᾶμε τόν Θεόν. Νά φυλάξουμε τίς Θύρες, ὥστε νά μή μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας.  Νά ἔχουμε, διαρκῶς, στραμμένο τό βλέμμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος,  στόν Ἀρχηγό τῆς Πίστεώς μας καί τελειωτήν Ἰησοῦν, ὥστε ἐν Χριστῷ νά ξεφεύγουμε ἀπό τίς δόλιες παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά νικῶμεν στόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Νά Σταυρώσουμε τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίες, καί μέ καθαρή καρδιά νά ὑμνοῦμεν λόγῳ καί ἔργῳ τόν Λυτρωτήν. ΜΟΝΟΝ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΘΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΜΕ. ΜΟΝΟΝ ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣῌ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ,ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΓΑΛΗΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΘΑ ΝΟΙΩΣΟΥΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΣ. Καί, ὡς ἐν Χριστῷ καινή κτίσις, νά εἰσέλθουμε εἰς τήν βασιλείαν Του ἀπό τώρα. ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος τῆς ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ παρατάξεως, καί, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων,  ἑνωμένοι ΠΑΝΤΕΣ εἰς  ἝΝ, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ  καρδίᾳ, καί ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, νά Τόν δοξάζωμεν , σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Διότι Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ Βασιλεία καί ἡ Δύναμις, ἡ Τιμή, τό Κράτος καί ἡ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.

«Τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ» (Α΄ Τιμόθ. α΄17).





Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

«ΤΟ ΑΠ’ ΑΙΩΝΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ»

 

«ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ»

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας μας  ὑμνεῖ τή Θεϊκή συγκατάβασι, μέ τό δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου:

Μας εὐσπλαγνίζεται ὁ Θεός καί μᾶς ἀποκαλύπτει τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον Μυστήριον, τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Αὐτοῦ. Στέλνει τόν  μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο. Σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη. Ὁ Χριστός, «τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ» ἔρχται κοντά μας. Συγκαταβαίνει. Λαμβάνει δούλου μορφήν. Γεννᾶται ἐκ Παρθένου καί ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τῆς Παρθένου γίνεται». μεταλαμβάνει τά χειρότερα καί μᾶς δίδει τά βέλτιστα. Προσλαμβάνει τήν καταφθαρεῖσαν φύσιν ἡμῶν καί τήν ἐξαγιάζει. Ἐψεύσθη τότε παλιά στόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ, γελάσθηκε, ἐπεθύμησε  νά γίνῃ Θεός, χωρίς Θεόν καί δέν ἔγινε. Τυφλώθηκε ἀπό τήν ἔπαρσι καί διά τῆς παρακοῆς, ξέφυγε ἀπό τό δρόμο τῆς Ζωῆς καί ἔγινε δοῦλος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός, γίνεται ἄνθρωπος ὁ Θεός, μέ σκοπό νά μεταβάλῃ τόν θνητόν ἄνθρωπο  σέ Θεό.  Ἄς εὐφραίνεται ἡ κτίσις, μέ τό γεγονός τῆς ἐνθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται νά μᾶς ὁδηγήσῃ στή ζωή, μέ σκοπό νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο. 



Ἄς χορεύει ἡ φύσις ἀπό ἀγαλλίασι, διότι ἔρχεται ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί παρουσιάζεται μέ δεός  στήν ἁγνή καί ἄσπιλον Παρθένον καί φέρει τό Χαῖρε, κομίζει τή Χαρά τῆς λυτρώσεως, πού εἶναι ἀντίθετον τῆς λύπης. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης, ὁ ὑμνῳδός, μᾶς καλεῖ νά δοξάσουμε τόν Θεόν καί ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, τόν Κύριον, τόν Λυτρωτήν καί Θεόν ἡμῶν, πού, διά σπλάγχνα Ἐλέους, ἔγινε ἄνθρωπος, διότι Σ’Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ Βασιλεία καί ἠ Δύναμις, ἡ Τιμή καί ἡ Δόξα καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.



Ὁφείλομεν δέ πάντες οἱ πιστοί νά ἀναγνωρίσωμεν ὅτι πολλά ὀφείλομεν καί στήν Πανάχραντη Μητέρα τοῦ Κυρίου καί Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, πού εὑρέθη «ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή», ἡ μόνη ἀξία νά δεχθῇ εἰς τήν παναγίαν τῆς ψυχῆς τό πανάγιον Πνεῦμα καί νά γεννήσῃ  τόν Λυτρωτήν. Διότι ἡ Παναγία, ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι ἑπουράνιος Κλῖμαξ ,δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός  καί ἠ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός Οὐρανόν. Ἄς ψάλλωμεν, λοιπόν, μαζί μέ τόν ὑμνῳδόν, πρό τήν Θεοτόκον:



 «Χαῖρε κατάρας λύτρωσις, τοῦ Ἀδάμ Θεοτόκε· χαῖρε σεμνή Μητρόθεε· χαῖρε ἔμψυχε βάτε· χαῖρε λαμπάς· χαῖρε θρόνε· χαῖρε κλῖμαξ καί πύλη· χαῖρε τό θεῖον ὄχημα· χαῖρε κούφη νεφέλη· χαῖρε ναέ· χαῖρε στάμνε πάγχρυσε· χαῖρε ὄρος· χαῖρε σκηνή καί τράπεζα· χαῖρε Εὔας ἡ λύσις». «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει· χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρά ἐκλείψει. Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις·...»

 

 

 

 

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

«ΣΤΑΥΡΟΣ, Ο ΦΥΛΑΞ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ»



 «ΣΤΑΥΡΟΣ, ΠΙΣΤΩΝ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ, ΑΓΓΕΛΩΝ Η ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ».

 

Πάνσοφος δημιουργός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, δημιούργησε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Μᾶς τίμησε μέ τόν νοῦν καί τό λογικόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε, ὡς μικροί θεοί, νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί νά  ἐκλέγουμε τήν ζωήν ἤ τόν θάνατον. Ὡς στοργικός Πατέρας, γιά νά μᾶς κρατήσῃ κοντά Του καί νά μᾶς βοηθήσῃ νά φθάσουμε , μέ τή Θέλησί μας, ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό·  «καθ’ ὁμοίωσιν», μᾶς χάρισε τήν Ἐντολήν, ὡς «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον» καί μᾶς προεξήγγειλεν ὅτι ἡ Ὑπακοή εἶναι ΖΩΗ καί ἡ Παρακοή εἶναι ΘΑΝΑΤΟΣ. Ἡ Ἐντολή εἶναι Φῶς στό δρόμο μας. Μᾶς παιδαγωγεῖ νά ἀποφύγουμε τό Θάνατο καί νά διαλέξουμε τή Ζωή, ὥστε νά παραμένουμε, ἑνωμένοι μέ τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην μας, εἰς τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

Ἐμεῖς ὅμως, οἱ ταλαίπωροι θνητοί, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Πρωτόπλαστοι, δέν κατανοοῦμε τήν τιμήν τοῦ κατ’ εἰκόνα. Ἐξισώνουμε τόν ἑαυτόν μας, μέ τά ἀνόητα κτήνη, διά τῆς Παρακοῆς, γινόμαστε ὅμοιοι πρός αὐτά, καί ζοῦμε σάν κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13,21), χωρισμένοι ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν Θεόν, καί χάνουμε τή χαρά τῆς Θείας Κοινωνίας. «Παίρνουμε τή ζωή μας  λάθος». Ἀκολουθοῦμε τόν εὐρύχωρο δρόμο καί φθάνουμε στήν ἐσχάτη ἐξαθλίωσι, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε «ἄρτος Ὀδύνης».

Φιλάνθρωπος ὅμως καί Ἐλεήμων Θεός, δέν θέλει νά χαθοῦν τά πλάσματά Του. «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄4).

«Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 16).

Πρῶτος μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος. Προσλαμβάνει τήν ἀχρειωμένην ἀνθρωπίνην φύσιν καί τήν ἐξαγιάζει, τήν ἀφθαρτοποιεῖ, τήν ἀνιστᾶ καί τήν ὑψώνει καί στήν στήνει εἰς τά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Γεννᾶται  ἀπό τήν πάναγνη Παρθένον, «τήν μόνην ἐν γυναιξίν εὐλογημένην καί καλήν» καί ἐκ Πνεύματος ἁγίου. «Μορφήν δούλου λαμβάνει». Ἄφραστος εἶναι ἡ Θεία Κένωσις. Γίνεται, σέ ὅλους μας, Ὑπόδειγμα Ὑπακοῆς  εἰς τό Θεῖον Θέλημα, γίνεται «ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄5-11), «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄15,16) καί «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄21). «Διά τῆς Σταυρικῆς Του Θυσίας καί μέ τό Πανάγιον Αἷμα Του μᾶς λοὺζει καί μᾶς καθαρίζει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς καθιστᾶ Βασιλεῖς καί Ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα» (Ἀποκ. α΄ 5β-6). Ἑκουσίως, ἐξ  ἀπείρου ἀγάπης, ὑψώθηκε στό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ  καί, μέ τό Πανάγιον Αἷμα Του, τό Ξύλον τῆς κατάρας, τό ξύλον τοῦ θανάτου, γίνεται ΞΥΛΟΝ ΖΩΗΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, διά τοῦ Σταυροῦ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, καί  τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ ἐξαγιάζεται καί γίνεται  τό Σύμβολον τῆς Νίκης καί τοῦ Θριάμβου τῆς Πίστεως. Ὁ Τίμιος Σταυρός γίνεται τό σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Στήν εἰκόνα τοῦ Σταυροῦ, ὁ πιστός μελετᾶ ὁλόκληρον τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης, στήν «πρᾶξι». Ὅποιος θέλει νά καταλάβῃ τί σημαίνει ἡ Καινή Ἐντολή, στρέφει εὐλαβικά τό Βλέμμα του στόν Τίμιον Σταυρόν καί ἀμέσως κατανοεῖ τό λόγο τοῦ Κυρίου, πού εἶπε: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς καί ἡμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους ἀλλήλους»( Ἰωάν.ιγ΄35-36)Διά τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Σταυρικῆς του Θυσίας,  ὁ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ, γιά τούς πιστούς εἶναι εὐλογίαΔιά τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός καταργεῖ τήν τοῦ ξύλου κατάραν, διαλύει τή φθορά καί ἐξανθίζει ἡ ἀφθαρσία. Ὁ ΣΤΑΥΡΟΣ εἶναι, πραγματικά, «ὁ φύλαξ πάσης τῆς Οἰκουμένης, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τῶν πιστῶν τό κραταίωμα καί ἰσχυρότατον στήριγμα, τῶν ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα». 


Ὁ Ζωηφόρος Σταυρός εἶναι τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον,  ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα». Οἱ πιστοί ὁπλίζονται μέ τό ἰσχυρότατον ὅπλον τοῦ Σταυροῦ καί, μέ τή δύναμί του, ἐξέρχονται νικηταί στόν πνευματικό τους ἀγῶνα.  Ὁ ἱερός Δαμασκηνός,  ὑμνεῖ τόν Κύριον, πού μᾶς ἔδωκε τόν Τίμιον Σταυρόν, νά μᾶς ἐνισχύῃ καί ψάλλει: «Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ Διαβόλου, τόν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· Φρίττει γάρ καί τρέμει, μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν·  ὅτι νεκρούς ἀνιστᾶ καί θάνατον κατήργησε. Διά τοῦτο προσκυνοῦμεν, τήν ταφήν σου καί τήν Ἔγερσιν» (Τροπάριον τῶν αἴνων ἦχος πλ. Δ΄). Ὅταν  βαδίζουμε μέ τό Σταυρό στό χέρι, μέ Πίστι στό Χριστό, φρίττει καί τρέμει ὁ Διάβολος καί φεύγει μακριά μας, διότι δέν μπορεῖ νά ἀτενίσῃ τή δύναμι τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, στό μέσον τῆς τεσσαρακοστῆς(Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως)  προβάλλει εἰς Προσκύνησιν τόν Τίμιον Σταυρόν, εἰς ἐνίσχυσιν τῶν Πιστῶν. Ὁ Τίμιος Σταυρός, τό σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σημεῖον Ὀρθοῦ προσανατολισμοῦ, γιά κάθε Πιστό. Κάθε πιστός καλεῖται νά προσέρχεται συνειδητά καί νά προσκυνῇ τόν Τίμιον Σταυρόν καί νά ρυθμίζῃ τή συμπεριφορά του σύμφωνα, μέ τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἔχῃ Ὁδηγό τόν Σταυρόν. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ   νά βιώσουμε τή Σταυρική Θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στόν Λυτρωτή, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Δικῆς Του Ἀγάπης καί « νά ἀλλάξουμε ζωή» Καί μέ στραμμένο  τό βλέμμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ Σώματος στό Σταυρό τοῦ Σωτῆρος νά ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια Του καί, μέ πνεῦμα   αὐταπαρνήσεως καί αὐτοθυσίας, λόγῳ καί ἔργῳ, μέ πράξεις ἀγάπης νά δοξάζουμε τόν Θεόν, διότι Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ Βασιλεία, καί ἡ Δύναμις, ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ  δόξα εἰς τοῦς αἰῶνας των αἰώνων. ΑΜΗΝ.

«Τόν Σταυρόν Σου τόν Τίμιον, προσκυνοῦμεν Χριστέ, καί τήν Ἀνάστασίν Σου, ὑμνοῦμεν καί δοξάζομεν· τῷ γάρ μώλωπί Σου, ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν» (Τροπάριον Γ΄ ἤχου).

 


«Δεῦτε πάντα τά ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου τήν δύναμιν· Χριστός γάρ ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ὁ ἐν ἀρχῇ Λόγος, ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ».










Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

«ΣΗΜΕΡΟΝ ΧΑΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ»

«ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ».

 

Ὁ Κύριος  σκύβει ἀπό τά οὐράνια ὕψη τῆς θεϊκῆς Του Δόξης, ρίπτει, σπλαγχνικό, τό βλέμμα Του στή γῆ καί διεπιστώνει τήν κατάντια μας, τήν ἐξαθλίωσί μας, ἐξ αἰτίας τῆς Παρακοῆς.  Βλέπει τόν πόνο μας, ἀκούει τούς στεναγμούς μας καί ἀποφασίζει νά δώσῃ τέλος στά βάσανά μας. Καί «ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» ἐπραγματοποίησε τήν προαιώνιον Βουλήν Του, τήν λύτρωσιν τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἀποκαλύπτει ὁ Φιλάνθρωπος,  «τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον Μυστήριον», «τό κεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ»(Ρωμ. ια΄25. ιδ΄ 24. Ἐφεσ. γ΄9) Ἐξαποστέλλει τόν μονογενῆ Του Υἱόν στόν Κόσμον. Γεννᾶται ἐκ τῆς ἁγνῆς καί ἄχραντης Παρθένου, τῆς ταπεινῆς Μαριάμ, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.



Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία Πανηγυρίζει τήν ΚΕ΄ Μαρτίου τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Καί πραγματικά, ὅπως ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας, Σήμερον, ἡ Ἡμέρα  τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶναι χαρᾶς εὐαγγέλια. Εἶναι παρθενική Πανήγυρις. Ἡ ἁγνή, ἡ ἄσπιλη, ἡ ἀμόλυντη, ἡ ἄχραντη, ἡ ἁγνή, ἡ Παρθένος, εὑρέθη στά μάτια τοῦ Θεοῦ, «ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή», «ἡ Κεχαριτωμένη», ἡ μόνη ἄξια νά δεχθῇ στήν Παναγία της ψυχή τό ἅγιον Πνεῦμα, καί νά γεννήσῃ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν ΛΥΤΡΩΤΗ τοῦ σύμπαντος κόσμου, τήν «προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν», τόν Μεσσίαν, καί νά μείνῃ καί πάλιν Παρθένος, ἡ ἀειπάρθενος. Γι’αὐτό καί ἡ ἡμέρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ εἶναι Παρθενική Πανήγυρις. 

Τό Μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, εἶναι γεγονός «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν», ξεπερνάει τήν ἀνθρωπίνη λογική, δέν τό χωράει ὀ νοῦς μας. Προσεγγίζεται, ὅπως τονίζω πάντοτε, μόνον μέ τόν πυρήνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν. Μόνον ὁ πιστός ἀντιλαμβάνεται καί χαίρεται  «Χαρᾶς Εὐαγγέλια» καί μάλιστα κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητός τῆς καρδίας του. Διότι «Σέ ἀνθρώπους, πού  ἡ ἁμαρτία μιαίνει, κρυμμένη ἡ Θεότητά μου θά μένῃ». Μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ δέν ἐρευνῶνται, ἀποκαλύπτονται. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέγει ὅτι «Μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες παραπληκτήσομεν», Θά τρελλαθοῦμε.

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν καί τήν ἐξαγιάζει, τήν ἀφθαρτοποιεῖ. Ἔρχεται καί διαλύει τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό, μᾶς ἐνώνει μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας. Τά κάτω τοῖς ἄνω συνάπτεται. Ἑνώνει τά κάτω, τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια. Ὁ Ἀδάμ καινουργεῖται, γίνεται Νέος. Ὁ ἄνθρωπος «ἐν Χριστῷ» γίνεται «καινή κτίσις». Ἡ Εὔα  ἐλευθερώνεται ἀπό τήν λύπη, πού ἔζησε διά τῆς παρακοῆς, καί χαίρεται τή χαρά τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἀνθρώπίνη φύσις ἐξαγιάζεται, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς θεϊκῆς Του συγκαταβάσεως, γίνεται Ναός Θεοῦ. Θαυμάζουμε τό Μέγα Μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁ τρόπος, τό Πῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἄνθρωπος, τό Πῶς ἐκένωσεν ἑαυτόν, τό Πῶς ἔλαβε δούλου μορφήν, εἶναι ἄγνωστος. τό Μυστήριον αὐτό δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Ὁ τρόπος, τό Πῶς ἡ Παρθένος συνέλαβε, εἶναι ἄφραστος. Ἀδυνατεῖ ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά ἐκφράσῃ τόν τρόπον τῆς συλλήψεως. Εἷναι Μέγα Θαῦμα. Πιστεύομεν δέ ὅτι, «ὅπου  βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ  εἶναι λειτουργός τοῦ Θαύματος τῆς Θανθρωπείας. Παρθενική καί ἄξια  εἶναι ἡ γαστήρ, πού ὑποδέχεται τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.  Πνεῦμα Ἅγιον καταπέμπεται. Παραξενέυεται ἡ Παρθένος καί ἐρωτᾷ:

«Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καί ὁ Ἀρχάγγελος ἀποκρίνεται:   «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό τό γενόμενον ἅγιον κληθήσεται  υἱός Θεοῦ... ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα». Καί τότε ἡ παρθένος ὑποτάσσεται στό Θεῖον Θέλημα, λέγουσα: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμα σου» (πρβλ. Λουκ. α΄26-38).

Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας ἀπό τά ὕψη τῆς Θεότητός Του περιβάλλει μέ στοργή, μέ εὐμένεια, ἔκφράζει τήν ἄπειρη Ἀγάπη καί εὐσπλαγχνίαν Του, γιά τά πλάσματά Του.  Καί ἀποστέλλει τόν Υἱόν Του, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Ὁ ἱερός ὑμνωδός μᾶς καλεῖ  διά τῆς Πίστεως εἰς τόν  Χριστόν, ζῶντες «ἐν Αὐτῷ» καί δι αὐτοῦ  σωθέντες καί λέγει: Μαζί μέ τό Γαβριήλ, ἄς φωνάξουμε δυνατά καί ἄς ὑμνήσωμεν τήν Θεοτόκον:



Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά Σοῦ, εἶναι μαζί Σου. Σέ Σένα πανάχραντη, Παναγιά μου, Σέ Σένα ὀφείλομεν τήν σωτηρία μας. Χάρις στή δική Σου Ἁγιότητα ἔρχεται ὁ Χριστός στόν κόσμο καί προσλαμβάνει καί ἐξαγιάζει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, τήν ἐπαναφέρει καί τήν ἑνώνει μέ τόν ἑαυτόν Του. Παναγιά Σύ, Μεγαλόχαρη, μᾶς χάρισες τόν Χριστόν, τόν Προσωπικό μας Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Σύ, Πανάχραντε, τῇ μητρικῇ Σου παρρησίᾳ χρωμένη, δυσώπησον. Ἱκέτευε τόν Υἱόν Σου, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν. Μόνον διά τῶν πρεσβειῶν σου θά σωθοῦν οἱ ψυχές ὅλων ἡμῶν, τῶν ἐλεεινῶν  καί ἀναξίων. Παναγιά μου, σέ ἱκετεύομεν, πρέσβευε, Δέσποινα, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».

 «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τῆς Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τήν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καί ἡμεῖς σύν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ  τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά Σοῦ».

Πράγματι ἔρχεται ὁ Χριστός, γίνεται σέ ὅλους μας, Ὑπόδειγμα ὑπακοῆς,  στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὐπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς διδάσκει τό Πῶς θά διαφυλάξουμε τήν ἐλευθερίαν, ὡς τέκνα Θεοῦ.



 Ἡ 25η Μαρτίου ὅμως, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, εἶναι διπλῆ Γιορτή, διότι γιορτάζουμε, ὄχι μόνον τήν ἀπελευθέρωσί μας ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί τήν ἀπελευθέρωσί μας  ἀπό τήν ἐπάρατη Τουρκική δουλεία, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ  Ἡμέρα,  τῆς ἀποτινάξεως τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ, εἶναι Ἡμέρα ἀναβαπτισμοῦ, ἐθνικοῦ καί πνευματικοῦ, Ἡμέρα μνήμης καί Εὐγνωμοσύνης στό Θεό καί στή Μεγαλόχαρη, πού μᾶς χάρισαν τήν Ἐλευθερία. Εἷναι Ἡμέρα ΧΡΕΟΥΣ πρός τόν Θεόν καί πρός Ἐκείνους, πού θυσιάσθηκαν, «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστι τήν ἁγίαν καί γιά τῆς Πατρίδος τήν  Ἐλευθερίαν». Δέν πρέπει δέ ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι τήν Ἐλευθερία μας, τήν ὀφείλομε κατά κύριον λόγον στό Χριστό, πού ὅπλισε μέ θάρρος τούς ἀγωνιστές τοῦ Ἔθνους μας, καί στή Θεία Σκέπη τῆς Παναγίας Μητέρας Του, πού μᾶς σκέπαζε μέ τή Χάρι της, ὅπως πάντοτε, στό δίκαιο ἀγῶνα μας. Καί ΧΡΕΟΣ μας εἶναι  σύσσωμο τό Ἔθνος νά στέκεται πάντοτε, μέ εὐγνωμοσύνη,  νά εὐχαριστῇ τό Θεό καί  «τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό», τήν παναγία μας, στήν ὁποίαν καί ἀνήκουν τά νικητήρια. Νά ψάλλομε δέ πάντοτε, μέ τήν καρδιά μας, πρός τήν πάναγνη Παρθένον, ὕμνους Εὐχαριστίας:



« Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».




 


  

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

«ΤΟ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ».



«ΔΕΙΝΟΝ Η ΑΜΑΡΤΙΑ»

 

μαρτάνω,  σημαίνει ἐκτροχιάζομαι, βγαίνω ἀπό τά ὅριά μου, ξεστρατίζω, ξεφεύγω ἀπό τό δρόμο μου, ἐξέρχομαι τοῦ πρέποντος, τῆς εὐπρεπείας, βγαίνω ἔξω ἀπό τήν Ὁδό τῆς ζωῆς, ὅπως τό τρένο βγαίνει  ἔξω ἀπό τήν τριχιά του.

Ἁμαρτάνω σημαίνει παραβαίνω τόν ἠθικό νόμο, τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, διαπράττω παράβασιν τοῦ Θείου Νόμου. Ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἀστοχῶ, πλανῶμαι, ἐξέρχομαι τῶν ὁρίων τοῦ πρέποντος, δέν ἐπιτυγχάνω τό ὀρθόν.

Ἁμαρτία εἶναι ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἀποτυχία. Εἶναι θόλωσις τοῦ νοῦ, παράπτωμα, πλημμέλημα, ἀδίκημα, ἀθέμιτος πρᾶξις, παράβασις, παρακοή, στήν Ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ὁδηγεῖ στόν ψυχικό, τόν αἰώνιον χωρισμό ἀπό τό Θεό, στόν αἰώνιον Θάνατο. «Ἁμαρτία ἐστίν ἡ ἀνομία»(Α΄ Ἰωάν. γ΄ 4). Εἶναι παράβασις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει χωρισμό ἀπό τό Θεό, αἰώνιο θάνατο. Π.χ. τό προπατορικόν ἁμάρτημα. Διά τῆς παραβάσεως τῶν Ἐντολῶν ὁ ἁμαρτάνων ἐκτρέπεται ἀπό τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς, χάνει τό δρόμο του, τό δρόμο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνεται δοῦλος τῶν βρωμερῶν του Παθῶν. Κυριεύεται ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, τόν Ἑωσφορισμός, τό Φαρισαϊσμό, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν Υποκρισία καί βλάπτει θανάσιμα τήν ψυχοσωματική του Ὑγεία.

Εἶναι φανερόν ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθῇ ἀπό τά πάθη του, ἀπό «τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο (Ρωμ. η΄6-7), τότε ὁ Νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός  τῆς ψυχῆς, εἶναι πονηρός, ἄρρωστος καί ἁμαρτάνει, ἐκτροχιάζεται καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται στό σκοτάδι. Ὅταν ὅμως ὁ Νοῦς εἶναι ὑγιής, φωτίζει τά βήματά μας στό δρόμο τῆς ζωῆς,  στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, στό δρόμο ἀπό τό «κατ’εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὀμοίωσιν», στό δρόμο τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Ὁ Νοῦς ὁ ὑγιής, εἶναι φῶς. Εἶναι θυρωρός, πού προσέχει καί κλείνει τίς θυρίδες, δι’ ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, ὁ Θάνατος. Ὁ ὑγιής νοῦς εἶναι καλός ἠγεμών εἶναι προσηλωμένος στό Θεό, εὐγνωμονεῖ τόν Εὐεργέτη καί Δημιουργό του καί ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία. Τότε «νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει». Τηρεῖ τάς Ἐντολάς λατρεύει τόν Θεόν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά του καί ἀγαπᾷ τόν πλησίον ὡς ἐαυτόν. Ἀφιερώνει τή ζωή του εἰς τό εὐσεβῶς ζῆν, περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ, «καθώς πρέπει ἁγίοις». Ἀσκεῖται, γυμνάζεται εἰς εὐσέβειαν. Προσέχει εἰς τόν ἑαυτόν του καί ζῆ μέ τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ, διότι γνωρίζει καλά τό· «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» καί ἀποφεύγει τήν ἁμαρτίαν.



Εἶναι αὐτονόητον ὅτι πρός ἀποφυγεῖν τῆς ἁμαρτίας, χρειάζεται συνεχής ἄσκησις, γυμνασία εἰς εὐσέβειαν. Καί ὀ ἀγῶνας πρός ἀποφυγήν τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐπίπονος. Διότι, δυστυχῶς, ὁ θεόπλαστος ἄνθρωπος γεννιέται, μέ ἔμφυτον τήν ῥοπήν πρός τό Κακόν, πρός τήν ἁμαρτίαν (Concupiscentia). Τή ῥοπή αυτή τήν κληρονομεῖ ἀπό τούς προπάτορες, τούς πρώτους παραβάτες τῆς Ἐντολῆς. Οἱ Ἐντολές εἶναι ἔκφρασις τῆς ἄπειρης Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τά πλάσματά Του. Εἶναι Φῶς στό δρόμο τῆς Ζωῆς. Βοηθοῦν τόν ἄνθρωπον νά ἐργάζεται καί νά φυλάσσῃ τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τῆς Κοινωνίας μέ τόν Θεόν. Βοηθοῦν τόν ἄνθρωπον νά ἀποφεύγει κάθε τί, πού βλάπτει τήν ψυχοσωματική του ὑγεία. Εἶναι «ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον» καί προλέγουν ὅτι ἡ Παράβασις, ἡ παρακοή εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ψυχοσωματικός Θάνατος, ἐνῶ ἡ τήρησις, ἡ Ὑπακοή τῶν Ἐντολῶν  διαφυλάσσει τήν ψυχοσωματικήν  ὑγείαν, καί ὁδηγεῖ στήν ἐν Χριστῷ ζωήν καί χαρίζει τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν καί χαρίζει τήν αἰώνιον μακαριότητα.

Ἡ ἁμαρτία, χωρίζει ἀπό τό Θεό, στερεῖ τόν ἄνθρωπο τή Θεία Κοινωνία καί τόν ταλανίζει μέ κάθε εἴδους ἀσθένεια ψυχική καί σωματική. Ὁδηγεῖ εἰς τήν ἐσχάτην ἐξαθλίωσιν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες βροντοφωνάζουν ὅτι «ΔΕΙΝΟΝ Η ΑΜΑΡΤΙΑ». Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά ἀπαρνηθοῦμε τόν κακόν μας ἑαυτό, νά σταυρώσουμε τή σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις, νά νεκρώσουμε τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς καί ἔλθουμε κοντά Του, νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά μάθουμε ὅτι Αὐτός εἶναι πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί νά ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά Του, γιά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς νά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας καί νά διαφυλάξουμε τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι μᾶς καλοῦν νά ἀποφύγουμε τήν ἁμαρτίαν καί μᾶς συνιστοῦν νά τηροῦμε τάς Ἐντολάς. Τονίζουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία  καί ἡ Ὀρθοπραξία τῆς Ζωῆς εἶναι Ὑγεία, ἡ δέ παράβασις τῶν Ἐντολῶν, ἡ Ἀνορθοδοξία, εἶναι αἵρεσις, εἶναι ἀρρώστιαΠραγματικά εἶναι «δεινόν ἡ ἁμαρτία» διότι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, θάνατος»(Ρωμ. στ΄23). Καί «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ» (Α΄Κορινθ.ι΄12).



Ἐπειδή ὅμως ὁ Κύριος γνωρίζει καλά τό εὐόλισθον, τό ὀλισθηρόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Μᾶς ἐνθαρρύνει καί λέγει ὅτι ὅσες φορές κι’ ἄν πέσουμε σέ ἁμαρτία, καλόν νά σηκωθοῦμε, νά μετα-νοήσουμε καί νά σωθοῦμε. Μᾶς βεβαιώνει δέ, ὅτι μᾶς  δέχεται εἰλικρινά μετανοιωμένους καί γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» καί ὅτι ἔγινε γιά χάρι μας ἄνθρωπος. Ἦλθε γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους,  ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς  μετάνοιαν»  (Ματθ. θ΄13). Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν καί μᾶς παροτρύνουν, ἀμέσως, νά μετανοοῦμε εἰλικρινά, γιά τά λάθη μας, καί ὅπως, δυστυχῶς, συμβαίνει σήμερα, πού ὄχι μόνον δέν μετανοοῦν, ἀλλά καί καυχῶνται μερικοί, γιά τά ἀτοπήματά τους, χωρίς ἴχνος ντροπῆς. Νά μετανοοῦμαι, διότι δέ ὐπάρχει τίποτε πιό φοβερό ἀπό τήν ἁμαρτία, πού σωρεύει στή ζωή μας ὅλες τίς ψυχοσωματικές ἀρρώστιες. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος   λέγει ὅτι «Τό ἁμαρτάνειν, ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι, θεῖον». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος σχετικά λέγει ὅτι «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι». Ἡ ἀμετανοησία εἶναι τό φοβερότερο δεινόν.

ἄνθρωπος δέν ἔχει μόνον ἔμφυτον τήν ῥοπήν, πρός τήν ἁμαρτίαν, ἔχει καί ἔμφυτον τό Θεῖον ἐμφύσημα. Μέ καλή θέλησι, μπορεῖ, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, νά ξεριζώσῃ μέσα ἀπό τήν καρδιά του πᾶσαν κακίαν, προσέλθῃ κοντά στό Χριστό εἰλικρινά μετανοιωμένος, καί, μέ θερμή πίστι, νά ζητήσῃ τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν ἴασιν ἀπό τήν ἀσθένειαν, πού τοῦ ἐπέφερε ἡ ἁμαρτία.



Ὁ Παραλυτικός τῆς Καπερναούμ, παρέλυσε ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀλλά μετενόησε. Καί μέ τή βοήθεια τῶν δικῶν κατέφυγε στό Χριστό, μέ πίστι, ὑποδειγματικά,  θερμή, γιά νά ζητήσῃ τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τή θεραπεία του ἀπό τήν παράλυσι. Ὅταν ἔφθασε  στό σπίτι, πού δίδασκε ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσῃ, ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ. Εἶχε τόση λαχτάρα νά πλησιάσῃ τό Χριστό, ὥστε ξεσκέπασαν τήν σκεπήν εἰς τό μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ ἄνοιξαν τρύπαν, ἔρριψαν κάτω, μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ τό κρεββάτι, στό ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός. Ὁ Γλυκύς Ἰησοῦς εἶδε τήν πίστι τοῦ παραλυτικοῦ καί τήν πίστιν ἐκείνων, πού τόν ἔφεραν κοντά Του καί βράβευσε τήν Πίστιν τους. Ἀμέσως ξερίζωσε τήν αἰτία, πού τόν παρέλυσε καί εἶπε: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»(Μαρκ. β΄1-12). Θεράπευσε τόν παραλυτικό τῆς Καπερναούμ, ὅπως θεραπεύει κάθε εἰλικρινά μετανοιωμένο. Μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ ὠς παντοδύναμος καί θέλει, ὡς πανάγαθος νά μᾶς θεραπεύσῃ πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν, ἀρκεῖ νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του εἰλικρινά μεταοιωμένοι καί νά τοῦ ζητήσουμε νά μᾶς χαρίσῃ τήν ἄφεσιν καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ζήσουμε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμων ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ, ἀκολουθοῦντες τά ματωμένα Χνάρια Του καί ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. Αὐτόν προσκυνήσωμεν, Αὐτόν δοξολογήσωμεν, διότι Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ Βασιλεία, καί ἡ Δύναμις, ἡ τίμή τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας, ΑΜΗΝ.


 

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

«ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΩ ΑΛΛΗΝ, ΑΓΝΗ;»



«ΕΙΣ  ΣΕ ΜΟΝΗΝ ΕΛΠΙΖΩ».

 

ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καί καθαροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν ἡ τῶν φιλοθέων φιλοθεοτέρα καί τῶν Ἁγίων ἁγιωτέρα, ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν σεραφείμ, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου καί Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, εἶναι, μετά τόν Κύριό μας, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, ἡ Σκέπη τοῦ κόσμου, ἡ πλατυτέρα νεφέλης. Πολύ περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι  Ἕλληνες καθ’ ὅλην  τήν διαδρομήν τῆς ἐνδόξου Ἱστορίας μας ζήσαμε καί ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ζωντανή, στοργική Παρουσία καί προστασία τῆς «ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ».

Συντετριμμένη ξεχειλίζει ἡ ψυχή μου ἀπό εὐγνωμοσύνην πρός τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ φωτός, καί γονυκλινής, ἐνδεικτικά ἀναφέρω  τήν ζωντανή Παρουσία, Προστασία καί Σκέπη τῆς Θεοτόκου στίς νῖκες καί τούς θριάμβους τόσον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν Ἑλλήνων, μέχρι σήμερον.  Δικαίως δέ ἀναφέρω, ὅτι ὅλοι οἱ γνήσιοι Ἕλληνες νοιώθουμε ἀσφαλεῖς κάτω ἀπό τή στοργική της Σκέπη καί ἐκφράζοντες τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τήν ἄχραντη Μητέρα μας, ὁμολογοῦμεν ψάλλοντες:

«Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια,

Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,

Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε.

Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον,

Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον

Ἵνα κράζω σοι· ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ».

Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ἡ  στοργική Μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν καί μᾶς παραστέκει, μέ μητρική τρυφερότητα, στό κάθε μας Βῆμα. Μᾶς σκεπάζει, μέ τή χάρι της, στίς δύσκολες ὧρες. Ποιός ἀπό μᾶς καταφεύγει καί ζητεῖ, μέ Πίστι, τή βοήθειά της καί φεύγει ντροπιασμένος ἀπό κοντά της; Ἀπολύτως κανείς.  Ὅσοι ζητοῦμε τή  Χάρι της, δεχόμαστε τή βοήθειά της, τίς δωρεές της πάντοτε πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως. Μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς στηρίζει, μᾶς καθοδηγεῖ, μᾶς συμβουλεύει νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τό ζωοποιό λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς σκεπάζει μέ τή Χάρι της καί θεραπεύει κάθε μας ἀνημπόρια. Κάθε πιστός ἔχει προσωπικές ἐμπειρίες τῆς θείας Σκέπης καί προστασίας της. Γι’ αὐτό καί σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας, κραυγάζουμε :«Παναγιά μου». Δέν λέμε «Μάνα μου», ἀλλά «Παναγιά πρόφθασε... Λύτρωσέ μας ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀπό τόν πόνο, ἀπό τίς συμφορές, πού σωρεύουμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας!...» Καί ἡ «Μεγαλόχαρη» ἀκούει τίς προσευχές μας καί, ἀδιαλείπτως δέεται, γιά μᾶς. Σπεύδει, ἀπαλύνει τήν πόνο μας  καί θεραπεύει τίς ἀρρώστιες μας. Εἶναι τό ἀπάνεμο λιμάνι προστασίας, ὅλων ἐκείνων, πού καταφεύγουν στή χάρι της. Ἄς  τό ὁμολογήσει ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ. Ζωντανό παράδειγμα σκέπης καί προστασίας, ἀγαπητά μου παιδιά, εἶμαι καί ὀ ἄθλιος ἐγώ. Ἀναριθμητες φορές τό ἔχω ἀναφέρει γραπτῶς καί  προφορικῶς, ὅτι ἄν σήμερα ζῶ καί μπορῶ καί μιλάω, τό ὀφείλω  στήν ἄχραντη Παρθένο.

Εὐγνωμονῶν τήν Παρθένον, ὅπου σταθῶ, κι’ ὅπου βρεθῶ, κηρύττω τό Θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἐάν σιωπήσω, οἱ λίθοι κεκράξονται... Ἐάν σᾶς κουράζω, σᾶς ζητῶ συγγνώμη, ἀλλά δέν σταματῶ νά διηγοῦμαι τό Θαῦμα:  Ὅταν  παρουσιάσθηκε ὁ Ὄγκος στή γλῶσσα μου καί δέν μποροῦσα νά μιλήσω, ὁ χειροῦργος, στήν Ἀθηναϊκή Κλινική (ὁ κ. Χωματᾶς), μοῦ εἶπε: «Πάτερ μου, ἄν θέλῃς νά ζήσης, πρέπει νά ὐποβληθῇς σέ ριζική ἀφαίρεσι τοῦ Ὄγκου. Ἐγώ, σάν Γιατρός, θέλω νά ζήσῃς. Δέν μέ ἐνδιαφέρει, ἄν μπορῇς νά μιλᾶς. Αὔριο θά σᾶς χειρουργήσω». Ἐγώ δέν μποροῦσα νά ἀντέξω στήν ἰδέα ὅτι δέν θά μπορῶ νά κηρύττω τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ἄρχισα δακρύων, ὅλη ἐκείνη τή νύκτα, μαζί μέ μερικά πνευματικά μου παιδιά, νά παρακαλοῦμε τή «Μεγαλόχαρη». Μέ σπαραγμό ψυχῆς, νοερά, ψελίζοντας τῆς ἔλεγα: «Παναγιά μή ἐγκαταλείπῃς με, βοήθησέ με. Σέ παρακαλῶ, γλυκειά μου Παναγιά, Μητέρα τοῦ πόνου, ἀλλά καί τῆς Χαρᾶς, χρησιμοποίησε τή Μητρική Σου Παρρησία, δέου καί ἱκέτευε, τόν Υἱόν Σου καί Θεόν ἡμῶν, καί γιά μένα τόν πανάθλιο.  Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ Πανακής Ἰατρός». Παναγιά μου, πρέσβευε, μή ἐγκαταλείπῃς με !

«Πρεσβεία θερμή, καί τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιον, ἐκτενῶς βοῶμεν σοι· Θεοτόκε Δέσποινα, πρόφθασον, καί ἐκ κινδύνων λύτρωσε ἡμᾶς, ἡ μόνη ταχέως προστατεύουσα».

Παναγιά μου, θεράπευσε αὐτό τό κακό, πού τόσο μέ βασανίζει, βοήθησέ με, Παναγιά μου»!

«Δέσποινα πρόσδεξαι τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως».

«Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ· φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην σου».

Τήν ἄλλη μέρα πολύ πρωῒ ἔνοιωσα κάπως διαφορετικά. Καί ὅταν ἦλθε ὁ ἀναισθησιολόγος νά μέ ποετοιμάσῃ, γιά τό Χειρουργεῖο καί μέ ἀναζήτησε, ἐγώ ἀποκρίθηκα, μίλησα, ὁ Ὄγκος εἶχε συρρικνωθεῖ στό ἐλάχιστο. Ὁ Γιατρός παρεξενεύτηκε πού μπόρεσα καί μιλοῦσα. Φώναξε τό Χειροῦργο, ὁ ὁποῖος μέ ρώτησε: «Τί ἔκανες, Πάτερ;» «Παρεκάλεσα τήν Παναγία», τοῦ ἀποκρίθηκα. Καί ὁ Γιατρός μοῦ εἶπε· «Ἀναβάλλεται τό Χειρουργεῖο. « Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ σέ θεράπευσε, Πάτερ μου,  σοῦ ἔδωσε δέ  καί πιστοποιητικό  Καλοηθείας». Τό θαῦμα ἔγινε πρίν 40 χρόνια.

Γι’αὐτό καί δέν μπορῶ νά σιωπήσω καί συνεχῶς διακηρύττω τά μεγαλεῖα τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Μεγάλη εἶναι ἡ μητρική της Παρρησία. Ἄπειρη ἡ εὐσπλαγχνία της. Ἀναρίθμητα τά θαύματά της. Ποιός, ἀπό  μᾶς, μπορεῖ νά ἐγκωμιάσῃ «τήν μόνην ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή»;

«Καί τίς ἱκανός τοιοῦτον φράσαι μυστήριον; Ποῖον δέ φθέγξασθαι στόμα, ποῖα δέ γλῶσσα λαλῆσαι, περί τῆς  Μεγαλωνύμου Θεοτόκου; Αὕτη γάρ καί τάς τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις ἐξένισεν». Ἄφωνοι στέκονται μπροστά στή ΧΑΡΙ της οἱ Ἀπόστολοι, καί μεγάλοι Διδάσκαλοι καί οἱ Ὁμολογητές τῆς Πίστεως καί οἱ ’Αρχάγγελοι. Ἄφωνος στάθηκε καί ὁ Γαβριήλ καί ἔκθαμβος ἀναφώνησε:

«Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου, καί τό ὑπέρλαμπρον τό τῆς ἁγνείας σου, ὁ Γαβριήλ καταπλαγείς, ἐβόα σοι, Θεοτόκε, Ποῖον σοι ἐγκώμιον, προσαγάγω ἐπάξιον; Τί δέ ὀνομάσω σε; Ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι. Διό ὡς προσετάγην βοῶ σοι· ΧΑΙΡΕ, Η ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ».



Η ΠΑΝΑΓΙΑ, μετά τόν Κύριον,  εἶναι ἡ μόνη μας καταφυγή, Σκέπη καί προστασία. Γι’αὐτό καί σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας, στή Χάρι της καταφεύγουμε. Ποῦ ἀλλοῦ ; Καί καθημερινά ψελλίζουμε:

«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; Ποῦ προσφύγω; Ποῦ δέ καί σωθήσομαι; Τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου, καί ζάλαις οἴμοι!  κλονούμενος; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαῤῥῶ καί καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με».

 

«Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω λοιπόν καί σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν; Ποίαν θερμήν ἀντίληψιν; Ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσιν βοηθόν; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ μόνην καυχῶμαι, καί ἐπί σέ θαῤῥῶν κατέφυγον».

Εἴμαστε ἀνάξιοι καί ἀνίκανοι νά ἐγκωμιάσωμε τήν Παναγία Μητέρα μας. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ἡ Πανάχραντη καί πάναγνη Παρθένος, ὡς στοργική Μητέρα, ἀκούει καί τά ψελλίσματα τῶν νηπίων τέκνων της. Τήν εὐεργετική της Παρουσία, Σκέπη καί Προστασία, τή ζοῦμε καθημερινά οἱ Ἕλληνες  σάν πρόσωπα καί σάν Ἔθνος. Τό μόνον πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι, εὐγνωμονοῦντες, νά προσπαθοῦμε νά ἀκοῦμε τό ζωοποιό λόγο τοῦ Κυρίου καί νά χαίρεται ἡ Παναγιά, μέ τήν προκοπή μας, στίς ἀρετές. Δυστυχῶς ὅμως σήμερα, οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, δέν ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν συμπεριφορά μας, πικραίνουμε τήν Παναγία Μητέρα μας, ὥστε νά δακρύζουν ἀκόμη καί οἱ εἰκόνες της.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, μέ τή Χάρι της νά βελτιώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά, ὥστε νά χαίρεται ἡ «Μεγαλόχαρη». ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά μή πικραίνουμε τήν Παναγία Μητέρα μας. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

 

Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μου ΟΜΟΛΟΓΩ ὅτι δέν ἔχουμε παρρησία πρός τόν Κύριό μας, διά τά πολλά, τά ἀναρίθμητα παραπτώματά μας, γι’ αὐτό, μέ καρδίαν συντετριμμένη καί τεταπεινωμένην καταφεύγω κάτω ἀπό τήν Σκέπην Σου, Δέσποινά μου, καί Σέ ἱκετεύω. Σύ, Πάναγνε, τόν ἐκ Σοῦ γενηθέντα δυσώπησον, Θεοτόκε Παρθένε· πολλά γάρ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου. Μή παρίδῃς ἁμαρτωλῶν ἱκεσίας  ἡ Πάνσεμνος, διότι ὁ Κύριος, ὁ Γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος καί θέλει, ὡς Πανάγαθος, ὡς Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, νά μᾶς σώσῃ. Εἴμαστε σίγουροι, Παναγιά μου, γιατί ὁ Ἰησοῦς, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά δεινά, καταδέχθηκε καί ἔπαθε σαρκί, Ἐσταυρώθηκε, γιά μᾶς.



 Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, δέχου τήν Μητέρα Σου εἰς πρεσβείαν καί ἔρχου ταχύ. Μή βραδύνῃς, Μή  ἐγκαταλείπῃς, τά πλάσματά Σου! Τά πρόβατά Σου, Κύριε, καθημερινά σφαγιάζονται. Ὁδηγοῦν ἀδελφοί ἀδελφούς εἰς Θάνατον καί πατέρες,  τέκνα. Θεριεύει ὁ Ἐγωϊσμός καί πολεμοῦν τἀδέλφια μεταξύ τους.  Ταῖς πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Σου μητρός σπεῦσον, Κύριε, καί λύτρωσε ἡμᾶς. Κατάπαυσε τούς πολέμους καί εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν. Σύ, Κύριε, ὁ Ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, ἐλθέ ταχύ! Ἐλέησον ἡμᾶς καί τόν κόσμον σου καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν ὡς Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος καί Ἐλεήμων Θεός. Ἄκουσε Κύριε τήν προσευχήν μου, καί ἀξίωσέ μας νά σέ ὑμνοῦμε, ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ, ἀσιγήτως δέ , νά Σέ δοξολογοῦμε, διότι  Σέ Σένα , σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ δόξα, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.