Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ζ΄ 11-17).






«ΜΗ ΚΛΑΙΕ».



«Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν καί ὅτι

 ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ» (Λουκ.ζ΄16).



Μᾶς χαροποιεῖ ἡ διαπίστωσις ὅτι μεγάλος Προφήτης φανερώθηκε ἀνάμεσά μας καί ὅτι ὁ Θεός ἐπεσκέφθη τό λαό Του, γιά νά τόν προστατεύσῃ.

Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία ὁ Κύριος καί, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του δέν κατενόησε τήν τιμήν τῆς λογικῆς του φύσεως καί, κάνοντας κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, περιῆλθε στή θέσι τῶν ἀνοήτων κτηνῶν καί ἔγινε ὅμοιος μέ  αὐτά κατά τήν σκέψι καί τήν ἀνοησίαν (ψαλμ. 48, 15).

Διά τῆς παρακοῆς συσσώρευσε καί συσσωρεύει συμφορές στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους γύρω του καί ὁδεύει πρός τον αἰώνιο θάνατο. Απομακρύνεται ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεόν.

Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός εὐσπλαγχνίζεται τά πλάσματά Του. Συγκαταβαίνει καί ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά δεινά τῆς ἀποστασίας καί νά μᾶς ἐπαναφέρει εἰς τόν Παράδεισο, νά κάμη τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο. Εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν. α΄14).

Πράγματι διά τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ». Ἔρχεται κοντά μας «ἐν σαρκί ἐληλυθώς» (Α΄Ἰωάν. δ΄ 2).



Ἔρχεται κοντά μας ἀθόρυβα, μέ στοργή καί τρυφερότητα, καί σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνο μας, θεραπεύει τά τραύματά μας, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεινά, πού σωρεύει στήν ψυχή καί τή ζωή μας ἡ ἁμαρτία καί γίνεται σέ μᾶς τύπος καί ὑπογραμμός, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά Χνάρια Του καί νά λυτρωθοῦμε ἀπό τό Θάνατο. Προϋπόθεσις εἶναι νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά πιστέψουμε στό Ὄνομά Του, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι».

Ἐπαναλαμβάνω καί ἐδῶ αὐτό, πού σᾶς γράφω πάντοτε, ὥστε νά γίνη σέ ὅλους «βίωμα» ὅτι «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Ἀνάστασις,  ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα». Ἔρχεται ἡ Ζωή σέ συνάντησι μέ τό Θάνατο καί ἐξαφανίζει τό Θάνατο.



Μέ τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασί Του καταργεῖ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν διάβολον καί μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, στόν ὁποῖον ὅλοι μας εἴμαστε ὑπόδουλοι σέ ὅλη μας τή ζωή (πρβλ. Ἑβρ. β΄ 14-15). Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή καί ὅτι ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή θλῖψι καί τό Θάνατο. Ἔρχεται σέ συνάντησι ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ Ζωή μέ τό Θάνατο, ἡ Χαρά μέ τόν Πόνο, ἡ ἀφθαρσία μέ τή φθορά, τό Φῶς μέ τό σκοτάδι.
Ἐνδεικτικό παράδειγμα τῆς συναντήσεως αὐτῆς εἶναι ἡ συνάντησις π.χ. στό μικρό χωριό τῆς Ναῒν, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ζωῆς συναντᾷ τή συνοδεία τοῦ θανάτου τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ τῆς Χήρας.


Ἐκεῖ ὁ Χριστός σταματᾶ τήν θλιμμένη συνοδεία καί  ἀπευθύνεται στήν πονεμένη μητέρα καί τῆς λέγει μέ τρυφερότητα καί στοργή: «Μή κλαῖε». Θεϊκό τό πρόσταγμα. Ὅλοι ἀποροῦν καί μέ συγκίνησι καί δέος  προσβλέπουν στόν Ἰησοῦν. Καί τότε ἀκούεται τό Πρόσταγμα τοῦ Ἰησοῦ, ὡς φωνή βροντῆς: «νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». Καί ἀμέσως ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός καί ἤρξατο λαλεῖν, καί τότε ὁ Ἰησοῦς «ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρί αὐτοῦ».
Ὅλοι νοιώθουμε τήν παρουσία τῆς θείας δυνάμεως
μπροστά στό Θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας.
Ὅλοι  κυριευόμαστε ἀπό φόβο Θεοῦ καί μέ  βαθειά συναίσθησι τῆς ἀναξιότητός μας , δοξάζουμε τόν Θεόν, διότι διαπιστώνουμε ὅτι  πράγματι«μεγάλος Προφήτης  φανερώθηκε μεταξύ μας καί ὅτι ἐπεσκέφθη ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ».

Πράγματι ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἠ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή, ἐπισκέπτεται δέ τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους καί ἵσταται μπροστά στήν ψυχή τοῦ καθενός μας καί κρούει τήν θύραν. Πεῖνα καί δίψα Του εἶναι ἡ σωτηρία μας. Θέλει νά ἀκουσουμε τή φωνή Του καί τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Μᾶς βεβαιώνει δέ ὅτι ἐάν ἀκούσουμε τή φωνή Του καί Τοῦ ἀνοίξουμε τή θύρα θά εἰσέλθῃ καί θά κατασκηνώσῃ στά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μας. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή Χαρά, τήν ἀγαλλίασι καί τήν εὐφροσύνη, πού νοιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ στήν καρδιά του τό Χριστό; 


Ὁ Χριστός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὀ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ (Ἀποκ. α΄ 8. κα΄6. κβ΄ 13).

Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6), Ὁ Ἴδιος μᾶς ἀπεκάλυψε καί εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή», μᾶς ἐβεβαίωσε δέ καί εἶπε ὅτι «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ  οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. ια΄ 25-26).
Καιρός , λοιπόν, εἶναι νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά Τόν παρακαλέσωμεν νά μᾶς ἀξιώσῃ , ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας, νά Τόν δοξάζωμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου