Ο ΠΑΝΤΙΜΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ,
ΧΑΘΗΚΕ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ.
Ἐξέπεσε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ Ἑωσφόρος,
διά τήν ἔπαρσιν.
Καί ὁ
Ἀδάμ ἔχασε τόν Παράδεισον, διά τῆς παρακοῆς.
Ὁ πάνσοφος καί Φιλανθρωπος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν, μέ νοῦν καί ἐλευθερίαν καί ἀπό τήν ἀρχήν τῆς δημιουργίας φυτεύει τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, γιά ὅλα τά πλάσματά του, μέ τήν ἐντολήν ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Τί εἶναι ὁ Παράδεισος, τόν ὁποῖον καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται καί νά φυλάσσῃ νά μή τόν χάσει; Παράδεισος εἶναι ἡ μυστική, ἐσωτερική, πνευματική σχέσις, κοινωνία, συνομιλία καί ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του.
Ἐργασία εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ Χαρίσματος τῆς Διακρίσεως τοῦ ἀνθρώπου, πρός διαφύλαξιν τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ πλάσματος, μέ τόν Πλάστην καί Κύριον. Ἡ Τήρησις τῆς Ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα, εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἀγάπης, τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ πλάσματος πρός τόν Θεόν, τόν Εὐεργέτην καί Κύριον. Ἡ Ἐντολή εἶναι ἔκφρασις τῆς Πατρικῆς στοργῆς, πού φωτίζει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό «καθ’ὁμοίωσιν». Εἶναι «ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον», ὥστε νά συνειδητοποιήσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ Ὑπακοή εἰς τό Θεῖον Θέλημα Ἑνώνει τό πλᾶσμα μέ τόν Πλάστην, διαφυλάσσει τόν Παράδεισον, τήν ἀδιάλειπτον σχέσιν, κοινωνίαν καί ἕνωσιν τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστην καί Χαρίζει τήν αἰώνιον καί ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, τήν αἰώνιον μακαριότητα. Ἐνῷ ἡ Παρακοή εἰς τό Θεῖον Θέλημα Χωρίζει τό πλᾶσμα ἀπό τόν Πλάστην. Διότι εἶναι ἀπόδειξις ὅτι δέν ὑπάρχει Ἀγάπη τοῦ πλάσματος, πρός τόν Θεόν, δέν ὑπάρχει ἀφοσίωσι καί εὐγνωμοσύνη πρός τόν Εὐεργέτην. Ἡ Ἐντολή εἶναι τό σημεῖον τοῦ Ὀρθοῦ Προσανατολισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ὑπακοῆς διαφυλάσσει τόν Παράδεισον, ἐνῷ διά τῆς Παρακοῆς, μέ τή θέλησί του, ἐξέρχεται τοῦ Παραδείσου, χάνει τήν ἐπικοινωνία, χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν καί εὐρίσκεται εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπην, χωρίς σκοπόν, χωρίς περιεχόμενον, ἐμπήγεται δέ εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, δίδει τήν Ἐντολήν, ὡς Ὁδηγόν τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ζωήν. Διά τῆς Ἐντολῆς προγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ Ὑπακοή εἶναι ζωή καί ἡ Παρακοή εἶναι Θάνατος. Καί ἑπομένως ὁ ἴδιος ἀποφασίζει καί ἐκλέγει τή ζωή ἤ τό Θάνατο.
Καθημερινά ὅμως, δυστυχῶς, διαπιστώνουμε, ὅτι, ὅπως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι καί οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, ἀσυλλόγιστα, «χωρίς λύπην, χωρίς περίσκεψι, χωρίς αἰδώ», κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, πού μᾶς χάρισε ὁ Πανάγαθος Θεός, γιά νά μποροῦμε νἄμαστε ἐνωμένοι μαζί Του, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, καί ἔτσι χάνουμε τή μακαριότητα καί κάνουμε τή ζωή μας Κόλασι, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία.
Ὁ Θεός ἑτοίμασε Παράδεισο, γιά μᾶς, ἀπό
τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας, κι’ ἐμεῖς, χωρίς περίσκεψι, μετουσιώνουμε τόν
Παράδεισο, σέ Χοιροστάσι.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας ἀναφέρει τό
παράπονον τοῦ Δημιουργοῦ, πού, μέ πικρία, λέγει: «Δύο καί πονηρά ἐποίησεν ὁ λαό
μου· ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους
συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν»(Ἱερεμ. β΄13).
Καί πραγματικά ἀφήνουμε τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὑδατος, τήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀθανασίας, καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια» τῆς ἀποστασίας. Ορύσσουμε, «λάκκους συντετριμένους», δηλ. στέρνες πού δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν νερό.
Χάνουμε τόν Παράδεισο. Πᾶς ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς
Παρακοῆς, ἀπεκδύεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς.
Γυμνός τῆς Χάριτος, ἀπό κακή δική του θέλησι, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι «ἔρραψαν
φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα»(Γενέσ. γ΄7), ἔτσι καί ὁ καθένας ἀπό
μᾶς ντυμένος «τόν κνησμό», τίς τύψεις, τόν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως καί μακράν ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, εἰς τήν ἀπέναντι
τοῦ Παραδείσου γῆν, ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καί τριβόλων, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ»
ὀδυνᾶται καί θρηνεῖ τήν ἀπώλειαν τῆς
κοινωνίας του μέ τόν Θεόν. Ὁ Θεός μακροθυμεῖ, ἐνδύει τόν ἄνθρωπον μέ «δερματίνους χιτώνας» , μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Προεξαγγέλλει τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος(Πρωτευαγγέλιον. Γενέσ. γ΄ 15 ) καί ἐγκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου γῆν(Γενέσ, γ΄24).
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Παρακοῆς τί ἀποκομίζει
«ζῶν ἀσώτως», μακράν τοῦ Θεοῦ; Τί κερδίζει βόσκειν χοίρους. καί ἐπιθυμῶν
γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἐκ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι; Ἔξω ἀπό τόν
Παράδεισο, ἔξω ἀπό τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς ἑστίας, χωρίς ἀγάπη, χωρίς Θεόν, ὁ ἄνθρωπος
στερεῖται «τοῦ, ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτου» καί πάντων τῶν ἀγαθῶν, πού χαρίζει ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν.
Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τήν ἐξαθλίωσι
τοῦ ἀνθρώπου, πού χωρίζεται ἀπό τό Θεό; Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τοῦ
φωτός τή στέρησι, τῆς Ὀδύνης τό μέγεθος,
τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς τήν ἀπώλεια; Ποιός μπορεῖ νά φαντασθῇ τή ζωή,
χωρίς ἀγάπη, χωρίς ἔλεος, χωρίς Θεόν; Καθημερινά ζοῦμε τή ΦΡΙΚΗ ΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟΝ ΖΩΗΣ.
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, φθάσαμε, στόν τόπο τῆς βασάνου, δυστυχῶς, στήν ἔσχάτη ἔξαθλίωσι. Ὁ Προφήτης Δαυῒδ περιγράφει τήν «κατάντια» μας καί χαρακτηριστικά λέγει ὅτι «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13,21). Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ κατ’εἰκόνα, δέν ἀντελήφθη ἤ δέν θέλησε νά ἀντιληφθῇ τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν του, ὡς δημιούργημα κατ’εἰκόνα Θεοῦ. Κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα, τά μή ἔχοντα νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός, καί ζῆ καί αὐτός σάν κτῆνος καί πεθαίνει σάν κτῆνος. Ποιά εἶναι ἡ ζωή μας, ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς; Ποιά εἶναι ἡ ζωή μας χωρίς ἐπικοινωνία καί συνεχῆ συνομιλία καί ἕνωσι μέ τόν Θεόν; Ποιά εἶναι ἡ ζωή μας χωρίς Πίστι, χωρίς ἀγάπην, χωρίς ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό Θεό, χωρίς ἀγάπην πρός τόν πλησίον; Κόλασις εἶναι. Ἄβυσσος Ὀδύνης.
Χωρίς Θεόν στρέφει ὁ ἕνας καί
κατεσθίει τόν ἄλλον. Ὁ Ἕνας ἄνθρωπος στέκεται ἀπέναντι στόν ἄλλο σάν ἐχθρός. Ἀνάβουμε φωτιές καί δέν προσπαθοῦμε νά τίς
σβύσουμε, ἀλλά «ρίχνουμε λάδι στή φωτιά». Ἀντί νά στείλουμε ἀνθρωπιστική βοήθεια
καί νά σταματήσουμε τόν ἀλληλοσπαραγμό, στέλνουμε φονικά ὅπλα, γιά νά συνεχίζονται
οἱ σφαγές καί οἱ ἀδελφοκτονίες. Ἡ
Παραφροσύνη σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο! Χάθηκε τό κάλλιστον χρῶμα, τό τῆς αἰδοῦς ἐρύθημα,
τό χρῶμα τῆς ντροπῆς! Καί δέν μετ-νοοῦμε.
Μέ λυσσώδη μανία μένουμε μακράν τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Ἀρνούμαστε τόν
Ἀληθινόν Θεόν καί προσκυνοῦμε τά Εἴδωλα. Λατρεύουν τό Διάβολο , τό Μαμωνᾶ, τό
Χρῆμα καί συνεχίζουμε νά ἀδικοπραγοῦμε. Ζοῦμε σέ μιά Σατανοκρατούμενη Ἐποχή.
Πραγματικά, ὅπως λέει ὁ Σαίξπηρ, στό
Μάκβεθ,
«Ζοῦμε σέ μιά Ἐποχή, πού, τό νά βλάψῃς ἄλλον,
εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή. Καί ὅταν κάνῃς
τό καλό,
οἱ πιό πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό».
Γι’αὐτό· «εἶναι πικρό, πολύ πικρό
καί τό νερό
πού πίνουμε καί τό ψωμί πού τρῶμε, «ἄρτος
ὀδύνης».
Ὁ Πανάγαθος Θεός, ρίχνει, σπλαγχνικό, τό βλέμμα Του στή γῆ, βλέπει τήν «κατάντια» μας, ἀκούει τό θρῆνο μας, τούς στεναγμούς τῶν πεπεδημένων καί τίς στοναχές τῆς μισοπεθαμένης ἀνθρωπότητος, καί ὡς στοργικός Πατέρας μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Στέλνει κοντά μας τόν Μονογενῆ Του Υἱόν, γιά νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά μετα-νοήσουμε καί νά ἐπιστρέψουμε,
συνειδητά μετανοιωμένοι, εἰς τήν Πατρικήν Ἑστία, εἰς τόν Παράδεισο, εἰς τήν ἀδιατάρακτον
διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ἀφήσουμε τήν πλάνην
καί τήν αἵρεσιν. Νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά βρωμερά μας Πάθη, καί, καθαροί, νά σταθοῦμε
Ἐνώπιον τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, νά παρακαλέσουμε τόν
Κύριον τῆς Δόξης, νά μᾶς ἐλεήσῃ καί νά μᾶς ἀξιώσῃ
νά σταθοῦμε ἀνάμεσα στούς Ἀγγέλους καί τούς ἁγίους Του καί νά Τόν δοξολογοῦμε
καί, ἀσιγήτως, ἐν ἑνί στόματι, λόγῳ καί ἔργῳ, νά Τόν ὑμνοῦμε, σύν τῶ Πατρί καί
τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Διότι, Σ’
Αὐτόν καί μόνον ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ Βασιλεία, ἡ δύναμις, τό κράτος καί ἡ δόξα, εἰς
τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.
«Παράδεισε πάντιμε, τό ὡραιότατον κάλλος, θεόκτιστον σκήνωμα, εὐφροσύνη ἄληκτε καί ἀπόλαυσις, δόξα τῶν δικαίων, προφητῶν τερπνότης καί ἁγίων οἰκητήριον, ἤχῳ τῶν φύλλων σου Πλάστην τόν τῶν ὅλων ἱκέτευε τάς πύλας ὑπανοῖξαί μοι, ἅς τῇ παραβάσει ἀπέκλεισα· καί ἀξιωθῆναι τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μεταλαβεῖν καί τῆς χαρᾶς, ἧς τό πρότερον ἐν σοί κατετρύφησα». «...Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμέ πεφυτευμένος... ἱκέτευε τῷ σέ ποιήσαντι κἀμέ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσομαι».
Κύριέ μου Ἰησοῦ, ἄκουσε τήν ταπεινή μου δέησι καί ἐλέησόν με. Δέξου τήν εἰλικρινή μου μετάνοια, Σύ, πού Σταυρώθηκες γιά μᾶς, ἐλέησέ μας, οἰκτίρμον ! Σύ, Κύριε, ὁ Σωτῆρας μας καί Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου, Σύ, Κύριε, μᾶς ἐβεβαίωσες καί μᾶς εἶπες ὅτι : «Τό ἐμόν πλᾶσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλά βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν· ὅτι τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω». Σταυρώθηκες δέ καί Ἀναστήθηκες γιά μᾶς Δι’ αὐτό καί ἐγώ, ὁ ἐλεεινός καί ἀνάξιος δοῦλος Σου, εἰλικρινά μετανοιωμένος, ἐπιστρέφω πρός Σέ, τολμῶ δέ καί κραυγάζω· ἐλέησον, οἰκτίρμον, ἐλέησόν ἡμᾶς, τούς παραπεσόντας, καί δέξου μας καί πάλιν εἰς τόν Παράδεισον!».
Καλημέρα και καλή Σαρακοστή !
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Θεόπνευστο αυτό κείμενο γράφηκε για να μας φέρει σε επίγνωση να αισθανθεί η ψυχή μας ντροπή, να έρθει σε μετάνοια αλλά ταυτόχρονα να νιώσουμε και τη γλυκύτητα της Θείας συγκατάβασης και της άπειρης ευσπλαχνίας του Θεού . Θεέ μου έχε καλά τον Πατέρα μας δώσε του χρόνια πολλά εδώ στη γη να μας καθοδηγεί με τα λόγια και το έργο του και να καταφέρουμε όλοι μαζί να βρεθούμε κοντά Σου στο Παράδεισό Σου.