«ΕΙΣ
ΣΕ ΜΟΝΗΝ ΕΛΠΙΖΩ».
Ἡ ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καί
καθαροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν ἡ τῶν φιλοθέων φιλοθεοτέρα καί τῶν Ἁγίων ἁγιωτέρα,
ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν σεραφείμ, ἡ Μητέρα τοῦ
Κυρίου καί Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, εἶναι, μετά τόν Κύριό μας,
τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, ἡ Σκέπη τοῦ
κόσμου, ἡ πλατυτέρα νεφέλης. Πολύ περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καθ’ ὅλην τήν διαδρομήν τῆς ἐνδόξου Ἱστορίας μας ζήσαμε
καί ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ζωντανή, στοργική Παρουσία καί προστασία τῆς
«ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ».
Συντετριμμένη ξεχειλίζει ἡ ψυχή μου ἀπό
εὐγνωμοσύνην πρός τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ φωτός, καί γονυκλινής, ἐνδεικτικά
ἀναφέρω τήν ζωντανή Παρουσία,
Προστασία καί Σκέπη τῆς Θεοτόκου στίς νῖκες καί τούς θριάμβους τόσον τῆς
Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν Ἑλλήνων, μέχρι σήμερον. Δικαίως δέ ἀναφέρω, ὅτι ὅλοι οἱ
γνήσιοι Ἕλληνες νοιώθουμε ἀσφαλεῖς κάτω ἀπό τή στοργική της Σκέπη καί ἐκφράζοντες
τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τήν ἄχραντη Μητέρα μας, ὁμολογοῦμεν ψάλλοντες:
«Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον
Ἵνα κράζω σοι· ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ
ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ».
Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ἡ στοργική Μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν καί μᾶς παραστέκει, μέ μητρική τρυφερότητα, στό κάθε μας Βῆμα. Μᾶς σκεπάζει, μέ τή χάρι της, στίς δύσκολες ὧρες. Ποιός ἀπό μᾶς καταφεύγει καί ζητεῖ, μέ Πίστι, τή βοήθειά της καί φεύγει ντροπιασμένος ἀπό κοντά της; Ἀπολύτως κανείς. Ὅσοι ζητοῦμε τή Χάρι της, δεχόμαστε τή βοήθειά της, τίς δωρεές της πάντοτε πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως. Μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς στηρίζει, μᾶς καθοδηγεῖ, μᾶς συμβουλεύει νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τό ζωοποιό λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς σκεπάζει μέ τή Χάρι της καί θεραπεύει κάθε μας ἀνημπόρια. Κάθε πιστός ἔχει προσωπικές ἐμπειρίες τῆς θείας Σκέπης καί προστασίας της. Γι’ αὐτό καί σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας, κραυγάζουμε :«Παναγιά μου». Δέν λέμε «Μάνα μου», ἀλλά «Παναγιά πρόφθασε... Λύτρωσέ μας ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀπό τόν πόνο, ἀπό τίς συμφορές, πού σωρεύουμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας!...» Καί ἡ «Μεγαλόχαρη» ἀκούει τίς προσευχές μας καί, ἀδιαλείπτως δέεται, γιά μᾶς. Σπεύδει, ἀπαλύνει τήν πόνο μας καί θεραπεύει τίς ἀρρώστιες μας. Εἶναι τό ἀπάνεμο λιμάνι προστασίας, ὅλων ἐκείνων, πού καταφεύγουν στή χάρι της. Ἄς τό ὁμολογήσει ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ. Ζωντανό παράδειγμα σκέπης καί προστασίας, ἀγαπητά μου παιδιά, εἶμαι καί ὀ ἄθλιος ἐγώ. Ἀναριθμητες φορές τό ἔχω ἀναφέρει γραπτῶς καί προφορικῶς, ὅτι ἄν σήμερα ζῶ καί μπορῶ καί μιλάω, τό ὀφείλω στήν ἄχραντη Παρθένο.
Εὐγνωμονῶν τήν Παρθένον, ὅπου σταθῶ, κι’ ὅπου βρεθῶ, κηρύττω τό Θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἐάν σιωπήσω, οἱ λίθοι κεκράξονται... Ἐάν σᾶς κουράζω, σᾶς ζητῶ συγγνώμη, ἀλλά δέν σταματῶ νά διηγοῦμαι τό Θαῦμα: Ὅταν παρουσιάσθηκε ὁ Ὄγκος στή γλῶσσα μου καί δέν μποροῦσα νά μιλήσω, ὁ χειροῦργος, στήν Ἀθηναϊκή Κλινική (ὁ κ. Χωματᾶς), μοῦ εἶπε: «Πάτερ μου, ἄν θέλῃς νά ζήσης, πρέπει νά ὐποβληθῇς σέ ριζική ἀφαίρεσι τοῦ Ὄγκου. Ἐγώ, σάν Γιατρός, θέλω νά ζήσῃς. Δέν μέ ἐνδιαφέρει, ἄν μπορῇς νά μιλᾶς. Αὔριο θά σᾶς χειρουργήσω». Ἐγώ δέν μποροῦσα νά ἀντέξω στήν ἰδέα ὅτι δέν θά μπορῶ νά κηρύττω τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ἄρχισα δακρύων, ὅλη ἐκείνη τή νύκτα, μαζί μέ μερικά πνευματικά μου παιδιά, νά παρακαλοῦμε τή «Μεγαλόχαρη». Μέ σπαραγμό ψυχῆς, νοερά, ψελίζοντας τῆς ἔλεγα: «Παναγιά μή ἐγκαταλείπῃς με, βοήθησέ με. Σέ παρακαλῶ, γλυκειά μου Παναγιά, Μητέρα τοῦ πόνου, ἀλλά καί τῆς Χαρᾶς, χρησιμοποίησε τή Μητρική Σου Παρρησία, δέου καί ἱκέτευε, τόν Υἱόν Σου καί Θεόν ἡμῶν, καί γιά μένα τόν πανάθλιο. Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ Πανακής Ἰατρός». Παναγιά μου, πρέσβευε, μή ἐγκαταλείπῃς με !
«Πρεσβεία θερμή, καί τεῖχος ἀπροσμάχητον,
ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιον, ἐκτενῶς βοῶμεν σοι· Θεοτόκε Δέσποινα,
πρόφθασον, καί ἐκ κινδύνων λύτρωσε ἡμᾶς, ἡ μόνη ταχέως προστατεύουσα».
Παναγιά μου, θεράπευσε αὐτό τό κακό,
πού τόσο μέ βασανίζει, βοήθησέ με, Παναγιά μου»!
«Δέσποινα πρόσδεξαι τάς δεήσεις τῶν
δούλων σου, καί λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως».
«Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι,
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ· φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην σου».
Τήν ἄλλη μέρα πολύ πρωῒ ἔνοιωσα κάπως
διαφορετικά. Καί ὅταν ἦλθε ὁ ἀναισθησιολόγος νά μέ ποετοιμάσῃ, γιά τό Χειρουργεῖο
καί μέ ἀναζήτησε, ἐγώ ἀποκρίθηκα, μίλησα, ὁ Ὄγκος εἶχε συρρικνωθεῖ
στό ἐλάχιστο. Ὁ Γιατρός παρεξενεύτηκε πού μπόρεσα καί μιλοῦσα. Φώναξε τό Χειροῦργο,
ὁ ὁποῖος μέ ρώτησε: «Τί ἔκανες, Πάτερ;» «Παρεκάλεσα τήν Παναγία», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί ὁ Γιατρός μοῦ εἶπε· «Ἀναβάλλεται τό Χειρουργεῖο. « Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ σέ
θεράπευσε, Πάτερ μου, σοῦ ἔδωσε δέ καί πιστοποιητικό Καλοηθείας». Τό θαῦμα ἔγινε πρίν 40 χρόνια.
Γι’αὐτό καί δέν μπορῶ νά σιωπήσω καί
συνεχῶς διακηρύττω τά μεγαλεῖα τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου
μας. Μεγάλη εἶναι ἡ μητρική της Παρρησία. Ἄπειρη ἡ εὐσπλαγχνία της. Ἀναρίθμητα
τά θαύματά της. Ποιός, ἀπό μᾶς,
μπορεῖ νά ἐγκωμιάσῃ «τήν μόνην ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή»;
«Καί τίς ἱκανός τοιοῦτον φράσαι
μυστήριον; Ποῖον δέ φθέγξασθαι στόμα, ποῖα δέ γλῶσσα λαλῆσαι, περί τῆς Μεγαλωνύμου Θεοτόκου; Αὕτη γάρ καί τάς τῶν οὐρανῶν
Δυνάμεις ἐξένισεν». Ἄφωνοι
στέκονται μπροστά στή ΧΑΡΙ της οἱ Ἀπόστολοι, καί μεγάλοι Διδάσκαλοι καί οἱ Ὁμολογητές
τῆς Πίστεως καί οἱ ’Αρχάγγελοι. Ἄφωνος στάθηκε καί ὁ Γαβριήλ καί ἔκθαμβος ἀναφώνησε:
«Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου, καί τό ὑπέρλαμπρον τό τῆς ἁγνείας σου, ὁ Γαβριήλ καταπλαγείς, ἐβόα σοι, Θεοτόκε, Ποῖον σοι ἐγκώμιον, προσαγάγω ἐπάξιον; Τί δέ ὀνομάσω σε; Ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι. Διό ὡς προσετάγην βοῶ σοι· ΧΑΙΡΕ, Η ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ».
Η ΠΑΝΑΓΙΑ, μετά τόν Κύριον, εἶναι ἡ μόνη μας καταφυγή, Σκέπη καί προστασία. Γι’αὐτό καί σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας, στή Χάρι της καταφεύγουμε. Ποῦ ἀλλοῦ ; Καί καθημερινά ψελλίζουμε:
«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν;
Ποῦ προσφύγω; Ποῦ δέ καί σωθήσομαι; Τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου, καί
ζάλαις οἴμοι! κλονούμενος; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω,
καί θαῤῥῶ καί καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με».
«Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; Ποῦ
προσδράμω λοιπόν καί σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν; Ποίαν
θερμήν ἀντίληψιν; Ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσιν βοηθόν; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ
μόνην καυχῶμαι, καί ἐπί σέ θαῤῥῶν κατέφυγον».
Εἴμαστε ἀνάξιοι καί ἀνίκανοι νά ἐγκωμιάσωμε τήν Παναγία Μητέρα μας. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ἡ Πανάχραντη καί πάναγνη Παρθένος, ὡς στοργική Μητέρα, ἀκούει καί τά ψελλίσματα τῶν νηπίων τέκνων της. Τήν εὐεργετική της Παρουσία, Σκέπη καί Προστασία, τή ζοῦμε καθημερινά οἱ Ἕλληνες σάν πρόσωπα καί σάν Ἔθνος. Τό μόνον πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι, εὐγνωμονοῦντες, νά προσπαθοῦμε νά ἀκοῦμε τό ζωοποιό λόγο τοῦ Κυρίου καί νά χαίρεται ἡ Παναγιά, μέ τήν προκοπή μας, στίς ἀρετές. Δυστυχῶς ὅμως σήμερα, οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, δέν ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν συμπεριφορά μας, πικραίνουμε τήν Παναγία Μητέρα μας, ὥστε νά δακρύζουν ἀκόμη καί οἱ εἰκόνες της.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, μέ τή Χάρι της νά
βελτιώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά, ὥστε νά
χαίρεται ἡ «Μεγαλόχαρη». ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά
μή πικραίνουμε τήν Παναγία Μητέρα μας. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιον
τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μου ΟΜΟΛΟΓΩ ὅτι δέν ἔχουμε παρρησία πρός τόν Κύριό μας, διά τά πολλά, τά ἀναρίθμητα παραπτώματά μας, γι’ αὐτό, μέ καρδίαν συντετριμμένη καί τεταπεινωμένην καταφεύγω κάτω ἀπό τήν Σκέπην Σου, Δέσποινά μου, καί Σέ ἱκετεύω. Σύ, Πάναγνε, τόν ἐκ Σοῦ γενηθέντα δυσώπησον, Θεοτόκε Παρθένε· πολλά γάρ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου. Μή παρίδῃς ἁμαρτωλῶν ἱκεσίας ἡ Πάνσεμνος, διότι ὁ Κύριος, ὁ Γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος καί θέλει, ὡς Πανάγαθος, ὡς Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, νά μᾶς σώσῃ. Εἴμαστε σίγουροι, Παναγιά μου, γιατί ὁ Ἰησοῦς, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά δεινά, καταδέχθηκε καί ἔπαθε σαρκί, Ἐσταυρώθηκε, γιά μᾶς.
ΑΜΗΝ. ΓΕΝΟΙΤΟ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφή