«ΔΕΙΝΟΝ Η ΑΜΑΡΤΙΑ»
Ἁμαρτάνω, σημαίνει
ἐκτροχιάζομαι, βγαίνω ἀπό τά ὅριά μου, ξεστρατίζω, ξεφεύγω ἀπό τό δρόμο
μου, ἐξέρχομαι τοῦ πρέποντος, τῆς εὐπρεπείας, βγαίνω ἔξω ἀπό τήν Ὁδό τῆς ζωῆς, ὅπως
τό τρένο βγαίνει ἔξω ἀπό τήν τριχιά του.
Ἁμαρτάνω σημαίνει παραβαίνω τόν ἠθικό
νόμο, τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, διαπράττω παράβασιν τοῦ Θείου Νόμου. Ἀποτυγχάνω τοῦ
σκοποῦ, ἀστοχῶ, πλανῶμαι, ἐξέρχομαι τῶν ὁρίων τοῦ πρέποντος, δέν ἐπιτυγχάνω τό ὀρθόν.
Ἡ Ἁμαρτία εἶναι ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἀποτυχία. Εἶναι
θόλωσις τοῦ νοῦ, παράπτωμα, πλημμέλημα, ἀδίκημα, ἀθέμιτος πρᾶξις, παράβασις,
παρακοή, στήν Ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ὁδηγεῖ στόν ψυχικό, τόν αἰώνιον χωρισμό ἀπό
τό Θεό, στόν αἰώνιον Θάνατο. «Ἁμαρτία ἐστίν ἡ ἀνομία»(Α΄ Ἰωάν. γ΄ 4). Εἶναι παράβασις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει
χωρισμό ἀπό τό Θεό, αἰώνιο θάνατο. Π.χ. τό προπατορικόν ἁμάρτημα. Διά τῆς
παραβάσεως τῶν Ἐντολῶν ὁ ἁμαρτάνων ἐκτρέπεται ἀπό τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς, χάνει τό
δρόμο του, τό δρόμο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον, μέ ἀποτέλεσμα
νά γίνεται δοῦλος τῶν βρωμερῶν του Παθῶν. Κυριεύεται ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, τόν Ἑωσφορισμός,
τό Φαρισαϊσμό, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν Υποκρισία καί βλάπτει θανάσιμα
τήν ψυχοσωματική του Ὑγεία.
Εἶναι φανερόν ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθῇ ἀπό τά πάθη του, ἀπό «τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο (Ρωμ. η΄6-7), τότε ὁ Νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, εἶναι πονηρός, ἄρρωστος καί ἁμαρτάνει, ἐκτροχιάζεται καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται στό σκοτάδι. Ὅταν ὅμως ὁ Νοῦς εἶναι ὑγιής, φωτίζει τά βήματά μας στό δρόμο τῆς ζωῆς, στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, στό δρόμο ἀπό τό «κατ’εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὀμοίωσιν», στό δρόμο τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Ὁ Νοῦς ὁ ὑγιής, εἶναι φῶς. Εἶναι θυρωρός, πού προσέχει καί κλείνει τίς θυρίδες, δι’ ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, ὁ Θάνατος. Ὁ ὑγιής νοῦς εἶναι καλός ἠγεμών εἶναι προσηλωμένος στό Θεό, εὐγνωμονεῖ τόν Εὐεργέτη καί Δημιουργό του καί ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία. Τότε «νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει». Τηρεῖ τάς Ἐντολάς λατρεύει τόν Θεόν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά του καί ἀγαπᾷ τόν πλησίον ὡς ἐαυτόν. Ἀφιερώνει τή ζωή του εἰς τό εὐσεβῶς ζῆν, περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ, «καθώς πρέπει ἁγίοις». Ἀσκεῖται, γυμνάζεται εἰς εὐσέβειαν. Προσέχει εἰς τόν ἑαυτόν του καί ζῆ μέ τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ, διότι γνωρίζει καλά τό· «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» καί ἀποφεύγει τήν ἁμαρτίαν.
Εἶναι αὐτονόητον ὅτι πρός ἀποφυγεῖν τῆς
ἁμαρτίας, χρειάζεται συνεχής ἄσκησις, γυμνασία εἰς εὐσέβειαν. Καί ὀ ἀγῶνας πρός
ἀποφυγήν τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐπίπονος. Διότι, δυστυχῶς, ὁ θεόπλαστος ἄνθρωπος
γεννιέται, μέ ἔμφυτον τήν ῥοπήν πρός τό Κακόν, πρός τήν ἁμαρτίαν (Concupiscentia). Τή ῥοπή αυτή τήν κληρονομεῖ ἀπό τούς προπάτορες, τούς
πρώτους παραβάτες τῆς Ἐντολῆς. Οἱ Ἐντολές εἶναι ἔκφρασις τῆς ἄπειρης Ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, γιά τά πλάσματά Του. Εἶναι Φῶς στό δρόμο τῆς Ζωῆς. Βοηθοῦν τόν ἄνθρωπον
νά ἐργάζεται καί νά φυλάσσῃ τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τῆς Κοινωνίας μέ τόν Θεόν.
Βοηθοῦν τόν ἄνθρωπον νά ἀποφεύγει κάθε τί, πού βλάπτει τήν ψυχοσωματική του ὑγεία.
Εἶναι «ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον» καί προλέγουν ὅτι ἡ Παράβασις, ἡ παρακοή εἶναι ἀρρώστια,
εἶναι ψυχοσωματικός Θάνατος, ἐνῶ ἡ τήρησις, ἡ Ὑπακοή τῶν Ἐντολῶν
διαφυλάσσει τήν ψυχοσωματικήν ὑγείαν, καί ὁδηγεῖ στήν ἐν
Χριστῷ ζωήν καί χαρίζει τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου
κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν καί χαρίζει τήν αἰώνιον
μακαριότητα.
Ἡ ἁμαρτία, χωρίζει ἀπό τό Θεό, στερεῖ τόν ἄνθρωπο
τή Θεία Κοινωνία καί τόν ταλανίζει μέ κάθε εἴδους ἀσθένεια ψυχική καί σωματική.
Ὁδηγεῖ εἰς τήν ἐσχάτην ἐξαθλίωσιν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες βροντοφωνάζουν ὅτι «ΔΕΙΝΟΝ
Η ΑΜΑΡΤΙΑ». Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά ἀπαρνηθοῦμε τόν κακόν μας ἑαυτό, νά
σταυρώσουμε τή σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις, νά νεκρώσουμε τά
μέλη τά ἐπί τῆς γῆς καί ἔλθουμε κοντά Του, νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά μάθουμε ὅτι
Αὐτός εἶναι πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί νά ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά
Του, γιά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς νά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας καί νά
διαφυλάξουμε τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι μᾶς καλοῦν νά ἀποφύγουμε τήν ἁμαρτίαν καί μᾶς συνιστοῦν νά τηροῦμε τάς Ἐντολάς. Τονίζουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ Ὀρθοπραξία τῆς Ζωῆς εἶναι Ὑγεία, ἡ δέ παράβασις τῶν Ἐντολῶν, ἡ Ἀνορθοδοξία, εἶναι αἵρεσις, εἶναι ἀρρώστια. Πραγματικά εἶναι «δεινόν ἡ ἁμαρτία» διότι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, θάνατος»(Ρωμ. στ΄23). Καί «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ» (Α΄Κορινθ.ι΄12).
Ἐπειδή ὅμως ὁ Κύριος γνωρίζει καλά τό εὐόλισθον, τό ὀλισθηρόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Μᾶς ἐνθαρρύνει καί λέγει ὅτι ὅσες φορές κι’ ἄν πέσουμε σέ ἁμαρτία, καλόν νά σηκωθοῦμε, νά μετα-νοήσουμε καί νά σωθοῦμε. Μᾶς βεβαιώνει δέ, ὅτι μᾶς δέχεται εἰλικρινά μετανοιωμένους καί γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» καί ὅτι ἔγινε γιά χάρι μας ἄνθρωπος. Ἦλθε γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ΄13). Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν καί μᾶς παροτρύνουν, ἀμέσως, νά μετανοοῦμε εἰλικρινά, γιά τά λάθη μας, καί ὅπως, δυστυχῶς, συμβαίνει σήμερα, πού ὄχι μόνον δέν μετανοοῦν, ἀλλά καί καυχῶνται μερικοί, γιά τά ἀτοπήματά τους, χωρίς ἴχνος ντροπῆς. Νά μετανοοῦμαι, διότι δέ ὐπάρχει τίποτε πιό φοβερό ἀπό τήν ἁμαρτία, πού σωρεύει στή ζωή μας ὅλες τίς ψυχοσωματικές ἀρρώστιες. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «Τό ἁμαρτάνειν, ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι, θεῖον». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος σχετικά λέγει ὅτι «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι». Ἡ ἀμετανοησία εἶναι τό φοβερότερο δεινόν.
Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μόνον ἔμφυτον τήν ῥοπήν, πρός τήν ἁμαρτίαν,
ἔχει καί ἔμφυτον τό Θεῖον ἐμφύσημα. Μέ καλή θέλησι, μπορεῖ, μέ τή
χάρι τοῦ Θεοῦ, νά ξεριζώσῃ μέσα ἀπό τήν καρδιά του πᾶσαν κακίαν, προσέλθῃ κοντά
στό Χριστό εἰλικρινά μετανοιωμένος, καί, μέ θερμή πίστι, νά ζητήσῃ τήν ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν ἴασιν ἀπό τήν ἀσθένειαν, πού τοῦ ἐπέφερε
ἡ ἁμαρτία.
Ὁ Παραλυτικός τῆς Καπερναούμ, παρέλυσε ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀλλά μετενόησε. Καί μέ τή βοήθεια τῶν δικῶν κατέφυγε στό Χριστό, μέ πίστι, ὑποδειγματικά, θερμή, γιά νά ζητήσῃ τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τή θεραπεία του ἀπό τήν παράλυσι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι, πού δίδασκε ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσῃ, ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ. Εἶχε τόση λαχτάρα νά πλησιάσῃ τό Χριστό, ὥστε ξεσκέπασαν τήν σκεπήν εἰς τό μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Κύριος καί, ἀφοῦ ἄνοιξαν τρύπαν, ἔρριψαν κάτω, μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ τό κρεββάτι, στό ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός. Ὁ Γλυκύς Ἰησοῦς εἶδε τήν πίστι τοῦ παραλυτικοῦ καί τήν πίστιν ἐκείνων, πού τόν ἔφεραν κοντά Του καί βράβευσε τήν Πίστιν τους. Ἀμέσως ξερίζωσε τήν αἰτία, πού τόν παρέλυσε καί εἶπε: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»(Μαρκ. β΄1-12). Θεράπευσε τόν παραλυτικό τῆς Καπερναούμ, ὅπως θεραπεύει κάθε εἰλικρινά μετανοιωμένο. Μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ ὠς παντοδύναμος καί θέλει, ὡς πανάγαθος νά μᾶς θεραπεύσῃ πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν, ἀρκεῖ νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του εἰλικρινά μεταοιωμένοι καί νά τοῦ ζητήσουμε νά μᾶς χαρίσῃ τήν ἄφεσιν καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ζήσουμε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμων ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ, ἀκολουθοῦντες τά ματωμένα Χνάρια Του καί ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. Αὐτόν προσκυνήσωμεν, Αὐτόν δοξολογήσωμεν, διότι Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ Βασιλεία, καί ἡ Δύναμις, ἡ τίμή τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας, ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου