Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ (Λουκ.η΄ 43-48).



ΤΙΣ Ο ΑΨΑΜΕΝΟΣ ΜΟΥ;



«Ἐν δέ τῷ ὑπάγειν αὐτόν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καί γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις  ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενός θεραπευθῆναι (Λουκ. η΄42-43).«Ἀλλά μᾶλλον εἰς τό χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περί τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγε γάρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐάν ἅψωμαι κἄν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. Καί εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγή τοῦ αἵματος αὐτῆς, καί ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπό τῆς μάστιγος (Μάρκ. ε΄ 27-29).«καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. η΄ 44). 


Καί εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνούς ἐν ἑαυτῷ τήν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφείς  ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;» (Μάρκ. ε΄ 30).
«Τίς ὁ  ἁψάμενός μου;»(Λουκ. η΄ 45).

Ἡ δυστυχισμένη αὐτή γυναῖκα ἐπί δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε ἀπό ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐξώδευσε ὅλη της τήν περιουσία εἰς τούς γιατρούς καί δέν μπόρεσε νά θεραπευθῇ ἀπό κανέναν. Ὄχι μόνον δέν μπόρεσε νά ὠφεληθῇ τίποτε ἀπό κανέναν, ἀλλά μᾶλλον ἐπῆγεν ἀπό τό κακό στό χειρότερον. Ὅταν ἄκουσε, γιά τόν Ἰησοῦν, ὅτι περιβάλλει μέ ἀγάπη ὅλους τούς ἀσθενεῖς καί θεραπεύει πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ, ἦλθε μέσα στόν ὄχλο, πού Τόν ἀκολουθοῦσε στήν πορεία πρός τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, γιά νά θεραπεύση τήν δωδεκαετῆ κόρη του. Ἦλθε μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της καί μέ πίστι θερμή στήν ἀγάπη Του καί στήν παντοδυναμία Του καί Τόν πλησίασε ἀπό πίσω Του, ὄπισθεν, καί ἄγγιξε τό κράσπεδον, τό κατώτατο σημεῖον τοῦ ἐνδύματός Του. Καί ἔλεγε μέσα της,  καί ἄν ἀκόμη ἐγγίσω τό ἄκρον τοῦ ἐνδύματός Του, θά σωθῶ ἀπό τήν ἀρρώστια μου. Καί πραγματικά, σύμφωνα μέ τήν πίστιν της, ἀμέσως θεραπεύθηκε ἀπό τή φοβερή της ἀρρώστια. ’Αμέσως ξεράθηκε ἡ πηγή ἀπό τήν ὀποίαν ἔτρεχε τό αἷμα της καί κατάλαβε ἀπό τήν ἀλλαγή τοῦ σώματός της ὅτι θεραπεύθηκε ἀπό τή βασανιστική της ἀρρώστια.




Τότε ὁ Ἰησοῦς, ὁ καρδιογνώστης, θέλησε νά κάνη ἡ γνωστή σέ ὅλους καί ἐπαινέσῃ τήν ἀληθινή πίστι, σέ ὅλους μας καί εἶπε :Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ποιος μέ ἄγγιξε; Καί ἐπειδή ὅλοι ἠρνοῦντο, τόλμησε ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι μαθηταί, πού ἦσαν μαζί Του καί τοῦ εἶπαν: Ἐπιστάτα, Διδάσκαλε, τά πλήθη τοῦ λαοῦ σέ περιεκύκλωσαν καί σέ πιέζουν, σέ συνθλίβουν καί σύ λές· Ποιός μέ ἤγγισε;
Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «ἥψατό μού τις. Ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ». Ναι. Κάποιος μέ ἄγγιξε, διότι ἐκατάλαβα ὅτι ἐβγῆκε ἀπό μένα δύναμις θαυματουργική.
Τότε ἡ γυναῖκα κατάλαβε ὅτι τίποτε δέν μένει κρυφό ἀπό τό Θεό καί ὅτι αὐτό πού ἔκαμε δέν ἦταν δυνατόν νά ξεφύγῃ ἀπό τήν προσοχή τοῦ Ἰησοῦ, ἦλθε τρέμουσα ἀπό τόν ἀπέραντο σεβασμό  καί ἀφοῦ ἔπεσε στό πόδια τοῦ Θεραπευτοῦ της, διηγήθηκε, μπροστά σέ ὅλο τό πλήθος, τήν αἰτίαν, διά τήν ὁποίαν  ἄγγιξε τό κράσπεδον τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ὄπισθεν, καί πῶς ἐθεραπεύθη ἀμέσως ἀπό τήν ἀρρώστια της.
Τότε Ὁ Ἰησοῦς μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη τῆς εἶπε:
Ἔχε θάρρος , κόρη μου, ἡ πίστις, πού εἶχες, ὅτι, ἀγγίζοντας τό ἔνδυμά μου, θά εὕρισκες τήν ὑγεία σου, αὐτή ἡ πίστις σου σέ ἐθεράπευσε. Πήγαινε στό καλό, ζῆσε εἰρηνικά καί ἐλεύθερη ἀπό κάθε ἀνησυχία. Δέν πρόκειται πιά νά ἐνοχληθῇς ἀπό τήν ἀρρώστια, πού σέ βασάνιζε μέχρι σήμερα. Καιρός νά χαρῇς τήν ὑγεία σου.
Τά πλήθη τοῦ λαοῦ συνέθλιβαν τόν Κύριον. Κανείς ὅμως δέν τόν εἶχε ἀγγίξει. Μόνον ἡ  αἱμορροοῦσα πίστεψε στή Χάρι Του καί τή δύναμί του. Μόνον αὐτή ἡ ταπεινή καί δυστυχισμένη Τόν λάτρεψε  μέ τήν καρδιά της. Μόνον αὐτή τόν πλησίασε, ταπεινά, μέ πίστι  θερμή, γι’ αὐτό καί ἡ ἐνδόμυχη, σιωπηρά, προσευχή της, ἡ ἄναρθρη κραυγή της, εἰσηκούσθη ἀπό τόν Κύριο καί ἥλκυσε τήν παντοδύναμον θεραπευτική Χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή δύναμι τῆς πίστεως;
Τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατον σέ αὐτόν, πού πιστεύῃ μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του στό Χριστό καί τόν λατρεύει «ἐν πνεύματι ἀληθείᾳ». Μετακινεῖ βουνά.
Ὁ Πιστός εἶναι ἱκανός τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ. Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι. Δυστυχῶς ὅμως σήμερα πολλοί ἄνθρωποι δέν πιστεύουμε στόν ἕνα και μόνον ἀληθινόν Θεόν. Ἐγκαταλείπουμε τήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος καί ὀρύσσουμε ἑαυτοῖς λέγει ὁ Ἱερεμίας, λάκκους συντετριμμένους, οἵ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν. Ἀρνούμαστε «τον μόσχον τόν σιτευτόν»,  προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας μέ τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας. Ἀρνούμαστε τό ὕδωρ τῆς Ζωῆς καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια» τῆς ἀπιστίας. Ἀρνούμαστε τόν Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουμε σάν Θεό, τόν Διάβολο, τόν Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ὁ Δαβίδ λέγει ὅτι εἴμαστε ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ, ὅτι βυθιζόμαστε στό Βόρβορο τῆς εἰδωλολατρίας. Καί οἱ περισσότεροι ἀπό ἐκείνους, πού λένε ὅτι πιστεύουν καί λατρεύουν τό Θεό, ἀποδεικνύονται στήν «πρᾶξι, Ψεῦστες, Ὑποκριτές, «γεννήματα ἐχιδνῶν».
Ὁ Κύριος, σέ ὅλους ἐκείνους, πού παρερμηνεύουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθοῦντες τήν παράδοσίν τους,  λέγει: Ὑποκριτές, καλά προεφήτευσε γιά σᾶς ὁ Ἡσαῒας λέγων: « ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καί τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ·  μάτην δέ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Ἡσ. κθ΄ 13. Ματθ. ιε΄ 7-9).
Πολλοί ἀκολουθοῦσαν τό Χριστό στήν εὐεργετική του πορεία καί πολλοί καί σήμερα Τόν ἀκολουθοῦν καί τόν συνθλίβουν. Κανείς ὅμως ἀπό αὐτούς δέν τόν ἀγγίζει , ὅπως ἀκριβῶς τόν ἄγγιξε ἡ αἱμορροοῦσα. Τόν ἐγγίζουμε μέ τό στόμα, τόν τιμῶμεν μόνον μέ τά χείλη, ἡ καρδιά μας ὅμως πόρρω ἀπέχει ἀπ’ Αὐτόν. Ἔτσι χωριζόμαστε ἀπό τόν Χριστόν. Ἡ Πίστις μας δέν ἔχει περιεχόμενον. Εἶναι νεκρά χωρίς τῶν ἔργων τῆς Ἀγάπης. Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ λόγος πού βρισκόμαστε κατάκοιτοι  στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου. Γι’ αὐτό ζοῦμε στήν Κόλασι τῶν παραδείσων τῆς Παραφροσύνης, στήν κόλασι τοῦ ἄγχους τῶν προσωπικῶν μας ἐνοχῶν.


Ἔρχεται ὁ Χριστός νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ, καί κρούει τήν Θύραν, κι’ ἐμεῖς, σάν ἄλλοι Γαδαρηνοί, Τόν διώχνουμε ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τή ζωή μας. Δέν ἀκοῦμε τό ζωοποιό Του λόγο, ἡ καρδιά μας πόρρω ἀπέχει ἀπό Αὐτόν, καί μέ τή θέλησί μας, παραμένουμε αἰχμάλωτοι στήν Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος.
Πότε θά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας;
Πότε θά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μόνον ὁ Χριστός
μᾶς ἔχει ἀπομείνει;
Πότε ἐπί τέλους θά κλείσουμε τήν καρδιά μας στό Διάβολο καί στά δαιμονικά πάθη καί θά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, στό Λυτρωτή μας;
Ἔφθασε ὁ καιρός. Τώρα εἶναι ἡ Ἡμέρα σωτηρίας.
Τώρα εἶναι καιρός νά σταυρώσουμε τή σάρκα μαζί μέ τά παθήματα καί τίς ἐπιθυμίες καί ἐπιτελοῦμεν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
Τώρα εἶναι καιρός νά λατρεύουμε τόν Κύριον «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», ὄχι μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας, καί ὅλοι μέ μιά ψυχή, μέ ἕνα στόμα , μέ μιά καρδιά, νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, διότι, Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου