Ἀκόμη
καί τά δαιμόνια πιστεύουν στό Χριστό.
Β΄
«Ἰδών δέ τόν Ἰησοῦν (ὁ
δαιμονιζόμενος) καί ἀνακράξας προσέπεσεν
αὐτῷ καί φωνή μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοί καί σοί, υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί
σου, μή με βασανίσῃς...
Καί παρεκάλει, (ἡ λεγεών διά στόματος τοῦ
δαιμονιζομένου), αὐτόν ἵνα μή ἐπιτάξῃ
εἰς τήν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δέ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει·
καί παρεκάλουν αὐτόν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καί
ἐπέτρεψεν αὐτοῖς» (Λουκ.
η΄28, 31-32).
Ὁ
Χριστός, ἡ ἄπειρη ἀγάπη, ὁ τέλειος Θεός, πού ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, ἐπισκέπτεται καί τούς Γαδαρηνούς. Προγνωρίζει
τήν πώρωσι, τήν ἀμετανοησία καί τήν σκληροκαρδία τους. Ὡς ἄπειρον Ἔλεος ὅμως ἐπισκέπτεται
καί αὐτούς. Κρούει τή Θύρα τῆς ψυχῆς τους καί ζητεῖ νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν
κοντά Του, γιά νά τούς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, νά λυτρώσῃ καί αὐτούς
ἀπό τά δαιμόνια καί τά δαιμονικά πάθη. Διότι ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος, «δέν ἦλθε νά καλέσῃ δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ.
θ΄ 13.Μάρκ. β΄17.Λουκ. ε΄ 32).
Γι’
αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐπισκέπτεται καί τούς Γαδαρηνούς. Ὅταν ἔφθασε στή εἴσοδο
τῆς πόλεως τῶν Γαδαρηνῶν, τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος ἀπό τήν πόλι, πού εἶχε
μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Καί
περιεφέρετο γυμνός, δέ φοροῦσε ρούχα πάνω του καί δέν ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά στά
μνήματα. Τόν εἶχαν κυριεύσει τά δαιμόνια. Ειχε γίνει τό φόβητρο τῶν συνανθρώπων
του. Γι’αὐτό τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί μέ σιδηρᾶ δεσμά στά πόδια, γιά νά μή
μπορῇ νά βλάψῃ κανέναν. Ἀλλά αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά καί ἐσύρετο βιαίως ἀπό τά
δαιμόνια ἐις ἐρήμους τόπους.
Ὅταν
ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦν ἀπό τό φόβο του φώναξε δυνατά, ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἱησοῦ
καί μέ φωνή μεγάλη εἶπε, ὄχι βέβαια αὐτός, ἀλλά τά δαιμόνια, πού εἶχε μέσα του
τρόμαξαν, ἐκραύγασαν καί εἶπαν: Ποιά σχέσις
μπορεῖ νά ὑπάρχῃ ἀνάμεσα σέ Σένα καί σέ μένα καί τί ζητᾷς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ μή με βασανίσῃς. Μή
μοῦ ἐπιβάλῃς τήν τιμωρίαν νά ἐγκλεισθῶ ἀπό τώρα εἰς τήν ἄβυσσον, στά σκότη τοῦ Ἅδου.
Καί
παρακαλοῦσαν τό Χριστό τά δαιμόνια, γιατί ὁ Κύριος εἶχε διατάξει τό ἀκάθαρτον
πνεῦμα νά βγῇ ἀπό τόν ἄνθρωπον. Τότε ὁ Ἐξουσιαστής Κύριος ρώτησε νά μάθη τό
ὄνομα τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ὄχι ἀσφαλῶς, γιατί δέν γνώριζε, ἀλλά γιά τούς
παρευρισκομένους καί γιά μᾶς, γιά νά καταλάβουμε τί παθαίνουμε ὅταν δέν προσέχουμε καί κλείνουμε τήν καρδιά μας στό Θεό καί τήν ἀνοίγουμε
στά πονηρά πνεύματα. Ρώτησε: Ποιό εἶναι
τό ὄνομά σου;
Αὐτός
δέ εἶπε· λεγεών, δηλαδή σύνταγμα
στρατιωτῶν. Αὐτό ἦταν τό ὄνομά του, διότι δέν ἦταν μόνο ἕνα πονηρόν δαιμόνιον, ἀλλά
πολλά δαιμόνια εἶχαν εἰσέλθει εἰς τόν ἄνθρωπον αυτόν.Καί μέ τό στόμα τοῦ δαιμονιζομένου παρακαλοῦσαν τόν Χριστόν, νά μή τούς στείλῃ στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδου ἀπό τώρα, ἀλλά νά τούς ἐπιτρέψῃ νά εἰσέλθουν στή εὑρισκομένην ἐκεῖ ἀγέλη τῶν χοίρων. Καί ὁ Κύριος, μολονότι ἐγνώριζε τήν κακή πρόθεσι τῶν δαιμόνων, τούς ἐπέτρεψε νά εἰσέλθουν εἰς τούς χοίρους καί ἀμέσως ὥρμησεν ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν λίμνην καί ἀπεπνίγη.
Πρώτη πρόσκλησι τῶν Γαδαρηνῶν ἀπό τόν Κύριον εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου, ὁ ὁποῖος, ἀπό φόβητρο τῆς περιοχῆς, τώρα εὑρίσκεται παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «ἱματισμένος καί σωφρονῶν».
Δευτέρα πρόσκλησις εἶναι ἡ ἄδεια, πού δίνει στά δαιμόνια νά εἰσέλθουν εἰς τούς χοίρους, μέ συνέπεια τήν καταστροφήν τῶν χοίρων, προκειμένου νά ἔλθουν σέ συναίσθησι τῆς παρανομίας τους καί νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν. Νά παύσουν οἱ, κατά παράβασιν τοῦ θείου Νόμου, ἔμποροι τῶν χοίρων νά κερδίζουν χρήματα σέ βάρος τῆς ὑγείας τῶν συνανθρώπων τους, γιά νά σωθοῦν. Ὁ Κύριος Κρούει τήν θύραν. Καλεῖ εἰς μετάνοιαν. Δέν ἐξαναγκάζει. Ὅστις θέλει... Ἐάν τις ἀκούσει τῆς φωνῆς μου...
Στήν περικοπή αὐτή παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι, σέ ἀντίθεσι μέ τούς Γαδαρηνούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, σέ ἀντίθεσι μέ τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία τῶν πολλῶν, σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἀπιστία τῶν Γαδαρηνῶν, «τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι» (Ἰακ. β΄ 19). Τά δαιμόνια πιστεύουν στό Χριστό καί φρίσσουν καί τρέμουν καί ὁμολογοῦν τήν πίστιν τους στή δικαιοσύνη καί τήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Λουκ.η΄28,31-32).
Φαίνεται καθαρά ὅτι τά δαιμόνια δέν ἔχουν καμμιά δύναμι, καμμιά ἐξουσία πάνω τούς ἀνθρώπους. Δέν ἔχουν οὔτε τή δύναμι νά εἰσέλθουν καί νά βλάψουν
οὔτε καί αὐτά τά βρωμερώτερα τῶν ζώων, οὔτε τούς χοίρους. Παρακαλοῦν τόν Κύριον νά μή τούς διατάξῃ νά εἰσέλθουν ἀπό τώρα εἰς τήν ἄβυσσον.
Ζητοῦν τήν ἄδεια τοῦ Κυρίου νά εἰσέλθουν εἰς τούς χοίρους.
Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα· Πῶς εἰσῆλθεν ὁ Σατανᾶς εἰς τήν ψυχήν τοῦ Ἰούδα (Λουκ. κβ΄ 3.Ἰωάν. ιγ΄27);
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει τίς θυρίδες (Ἱερεμ.θ΄21),
διά τῶν ὁποίων εἰσέρχονται τά δαιμόνια καί συνεπῶς καί ὀ θάνατος εἰς τήν ψυχήν του, τότε διατρέχει τόν κίνδυνον νά γίνῃ κατοικητήριον τῶν δαιμόνων. Ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ἄφησε ἀνοικτή τήν ψυχή του στό πάθος τῆς φιλαργυρίας καί ἔτσι ἐπέτρεψε, ὁ ἴδιος, στό Σατανᾶ νά εἰσέλθῃ στήν ψυχή του καί νά τόν ὁδηγήσῃ στήν προδοσία τοῦ Διδασκάλου του «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων».
Ὁ
Γαδαρηνός, προφανῶς ἄνοιξε τήν ψυχή του στά πολλά βρωμερά του πάθη καί συνεπῶς ἐπέτρεψε
νά εἰσέλθουν στήν ψυχή του περισσότερα δαιμόνια, λεγεών δαιμονίων. Καί κάθε ἄνθρωπος, πού κλείνει τήν ψυχή του στό
Χριστό καί ἀνοίγει τήν ψυχή του στά βρωμερά του πάθη, δέν προσέχει τίς θυρίδες
καί εἰσέρχονται στήν ψυχή του τά δαιμόνια. Μέ τή θέλησί του δηλαδή δαιμονίζεται
ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Σατανᾶς δέν ἔχει τώρα πιά καμμιά ἀπολύτως δύναμι, καμμιά ἐξουσία.
Ὁ Χριστός «δίδει στούς πιστούς Μαθητάς
Του τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν
τοῦ ἐχθροῦ, καί οὐδέν ἡμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ»(
Λουκ.
ι΄
19).
Εἶναι
φυσικόν ἑπόμενον, ὅταν δέν
προσέχουμε, δέν προσευχόμεθα μέ πίστι θερμή καί ἀκλόνητη στό Θεό,ὅταν δέν προσέχουμε τίς θυρίδες, τότε τίς ἀφήνουμε ἀφύλακτες καί εἰσέρχεται στήν ψυχή μας τό ἀνόμημα, τό πάθος, ὁ Σατανᾶς, ὁ θάνατος. Ὅταν κλείνουμε τήν ψυχή μας στό Χριστό καί ἀνοίγουμε τήν ψυχή μας στά σαρκικά μας πάθη, τότε ἐπιτρέπουμε τήν εἴσοδο στήν ψυχή μας στό Σατανᾶ, στά δαιμόνια, στό Θάνατο. Ἀπό μᾶς, λοιπόν, ἐξαρτῶνται τά πάντα. Ἄς εἴμαστε προσεκτικοί. ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πρός ἀποφυγήν τῶν δαιμόνων, λέγει: «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ (Μαθηταί) τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24).
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς προτρέπει νά προσέχουμε τίς θυρίδες καί λέγει: «Χρειωδῶς ὅρα, χρειωδῶς ἄκουε, χρειωδῶς ὁμίλει, χρειωδῶς λάλει».
Καί στή θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν ἱερόν Χρυσόστομον, μᾶς προτρέπουν λέγοντες: «Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν!» Νά μή ἐπιτρέπουμε τήν εἴσοδο τοῦ Διαβόλου στήν ψυχή μας. Νά ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, πού ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει. Εἷναι ὀ μόνος πού μπορεῖ καί θέλει νά μᾶς ἀναπαύσῃ καί νά μᾶς γαληνεύσῃ. Εἶναι τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Μόνον κοντά Του μποροῦμε νά βροῦμε ἀσφάλεια καί προστασία. Αὐτό δέν μπόρεσαν νά τό καταλάβουν οἱ Γαδαρηνοί. Καί ὄχι μόνον δέν ἄνοιξαν τήν ψυχή τους στόν Κύριον, στόν Λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ὅλοι μαζί μέ ἕνα στόμα, τόν παρεκάλεσαν νά φύγει ἀπό κοντά τους. Διάλεξαν νά παραμένουν κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, «ἐν τόπῳ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ».
Προτίμησαν νά ζοῦν στό σκοτάδι ἀντί στό Φῶς. Μέ τή θέλησί τους διάλεξαν νά μένουν στερεωμένοι στό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Ἔδιωξαν ἀπό κοντά τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί ἔμειναν στό Θάνατο. Γιατί πραγματικός θάνατος δέν εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό Θεό. Ἔκλεισαν τήν ψυχή τους στό Χριστό καί ἄνοιξαν τήν καρδιά τους στό Διάβολο, πού τούς ὁδηγεῖ σταθερά εἰς τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης, πού τούς ὁδηγεῖ κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ» (Ἀποκ. ιθ΄ 20). Δέν θέλησαν νά ἀνοίξουν τήν ψυχή τους στό Χριστό.
«Τό ἔδιωξαν... κι’ ἔφυγε!...
Καί ἐπέστρεψεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν.
Ἐμεῖς, ἄραγε, εἴμαστε Γαδαρηνοί ἤ
Πόλις τοῦ Θεοῦ;
Κύριε,
Ἀξίωσέ μας, νά γίνουμε δική Σου Πόλις.
Δῶσε μας τή Χάρι Σου. Κάμε νά γίνῃ
ἡ ψυχή μας θρόνος καί δική Σου σκηνή,
δικό Σου κατοικητήριο!
Εἴθε! Εἴθε! Μακάρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου