Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄ 19-31) 3ον.














Γ΄. «Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν
χάσμα μέγα ἐστήρικται».

«Εἶπε δέ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σύ τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καί Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· νυν δέ ὧδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι.
Καί ἐπί πᾶσι τούτοις μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσιν» (Λουκ. ιστ΄ 25-26).


Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, διακατεχόμενος ἀπό τό δαιμόνιον τῆς ἀλαζονίας, τῆς ὑπεροψίας, τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, ἔχει ὑψηλήν  ἰδέαν, γιά τόν ἑαυτό του. Πιστεύει πώς αὐτός εἶναι σπουδαῖος καί κανένας ἄλλος. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι παρακατιανοί, τιποτένιοι. Αὐτός καί οἱ ὅμοιοί του, περιφρονοῦν τούς συνανθρώπους τους. Τούς θεωροῦν ὡς ἀντικείμενα ἐκμεταλεύσεως. Θεοποιοῦν τόν Ἑαυτούλη τους καί προσέχουν μόνον τήν καλοπέρασί τους. Ἐνδύονται πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενοι καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. Εἶναι κακοί Οἰκονόμοι, κακοί διαχειριστές. Καταχρῶνται τά ἀγαθά, πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός, νά τά μοιράσουν δίκαια σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καί αὐτοί ὡς κακοί διαχειριστές  οἰκειοποιοῦνται, τόν πλοῦτον, πού δέν τούς ἀνήκει σέ βάρος τῶν δικαιούχων. Καί καυχῶνται γιά τόν πλοῦτο τους.





Ὁ Πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὅπως καί ὅλοι οἱ ὅμοιοί του, δέν πιστεύει στό Θεό οὔτε στήν μέλλουσα ζωή. Πιστεύει πώς εἶναι μόνιμος στή γῆ καί ὅτι τά ἀγαθά πού ἔχει εἶναι δικά του.  Ἰσχυρίζεται δέ καί λέγει ὅτι «πλούσιός εἰμι καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω» καί δέν γνωρίζει, ὁ δυστυχής, ὅτι αὐτός εἶναι «ταλαίπωρος και ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός» (Ἀποκ. γ΄17-18). Αὐτήν τήν τραγική πραγματικότητα τήν ἀντιλαμβάνεται μετά τό θάνατό του, ὅταν, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς του συμπεριφορᾶς, εὑρίσκεται στόν ᾏδη, στόν τόπον ἐκεῖνον τῆς βασάνου καί ὁδυνᾶται σέ κείνη τή φλόγα. Ἀπό ἐκεῖ βλέπει τόν Λάζαρον στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, νά ἀπολαμβάνει τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί, αὐτός πού ποτέ δέν παρεκάλεσε κανέναν καί γιά τίποτε, τώρα ὀδυνόμενος , αὐτός ὁ ἀρνητής τῶν πάντων, κράζει καί λέγει: «Πάτερ Ἀβραάμ, λυπήσου με καί στεῖλε τό Λάζαρο νά βάψῃ τό ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ στό νερό καί δροσίσῃ τή γλῶσσα μου, διότι ὑποφέρω πολύ μέσα σ’ αὐτή τή φλόγα». Καί ὁ Ἀβραάμ μέ τρυφερότητα ἀποκρίνεται, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»:
«Παιδί μου, θυμήσου ὅτι σύ ἀπόλαυσες στή  ζωή σου τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, πού τά θεωροῦσες δικά σου καί ὁ Λάζαρος ὑπέφερε ὅλα τά κακά. Τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει καί παρηγορεῖται καί σύ ὑποφέρεις.
Δίκαια ὑποφέρεις. Μέ τή θέλησί σου βρέθηκες σ’ αὐτή  τήν Ὀδύνη. Ἀλλά πρέπει νά ξέρῃς ὅτι μεταξύ μας ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα, ὥστε ἐκεῖνοι, πού θέλουν νά περάσουν ἀπό ἐδῶ πρός  σᾶς, νά μή μποροῦν νά διαβοῦν, οὔτε αὐτοί, πού βρίσκονται ἐκεῖ, μποροῦν νά ἔλθουν πρός σ’ ἐμᾶς.
Τότε, αὐτός, πού ποτέ στή ζωή του δέν σκέφτηκε τούς ἄλλους, πού δέν πίστευε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, τώρα, πού καίγεται μέσα στή φωτιά τῶν προσωπικῶν του ἐνοχῶν, σκέπτεται τούς ἀδελφούς του καί παρακαλεῖ: «Πάτερ Ἀβραάμ, σέ παρακαλῶ, νά στείλῃς τό Λάζαρο στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νά τούς νουθετήσῃ, γιά νά μήν ἔλθουν κι’ αὐτοί, σέ αὐτόν τόν τόπον τῶν βασάνων».
Τότε ὁ Ἀβραάμ τοῦ εἶπε : «Ἔχουν τόν Μωϋσῆν καί τούς Προφήτες, ἄς τούς ἀκούσουν». Σήμερα λέγει σέ ὅλους ὅσους σκέπτονται σάν τόν πλούσιον τῆς παραβολῆς: «Ἔχουν  τόν Μωϋσῆν καί τούς προφῆτες καί ἐπί πλέον ἔχουν τόν Ἰησοῦν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Ἄς ἀκούσουν τόν ζωοποιόν Του λόγον, ὥστε νά μήν ἔλθουν στόν τόπον αὐτόν τῆς βασάνου». Ἐπειδή ὁ πλούσιος δέν κατάλαβε τό λόγο τοῦ Ἀβραάμ, ὅτι μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, εἶπε στόν Ἀβραάμ: «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλά ἐάν  κάποιος ἀπό τούς νεκρούς πάῃ σ’ αὐτούς, θά μετανοήσουν», ὁ Ἀβραάμ θετικά τοῦ ἀπήντησε ὅτι «Ἐάν δέν  μελετοῦν  καί δέν ἀκοῦνε τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς,  καί δέν τούς κάνουν «πρᾶξι», δέν θά πεισθοῦν καί δέν θά σωθοῦν καί ἄν ἀκόμη, ἀναστηθῇ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς».





Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πώρωσι καί ἡ ἀμετανοησία τῶν πολλῶν, πού καθημερινά παραβαίνουν τίς Ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί διευρύνουν τό χάσμα, ὄχι μόνον μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά κυρίως ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί τό Θεό. Ποια σχέσις καί ποια κοινωνία μπορεῖ νά ὑπάρξῃ ἀνάμεσα στό Θεό, πού εἶναι καθαρός, πού εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια καί ἡ Αὐτοζωή, καί στόν ἀκάθαρτο ἄνθρωπο, πού γεμᾶτος ψευτιά καί ὑποκρισία;
Τό μέγα χάσμα δημιουργεῖται καί διευρύνεται ἀπό τόν ἄνθρωπον, διά τῆς παρακοῆς στό Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τό μῖσος, ὁ φθόνος, τό σαρκικό φρόνημα χωρίζει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τόν Θεόν. Τό σαρκικό φρόνημα, ὁ Ἐγωϊσμός, ὁ Ἑωσφορισμός χωρίζει τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀπομακρύνει ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς. Τό σαρκικό φρόνημα εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο (πρβλ. Ρωμ. η΄ 6).
Ἡ ὑπακοή στό ζωοποιό λόγο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπόδειξις τῆς τελείας ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, καί ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τόν Θεόν.

 Ὁ Χριστός, ἡ ἐνσάρκωσις τής Ἀγάπης, ἦλθε νά καταργήσῃ τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ, τήν ἔχθραν, ὥστε, διά  τοῦ αἵματος Αὐτοῦ, αὐτοί πού κάποτε ἦσαν μακρυά, νά ἔλθουν κοντά. Ἦλθε νά συμφιλιώσῃ καί νά ἑνώσῃ τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τόν Θεόν Πατέρα (παρβλ. Ἐφεσ. β΄13-14). Ἦλθε νά  γεφυρώσῃ, νά ἐξαλείψῃ τό ἀγεφύρωτο, τό μέγα Χάσμα, πού δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀποστασίας, σάν τόν πλούσιον τῆς παραβολῆς. Καί ζητεῖ ὑπακοή στό λόγο Του. Ἡ παρακοή διευρύνει τό χάσμα, ἡ ὑπακοή τό γεφυρώνει ἤ καί τό ἐξαλείφει.
 Ὅταν στή ζωή ὁ Λάζαρος καί οἱ ὅμοιοί του ὑποφέρουν, στεροῦνται τά ἀναγκαία γιά τή ζωή τους ἀγαθά, τήν τροφή, τό ροῦχο, τά φάρμακα, ἐνῶ τήν ἴδια ὥρα ὁ πλούσιος  καί οἱ ὅμοιοί του ἐνδύονται πορφύραν καί βύσσον ἐνδυόμενοι καθ’ ἡμέρα λαμπρῶς, φυσικόν ἑπόμενον εἶναι νά δημιουργεῖται μεταξύ τους μέγα χάσμα, τό ὁποῖον θεμελιώνει τό μετά θάνατον χάσμα, ἀνάμεσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στόν ᾏδη, τόν τόπον τῆς βασάνου. Καί τό χάσμα αὐτό εἶναι τόσον μέγα ,  ὥστε κανείς νά μή μπορεῖ νά μεταβῇ ἀπό τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ εἰς τόν τόπον τῆς Ὀδύνης, οὔτε ἀπό τόν τόπον αὐτόν  νά μεταβῇ  καί νά ἔλθῃ εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Νά μήν μπορεῖ νά διαβῇ τό μέγα χάσμα καί νά ἔλθῃ ἀπό τόν παράδεισο στήν κόλασιν, οὔτε ἀπό τήν κόλασιν στόν Παράδεισον. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν παροικίαν καλοπερνοῦν καί χαίρονται, καθ’ ὅν χρόνον, ἄλλοι συνάνθρωποί τους ὑποφέρουν καί στεροῦνται τά πάντα, δημιουργεῖται μεταξύ τους μέγα χάσμα ὄχι μόνον στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά καί στήν μέλλουσα. Οἱ ἄθεοι, οἰ ὑλιστές ἀρνοῦνται τόν Θεόν καί « θεός τους εἶναι ἠ κοιλία καί ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες, ὧν τό τέλος ἀπώλεια» (Φιλιπ. γ΄19).Ἔρχεται ἡ ὥρα, πού φεύγουν ἀπό τήν παρούσα ζωή καί ἔρχονται στόν ᾏδη, στόν τόπον τῆς βασάνου. Ἀλλά στόν ᾏδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Ὁ πλούσιος καί οἱ ὅμοιοί του ἀπόλαυσαν τά ἀγαθά, πού νόμιζαν δικά τους καί τώρα ὑποφέρουν στόν τόπο τῆς Ὀδύνης.



Πίστεψαν στό δόγμα: «Φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄Κορινθ. ιε΄ 32). Ὁ Λάζαρος ὅμως πίστευε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή καί ὑπέμενε  τά δεινά τῆς παρούσης ζωῆς, χωρίς νά ἀγανακτῇ. Περίμενε μέ λαχτάρα τό θεῖον κάλεσμα.
Ὁ Πολυέλεος  καί πανάγαθος Θεός μᾶς ὑπέδειξε τόν τρόπο ζωῆς, πού μᾶς ἑνώνει μέ τό Θεό καί μέ τούς συνανθρώπους μας, και δέν δημιουργεῖ χάσματα. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἄνθρωποι συνεχίζουν, ἀμετανόητοι, τά ἄνομα ἔργα τους. Συνεχίζουν νά λατρεύουν τά εἴδωλα καί νά δημιουργοῦν καί νά διευρύνουν το χάσμα  ἀνάμεσα στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Παραμένουν μέ τή θέλησί τους, ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ.
Βυθισμένοι εἰς τό Βόρβορο, παραμένουν κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, θησαυρίζοντες ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς. Προετοιμάζουν γιά τόν ἑαυτόν τόν τόπον τῆς Ὀδύνης. Τό χάσμα πού δημιουργοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τήν προβληματική τους συμπεριφορά εἶναι ἀδύνατον νά γεφυρωθῇ μετά θάνατον.
Χρέος ἔχουμε ὅλοι νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί νά κάνουμε πρᾶξι τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Καιρός νά μιμηθοῦμε τόν Λάζαρον στήν Πίστι, στήν ἀγάπη, στήν ὑπομονή καί νά διαχειρισθοῦμε τόν πλοῦτον ἤ τή φτώχεια, σύμφωνα μέ τό ζωοποιό λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε ὅσο ὁ Θεός μᾶς χαρίζῃ μέρες νά ζοῦμε καθώς πρέπει ἁγίοις. Νά ζοῦμε εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, νά ζοῦμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστόν καί μεταξύ μας, κάνοντας πρᾶξι τήν ἀγάπη. Νά μιμηθοῦμε τόν πτωχόν Λάζαρον, νά ἔχουμε ἔλεος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Νά μοιράζουμε δίκαια τά ἀγαθά, ὑλικά καί πνευματικά, νά καίγονται οἱ καρδιές μας, γιά τό Χριστό, νά θεραπεύουμε τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας, τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅταν μᾶς καλέσῃ ὁ Κύριος, νά ἔλθουν οἱ ἄγγελοι νά παραλάβουν τήν ψυχή μας καί νά τήν ἐναποθέσουν εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, καί νά ἀξιωθοῦμε νά  ὑμνοῦμε τόν Χριστόν,  καί νά Τόν δοξολογοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου