ΠΩΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΟΣ
ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ.
«Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν
καί ἀγαθοποιεῖτε καί
δανείζετε μηδέν
ἀπελπίζοντες, καί ἔσται ὁ
μισθός ὑμῶν
πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί ὑψίστου,
ὅτι
αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους
καί πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες,
καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων
ἐστι»
(Λουκ.
στ΄ 35-36. Ματθ. ε΄ 43-48).
Ὁ
Πάνσοφος καί πανάγαθος Θεός ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ»(Γενέσ. α΄ 26). Δημιούργησε τόν ἄνθρωπον
μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν, Τόν προίκισε μέ νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν
βουλήσεως, ὥστε νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του.
Τό
«κατ’ εἰκόνα», σύμφωνα μέ τή
διδασκαλία τῶν Πατέρων, σημαίνει ὅτι εἶναι «δυνάμει Θεός», ὅτι ἔχει ὅλες τίς δυνατότητες νά ἐργασθῇ καί νά γίνῃ
Θεός κατά χάριν. Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» σημαίνει
νά θέση σέ λειτουργία τίς δυνατότητές του, μέ τή θέλησί του, νά ἐργασθῇ καί νά
φθάσῃ ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», εἰς
τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Τί
σημαίνει ὅμως πορεία ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν»;
Σημαίνει
ὑπακοή στό θεῖον Θέλημα, ὑπακοή στήν
Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, σημαίνει πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ τῆς Ζωῆς ἀπό τό Α πρός τό Ω. Ἡ
ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα εἶναι ἀπόδειξις τῆς τέλειας Ἀγάπης, ἡ ὁποία
διαφυλάσσει τήν κοινωνίαν, τήν σχέσιν καί ἕνωσιν τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστην καί Εὐεργέτην
Θεόν. Διά τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου
κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, τήν αἰωνίαν μακαριότητα.
Ἐπειδή
ὅμως ὁ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις
καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,21). Ἐπειδή
δέν βάδισε καί δέν βαδίζει ἐπί τῆς Ὁδοῦ τῆς ζωῆς καί, διά τῆς παρακοῆς στό
Θεῖον Θέλημα, ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί φόρεσε τό ἔνδυμα τῆς
φθορᾶς. Ἐπειδή κάνοντας κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του χωρίσθηκε καί
χωρίζεται, ἀπομακρύνθηκε καί ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν, ἀπό τόν Δημιουργόν του καί ὁλοταχῶς ὁδεύει πρός τήν ἀπώλειαν, πρός
τήν ἄβυσσον τῆς αἰωνίας Ὁδύνης, διά τοῦτο ὁ Οἰκτίρμων καί Ἐλεήμων Θεός τόν εὐσπλαγχνίζεται
καί σπεύδει νά τόν ἀνασύρῃ ἀπό τήν ὑλύν
βυθοῦ εἰς
τήν ὁποίαν ἔχει ἐμπαγῇ.
Σπεύδει, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ Του, νά τόν ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ
Κλαυθμῶνος, νά τόν ἀπαλλάξῃ ἀπό τήν Ὀδύνη καί τόν Πόνον, ἀπό τή φθορά
καί τόν Θάνατον , καί νά τόν ὁδηγήσῃ
εἰς
τόπον ἀναψυχῆς.
Ὁ
Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός φανερώνεται ἐν σαρκί. Ἐνσαρκώνει τήν Δικαιοσύνην, τήν Ἀνεξικακίαν καί πάνω ἀπό ὅλα τό
Ἔλεος. Ἐνσαρκώνει τήν τελείαν, τήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρός τούς ἐχθρούς. Γίνεται ὐπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, ὑπολιμπάνων
ἡμῖν ὐπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Ἰωάν.
α΄ 14. Α΄ Τιμόθ. γ΄16. Φιλιπ. β΄ 6—11. Α΄ Πέτρ. β΄ 21).
Ἐνσαρκώνει
τήν τελειότητα καί γίνεται τύπος καί ὐπογραμμός,
ὑπόδειγμα τοῦ τελείου ἀνθρώπου.
Γίνεται ἡ Ὁδός τῆς τελείας Ἀγάπης. Καταδέχεται
Σταυρόν καί Θάνατον, γιά νά μᾶς διδάξῃ τήν δικαιοσύνην, τήν Ἀνεξικακίαν
καί τήν Ἀγάπην καί πρός τούς ἐχθρούς, γιά νά μᾶς διδάξῃ τό ΕΛΕΟΣ. Γιά νά ἀνασύρῃ μέσα ἀπό τά ἐσώτατα βάθη τῆς
ψυχῆς μας τόν σύμφυτον Νόμον τῆς ἀγάπης,
τόν σύμφωνον μέ τή φύσι μας , τόν ὁποῖον ἐφύτεψε ὁ Δημιουργός μέσα στήν καρδιά μας
μέ τό Θεῖον ἐμφύσημα. Μᾶς βοηθεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή τῆς ἠθικῆς μας συνειδήσεως,
τήν φωνήν τοῦ Θεοῦ, τόν νόμον τοῦ νοός, πού εἶναι χαρά καί εἰρήνη. Καί ἐμπτυόμενος,
ραπιζόμενος, βλασφημούμενος , ὑψοῦται εἰς τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ, κεντᾶται τήν
πλευράν, ποτίζεται ὄξος μετά χολῆς μεμιγμένον καί προσεύχεται
ὁ ἀνεξίκακος καί Εὐεργέτης Κύριος, γιά τούς σταυρωτές Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ κγ΄ 34), γιά νά κηρύξῃ σέ ὅλους ἐμᾶς τήν ἀνεξικακία καί τό
Ἔλεος, τήν τελείαν ἀγάπην καί πρός τούς ἔχθρούς καί νά μᾶς πῆ:
«Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἔχθρούς ὑμῶν...» (Ματθ.
ε΄ 44).
«Ἁγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»( Ἰωάν.
ιγ΄ 34 ) καί
«Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν.
ιγ΄ 35).
Αὐτή
ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη εἶναι ἡ Ὁδός ἀπό τό «κατ’
εἰκόνα» εἰς τό «καθ’
ὁμοίωσιν». Ἡ πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Α πρός τό Ω,
εἶναι ὀ τρόπος διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν.
Καί
τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας στή γῆ εἶναι ἡ Θέωσις, ἡ ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν κατά
τάς ἀρετάς καί τό Πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός μᾶς διδάσκει ὀ Χριστός μέ τή σταυρική
Του Θυσία. Ἡ «πρᾶξις» τῆς γνησίας ἀγάπης
«Θεόν ποιεῖ τόν ἄνθρωπον», λέγει ὁ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Καί ὅπως λέγει ὀ ἱερός Χρυσόστομος, τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ,
ἤγουν τῆς «γνησίας Ἀγάπης, ἴσον Οὐδέν».
Καιρός,
λοιπόν, νά γίνουμε οἰκτίρμονες, καθώς
καί ὁ Πατήρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστι» (Λουκ.στ΄36).
Καιρός
νά ἀγαπήσουμε καί τούς ἐχθρούς μας, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπᾶ
μέχρι σταυροῦ καί θανάτου. Διότι «Συνίστησι
δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι
ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε», «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ»
(Ρωμ.
ε΄ 8. Α΄ Πέτρ.β΄21). Καιρός
νά ἀκολουθήσουμε τήν Ὁδόν τῆς ζωῆς, ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Καιρός
νά γίνουμε υἱοί Ὑψίστου, διά τῆς ὑπακοῆς
εἰς τό Θεῖον Θέλημα. Νά κάνουμε «πρᾶξι» τήν ἀγάπην καί πρός τούς ἐχθρούς, «ὅτι
αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς» (Λουκ.
στ΄ 35) καί «ὅτι τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς
καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους»(Ματθ.
ε΄ 45). Νά Πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν,
«υἱός τοῦ πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς»
(Ματθ.
ε΄ 45).
Καιρός εἶναι, λοιπόν, νά ἐγκολπωθοῦμε
τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του.
Καιρός
νά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας τό μῖσος, νά καθαρίσουμε τή λάσπη, νά ἐκτοπίσουμε
ἀπό τή ζωή μας τίς ἔριδες, τίς ἔχθρες, τούς Ἐγωϊσμούς, τά βρωμερά μας πάθη. Νά
διώξουμε τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, τά πρωτεῖα ἐξουσίας. Νά διώξουμε τό Διάβολο ἀπό
τή ζωή μας.
Νά
βασιλεύσῃ στίς καρδιές ὅλων μας ἡ γνήσια
ἀγάπη, ὁ Χριστός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης,
ὁ Λυτρωτής μας καί Θεός, τόν Ὁποῖον ὀφείλουμε νά ὑμνοῦμε καί νά δοξολογοῦμεν εἰς
πάντας τούς αἰῶνας, διότι μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί τό Κράτος εἰς
τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου