ΑΥΤΟΙ ΔΕ ΜΕ ΗΘΕΤΗΣΑΝ»
( Ἡσ. α΄2).
«Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος
τήν φάτνην
τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω
καί ὁ λαός με
οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. α΄ 3).
Ὁ Πανάγαθος Θεός, ὁ πατέρας τῆς Στοργῆς, ἀπό ἄπειρη Ἀγάπη, υἱούς ἐγέννησε καί ὕψωσε. Τίμησε τόν ἄνθρωπο, τόν ἔπλασε «κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν κατενόησε τήν ἀξίαν καί τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα», ἀθέτησε τήν Ἐντολήν τοῦ οὐρανίου Πατρός. Καί διά τῆς παρακοῆς ἀπέδειξε τήν ἀχαριστία του πρός τόν Εὐεργέτην.
Ὁ πατέρας τῆς Στοργῆς, ἔδωκε τήν Ἐντολήν,
ὡς Φῶς: α)γιά νά φωτίζῃ τήν πορεία
του ἀπό τό «κατ’εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν». β) γιά νά τόν κρατήσῃ κοντά
Του, νά τοῦ θυμίζῃ τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του καί νά τόν βοηθῇ νά
διαφυλάσσῃ τή σχέσι, κοινωνίαν καί ἕνωσιν τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστην καί γ)
γιά νά μάθῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ἡ Ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα εἶναι ἀπόδειξις ἀγάπης, πού ἐνώνει τό πλᾶσμα μέ τόν
Δημιουργόν του καί Χαρίζει τήν αἰώνιον ζωήν καί μακαριότητα. Ἐνῷ ἡ
Παρακοή, Χωρίζει τό πλᾶσμα ἀπό τόν Πλάστην, εἶναι ἔλλειψις ἀγάπης, ἀχαριστία,
ἔπαρσις καί προσβολή τῆς γνήσιας Ἀγάπης, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο εἰς τήν ἄβυσσον
τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Ὁ Θεός ὑψώνει τόν ἄνθρωπον καί
τόν δοξάζει. Τόν εὐλογεῖ καί τόν καθιστᾶ κύριον πάσης τῆς Κτίσεως. Φυτεύει Παράδεισον ἐν
Ἐδέμ καί τοποθετεῖ τόν ἄθρωπον «ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν
καί φυλάσσειν»(Γενέσ. α΄26. β΄8,15).
Θέλει ὁ Πανάγαθος νά κρατήσῃ τόν ἄνθρωπον κοντά Του, στόν Παράδεισο, σέ διαρκῆ σχέσι, ἐπικοινωνία, συνομιλία καί ἕνωσί μαζί Του. Ἡ ἕνωσις αὐτή καί κοινωνία μέ τόν Θεόν διατηρεῖται μόνον μέ τήν τελείαν Ἀγάπην. Ἡ Ἁγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη. Ὁ ἅνθρωπος καλεῖται νά ἀγαπήσῃ τό Θεό μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του, γιά νά διαφυλάξῃ τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τή Θεία Κοινωνία μέ τόν Δημιουργόν του. Καί ὁ Φιλάνθρωπος δίδει τήν ΕΝΤΟΛΗΝ, ὡς σημεῖον ὀρθοῦ, Προσανατολισμοῦ, ὡς «ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον» καί γιά βοηθῇ τόν ἄνθρωπον, νά προσέχῃ εἰς τόν ἑαυτόν του, νά ἐνθυμῆται δέ καί νά λατρεύῃ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε», λέγει ὁ Δαυῒδ. «Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός με οὐ συνῆκεν»( Ἡσ. α΄3).
Κυριεύεται ὀ ἄνθρωπος ἀπό τά βρωμερά
του πάθη καί ἀντιστρατεύεται στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν Ἀγάπη Του. Ἀρνεῖται τόν Εὐεργέτη του, τόν Δημιουργόν του καί
λατρεύει τό Βόρβορο, τά Εἴδωλα, τό Μαμωνᾶ,
τόν Εαὐτούλη του. Κυριεύεται ἀπό τό Πάθος, ἀπό τήν Ἔπαρσι, ἀπό τόν Ἑγωϊσμό, ἀπό
τή γαστριμαργία;
Μπῆκε ὁ Διάολος μέσα του καί τόλμησε
νά προσβάλλει τόν Πατέρα τῆς Στοργῆς, τόν Δημιουργόν του; Ναί. Ἔτσι ἔχασε τήν Πατρική ἀγκαλιά.
Ποιός λογικός ἄνθρωπος συμβουλεύεται στή ζωή του τό Διάβολο; Ποιός νουνεχής ἀκολουθεῖ τίς συμβουλές τοῦ Πονηροῦ, τοῦ Φθονεροῦ, τοῦ Πατέρα τῆς Ψευτιᾶς; Δυστυχῶς, ὄχι μόνον ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀλλά κάθε ἄνθρωπος, ἐπιθευμεῖ τό «ἀπηγορευμένο». Ὁ Πάνσοφος καί πανάγαθος παρακαλεῖ καί προτρέπει κάθε ἄνθρωπο καί λέγει σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστᾶ: «Παιδί μου, νἆσαι πάντοτε μαζί μου. Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν» (Λουκ. ιε΄31). Φύλαττε τόν Παράδεισο, γιά νά μή τόν χάσῃς. Πρόσεχε στόν ἑαυτό σου. Πρόσεχε μή ξεχάσῃς τό Θεό σου.
«Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ
βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
(Γενέσ. β΄ 16). Ἡ πλεονεξία εἶναι Εἰδωλολατρία. Ἡ Παρακοή εἶναι αἰώνιος
θάνατος. Εἶναι χωρισμός ἀπό τό Θεό.
«Ὡραῖος ἦν καί καλός εἰς βρῶσιν ὁ ἐμέ
θανατώσας καρπός». Εἶναι ἐλεύθερος καί κύριος ὁλοκλήρου τοῦ Παραδείσου, εἶναι ἐλεύθερος
νά φάγῃ ἀπό τούς καρπούς ὅλων τῶν δένδρων, ἐκτός ἑνός. Καί αὐτός πλεονεκτεῖ.
Θέλει καί τόν καρπόν τοῦ ἀπηγορευμένου. Καί χάνει τόν Παράδεισο, τή Θεία Κοινωνία.
Ὄχι μόνον στό Ἀδάμ, ὄχι μόνο στόν Ἰούδα, ἀλλά σέ ὅλους μας, εἰσέρχεται
ὁ Σατανᾶς, (πρβλ. Λουκ. κβ΄3. Ἰωάν. ιγ΄27), μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας, καί μᾶς
κυριεύουν τά βρωμερά μας Πάθη, ἡ ἔπαρσις, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ γαστριμαργία, ἡ πλεονεξία,
καί «τολμῶμεν», καί προσβάλουμε τόν Οὐράνιον Πατέρα μας, τόν Πατέρα τῆς Στοργῆς,
γιά νά χορτάσουμε μέ τήν ἀπόλαυσι τοῦ «ἀπηγορευμένου». Καί τί κερδίζουμε
μέ τήν παραβατική μας συμπεριφορά; Κερδίζουμε τόν βέβαιο θάνατο, τήν ἀπώλεια τοῦ
Παραδείσου τῆς τρυφῆς, τό χωρισμό μας ἀπό τόν Θεόν, τόν Πατέρα τῆς Στοργῆς. «Ἐν
ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς προτρέπει καί λέγει: «Πρόσεχε σεαυτῷ, μή ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου...Κύριον τόν Θεόν σου φοβηθήσῃ καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις καί πρός αὐτόν κολληθήσῃ καί ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ»(Δευτ. 6, 12-13). Ὁ Πατέρας τῆς Στοργῆς, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, μᾶς βεβαιώνει καί μᾶς ἐνθαρρύνει λέγων ὅτι εἶναι δικός μας καί εἴμαστε δικοί Του καί ζητεῖ τήν ψυχή μας, τή σωτηρία μας. Ζητεῖ νά εἴμαστε ἐνωμένοι μαζί Του, μέ γνήσια καί τέλεια Ἀγάπη. Ζητεῖ νά τηροῦμε τάς Ἐντολάς Του. Νά ἀγαπῶμεν τόν Θεόν μας καί τόν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν. «Οὐκ ἐπιθυμήσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου... Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Δευτ.6, 21). «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τήν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μάρκ. στ΄ 18). «Ἀπό παντός ξύλου(δένδρου) τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἠμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Χάσαμε τόν Παράδεισο, διά τῆς Παρακοῆς. ἀπό κακή μας Θέλησι, βρεθήκαμε εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καί τριβόλων. Χωρίς Ἀγάπην,
χωρίς Θεόν, χωρίς σκοπόν, χωρίς περιεχόμενον. Γυμνοί τῆς Χάριτος. Ἁπερίγραπτον εἶναι τό μέγεθος τῆς Ὀδύνης!... «Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω νά θρηνῶ τάς τοῦ ἀθλίου μας βίου πράξεις; Συγχώρεσέ μας, Θεέ μου».
Κύριέ μου Ἰησοῦ, τί ἔπαθα ὁ ἄθλιος, ὁ ἐλεεινός, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! Τρελλάθηκα.
Πῶς βρέθηκα ἐκτός ἑαυτοῦ; Πῶς ἄφησα ἀφύλακτες τίς θύρες; Πῶς κυριεύθηκα ἀπό τήν
ἔπαρσι; Πῶς τυφλώθηκα ἀπό τό Πάθος τῆς πλεονεξίας; Πῶς τόλμησα καί προσέβαλα τόν οὐράνιον Πατέρα
μου, τόν Πατέρα τῆς Στοργῆς; Πῶς ἔδειξα τόση ἀχαριστία, καί παραβάτης ὤν τῆς
Θείας ἔντολῆς, χωρίσθηκα ἀπό τόν Πατέρα μου ; Πῶς βρέθηκα εἰς Χώραν μακράν
βόσκειν χοίρους; Πῶς ἐνεπάγην εἰς ἰλύν βυθοῦ; Πόσο ἀσυλόγιστα, Κύριε, συμπεριφέρθηκα καί ἔπραξα τό ἀτόπημα αὐτό τῆς
ντροπῆς καί τῆς Παραφροσύνης; Πῶς χωρίσθηκα ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς; Πῶς
ξεντύθηκα τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκα τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς; Πῶς διέπραξα αὐτήν τήν ἀναισχυντίαν;
Ἑγώ ὀ δυστυχής καί ταλαίπωρος καί ἡ σύντροφός μου, φθόνῳ τοῦ Διαβόλου, πλεονεκτοῦντες, ἐπιθυμήσαμε «τό ἀπηγορευμένο» καί, χωρίς ἴχνος ντροπῆς, διεπράξαμε «τό ἀνεπίτρεπτο», τήν «Ὕβριν», προσβάλλοντες τόν Πατέρα τῆς Στοργῆς. Χάσαμε τόν Παράδεισο, τή Θεία Κοινωνία!... «Πῶς Παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ, καί συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;»
Πόσο, ἀλήθεια, ταλαίπωροι καί ἐλεεινοί εἴμαστε ἐμεῖς ἄνθρωποι! Πόσο ἄμυαλοι, πόσο κωφοί, τυφλοί καί ἀπερίσκεπτοι! Ποιός θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό σῶμα τοῦ θανάτου τούτου; Ποιός θά μᾶς λυτρώσῃ Κύριέ μου Ἱησοῦ, ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς; Ποιός θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος; Ποιός θά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ, ἄν ὄχι Σύ, Κύριέ μου Ἱησοῦ, πού Σταυρώθηκες γιά μᾶς; Ποιός ἄλλος ἐκτός ἀπό Σένα μπορεῖ καί θέλει νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Θάνατο καί νά μᾶς ἐπανεισάγει εἰς τόν Παράδεισο;
Κύριέ μου, γλυκειά μου Ἄνοιξις, ὤ Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου !
Μόνον Σύ θέλεις ὡς Πανάγαθος καί μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος, νά μᾶς συμφιλιώσῃς μέ τόν Οὐράνιον πατέρα μας καί νά μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». Μόνον Σύ ἔγινες ὑπήκοος μέχρι Θανάτου, Θανάτου δέ Σταυροῦ. Μόνον Σύ μᾶς ἀγάπησες καί μᾶς ἔλουσες καί μᾶς ἐκαθάρισες μέ τό πανάγιον αἷμα Σου καί μόνον Σύ μπορεῖς νά μᾶς συμφιλιώσῃς μέ τό Πατέρα. Πῶς μπορῶ νά περιγράψω τήν συγκατάβασί Σου; Πῶς νά ἐκφράσω τά μεγαλεῖα Σου, Ὕψιστε Θεέ! Δέν ξέρω ΠΩΣ , δέν βρίσκω λόγια κατάλληλα νά συνθέσω ἐπάξιον ὕμνον Εὐχαριστίας. Δέξου τά δάκρυά μου καί τή συντριβή τῆς καρδιᾶς μου! Ἁξίωσέ με, Κύριε, παντοτινά νά Σέ ὑμνῶ καί νά Σέ δοξάζω! Καί μή βραδύνῃς...
Κύριε, ἔρχου ταχύ, λύπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Πληθαίνουν οἱ ἀνομίες μας, ἀλλά αὐξάνονται καί οἱ ἐχθροί μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι καί μεγαλύτερος ἐχθρός, ὁ κακός μας ἑαυτός. Στήριξε, Κύριε, ἐπί τήν Πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου τή σαλεμένη μας καρδιά. Δῶσε μας τό Χάρισμα τῆς μετανοίας καί ἀξίωσέ μας, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου καί νά Σέ λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, μετά τῶν ἁγίων, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Αμήν.
Πατέρα μας ευχαριστούμε για την προσευχή σας να σας έχει καλά ο Κύριος να μας φωτίζεται
ΑπάντησηΔιαγραφή