Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ (Λουκ.ιστ΄ 19-31) 1ον.





Α΄.- Ὁ Πλούσιος καί ὁ πτωχός Λάζαρος.



«Ἄνθρωπος  δέ τις ἦν πλούσιος, καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς.

Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο πρός τόν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλά καί οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τά ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. ιστ΄ 19-21).



Πανάγαθος καί Παντοδύναμος Θεός, ἀφοῦ δημιούργησε τό Σύμπαν, μετά ἔπλασε τήν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας Του, τόν ἄνθρωπον.

«Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ» ἐποίησε τόν ἄνθρωπον, «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτόν καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς...» (Γενέσ. α΄ 26-28). «Καί ἔλαβε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν, ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄ 15).

Ὁ Θεός δέν χώρισε τούς ἀνθρώπους σέ πλουσίους καί πτωχούς. Δημιούργησε τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, γιά τόν Ἀδάμ καί τούς ἐξ Ἀδάμ, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τά ἀγαθά τῆς γῆς ἐπαρκοῦν νά νά θρέψουν πλουσιοπάροχα ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς, ὥστε νά εἶναι ὅλοι χαρούμενοι καί εὐτυχισμένοι καί, ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν καί μεταξύ τους, νά  ἀπολαμβάνουν τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, δέν κατενόησε τήν τιμήν. Δέν στάθηκε στόν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Ἐγκατέλειψε τήν Πηγήν τῆς ζωῆς, τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του καί ἔγινε ὅμοιος στή σκέψι μέ τά ἄλογα κτήνη. Μετέβαλε τόν Παράδεισο σέ «Χοιροστάσι». Κυριεύεται ἀπό τόν Ἐγωϊσμό καί τά βρωμερά, τά σαρκικά του πάθη. Ὑψώνει σέ Θεότητα τόν Ἑαυτούλη του, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, τό Βόρβορο.

Χωρισμένος ἀπό τό Θεό τῆς Ἀγάπης, δέν κατανοεῖ τό «βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν καί ἀπό τούς ἀνθρώπους καί καταργεῖ τήν Κοινωνική Δικαιοσύνη καί ἐγκαθιστᾶ τήν Κοινωνική Ἀδικία. Κυριεύεται ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσότερων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ, νομίζοντας πῶς θά ζήσῃ αἰώνια, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία. Τό κοινωνικό πρόβλημα, ὁ Χωρισμός τῶν ἀνθρώπων σέ πλουσίους καί πτωχούς, εἶναι προϊόν τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεόν τῆς Ἀγάπης.

Ὁ ἀνώνυμος πλούσιος τῆς Παραβολῆς εἶναι ἀντιπροσωπευτικός τύπος τοῦ ἀνθρώπου χωρίς Θεόν. Δέν κατανοεῖ ὅτι ὅλα τά ἀγαθά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τά ἀναθέτει στόν ἄνθρωπον, νά τά διαχειρισθῇ ὡς καλός Οἰκονόμος. Ἐκεῖνος, πού πιστεύει ὅτι εἶναι δικά του τά ἀγαθά καί δέν τά διαχειρίζεται καλά, ἀλλά τά χρησιμοποιεῖ ἐγωϊστικά γιά τήν καλοπέρασί του, σέ βάρος τῶν συνανθρώπων του εἶναι κακός Οἰκονόμος τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἁπόστολος Παῦλος ἐρωτᾷ κάθε ἄνθρωπον καί λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄Κορινθ. δ΄ 7). Καί ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπον καί ἡ σωτηρία μας εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ: «Καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ. β΄ 8-9). Καί γιά τόν ἑαυτόν του ὁμολογεῖ : «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (Α΄Κορινθ. ιε΄10).

Ὁ Πλούσιος τῆς Παραβολῆς ἐνδύεται πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς καί δέν προσέχει τούς συνανθρώπους του, πού ὑποφέρουν. Δέν θέλει νά καταλάβῃ ὅτι  τά ἀγαθά εἶναι τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δικά του καί ὀφείλει νά τά διαχειρίζεται δίκαια. Νά τά μοιράζῃ σέ κείνους, πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Ὅταν τά σφετερίζεται, τά οἰκειοποιῆται, ὅταν τά χρησιμοποιῇ γιά τόν ἑαυτόν του καί τά στερῇ ἀπό τούς δικαιούχους, τότε εἶναι κακός Οἰκονόμος, «κλέπτης ἐστι καί λῃστής» καί «θησαυρίζει, γιά τόν ἑαυτόν του, ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καί  ἀποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὅς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ.β΄5-6)




Ὁ πλούσιος τῆς Παραβολῆς εἶναι προσηλωμένος στή γῆ. Γι’  αὐτόν «Θεός εἶναι ἡ κοιλία», ἡ Καλοπέρασί του, ἔχει γήϊνα φρονήματα (παρβλ. Φιλιπ. γ΄19). Δέν ἔχει ἔλεος γιά τόν πτωχόν, πού κείτεται ἄρρωστος εἰς τόν πυλῶνα του, πολύ κοντά του, γνωρίζει τή φτώχεια του καί δέν τοῦ προσφέρει καμμιά ἀπολύτως βοήθεια. Οἱ σκύλλοι λείχουν τίς πληγές του, δείχνουν μεγαλύτερη συμπάθεια ἀπό τόν πλούσιον. Ἐκεῖνος τόν δρασκελίζει καί συνεχίζει τίς διασκεδάσεις μέ τούς ὁμοϊδεάτες φίλους του καί ἀδιαφορεῖ, γιά τίς δυστυχίες τῶν πλησίον του. Ὁ πτωχός Λάζαρος, πιστός στό Θεό καί στήν ἀθανασία τῆς Ψυχῆς, πιστεύει ὅτι εἶναι προσωρινός, διαβάτης, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, καί περιμένει μέ πίστι, μέ καρτερία, μέ ὑπομονή τήν ὥρα, πού Θεός θά τόν καλέσῃ κοντά Του. Δέν ἀγανακτεῖ, δέν δυσανασχετεῖ, δέν παραπονεῖται, ὑπομένει τίς δυσκολίες τῆς παρούσης ζωῆς, ἐργάζεται καί μέ τόν τίμιο ἱδρῶτα του, τόν ὁποῖον ἐκμεταλεύεται, χωρίς ντροπή, ὁ πλούσιος, ἀρκεῖται στά ψίχουλα, πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου καί δέν ἐπαναστατεῖ. Δέν ἐπιχειρεῖ,  μέ τή βία, νά ἀνατρέψῃ τήν ἀθλιότητητα στήν ὁποίαν τόν ἔχει περιφέρει ἡ πλεονεξία καί ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ πώρωσι καί ἡ ἀμετανοησία αὐτῆς τῆς συμμορίας τῶν συνανθρώπων του, (διότι πράγματι  ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς καί οἱ ὅμοιοί του ἔχουν συστήσει συμμορία κακοποιῶν). Μόνον πιστεύει ὁ Πανάγαθος δέν θά τόν ἐγκαταλείψῃ  καί ὑπομένει «τά ἀνάξια λόγου παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ, προσμένοντας μέ λαχτάρα τήν μέλλουσα δόξα, πού πρόκειται νά ἀποκαλυφθῇ καί νά δοθῇ στούς πιστούς» (παρβλ. Ρωμ. η΄18) καί προσεύχεται, γιά τή σωτηρία καί μεταστροφή τῶν κακοποιῶν αὐτῶν πλουσίων, ὥστε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐπιστρέψουν στό Θεό, νά ἐγκολπωθοῦν τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά ξεριζώσουν τήν αἰτία, που χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ πλουσίους καί πτωχούς. Ὁ πτωχός Λάζαρος εἶναι πιστός καί δίκαιος καί ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς. Ἐνσαρκώνει τήν ἀγάπη.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀποστασίας ἐπεχείρησαν πολλάκις νά ἐπιφέρουν τήν ἀλλαγή, χωρίς τόν Χριστόν καί ἀπέτυχαν. Ἅρπαξαν μέ τή βία τόν πλοῦτον ἀπό τους πλουσίους καί οἱ  πλούσιοι, ἔγιναν πτωχοί καί οἱ πτωχοί ἔγιναν, μέ τή βία, πλούσιοι. Τί ἄλλαξε; Ἀπολύτως τίποτε. Τό πνεῦμα τῆς πονηρίας, τό πνεῦμα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ και τῆς Πλεονεξίας συνέχισαν νά ὐπάρχουν καί νά τυραννοῦν τούς ἀνθρώπους. «Ἄλλαξε ὁ Μανωλιός κι’ ἔβαλε τά ροῦχα ἀλλιῶς».  Οἱ Ἐπαναστάσεις, χωρίς Θεόν, δέν ἐξάλειψαν τήν Κοινωνική Ἀδικία, δέν ἐγκατέστησαν τήν Κοινωνική Δικαιοσύνη. Συνέχισαν νά ὑπάρχουν πλούσιοι καί πτωχοί καί ἐξαθλιωμένοι. Ἡ Λύσις τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, πού θίγεται στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, βρίσκεται στό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Λύεται διά τῆς πίστεως στό Χριστό, τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης (Γαλάτ. ε΄ 6).

Ο Χριστός ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του, ὡς κοινωνίαν προσώπων, κοινωνίαν Ἁγίων.  Θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη.

«Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός»(Α΄Κορινθ. γ΄10)

καί «κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀ Χριστός» (Ἐφεσ. δ΄15. Κολοσ. α΄18). Καί «ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν Ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς...»(Ἐφες. ε΄ 25 ἑξ.)  Ἐκκλησία Χριστοῦ δέ εἶναι τό σύνολον τῶν ὀρθοδόξως εἰς Χριστόν πιστευόντων, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, τό σύνολον ἐκείνων, πού πιστεύουν στό Χριστό ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Κεφαλή δέ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός.

Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχουν πλούσιοι καί πτωχοί. Δέν πρέπει νά ὑπάρχουν πλούσιοι καί πτωχοί. Ὁ Χριστός θέλει, τοῦ πλήθους τῶν εἰς αὐτόν πιστευόντων, νά εἶναι ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία. Νά μήν ὑπάρχει κανείς

πού νά λέγῃ ὅτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του εἶναι δικό του, ἀλλά  ὅλα τά ἀγαθά, πού τούς χαρίζει ὁ Θεός, νά τά ἔχουν μεταξύ τους  σέ κοινήν ὠφέλειαν καί χρῆσιν (παρβλ. Πράξ. δ΄ 32).

Αὐτή εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης νά ἐπιστρέψῃ στήν Πηγή τῆς ζωῆς, στόν Ἀληθινόν Θεόν. Νά Πιστέψουν στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦν τό ζωοποιό λόγο Του καί νά τόν κάνουν «πρᾶξι». Ἔτσι θά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν ψυχή μας τήν αἰτία, πού μᾶς χωρίζει σέ πλούσιους καί πτωχούς. Καί πραγματικά τότε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, μέ ἕνα στόμα καί μέ μιά ψυχή, λόγῳ καί ἔργῳ, θά ἀξιωθοῦμε νά ὑμνοῦμε καί νά δοξολογοῦμε τό Θεό, ὄχι μέ τά χείλη μόνον, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας, γιατί Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου